Μιλώντας ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 9 Σεπτεμβρίου, ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ δήλωσε: «Δεν υπάρχει αρκετή Ευρώπη σε αυτή την Eνωση. Δεν υπάρχει όμως και αρκετή ενότητα σε αυτή την Ενωση». Η αποστροφή του προέδρου της Κομισιόν αντικατοπτρίζει πλήρως την αδυναμία των «28» να συμφωνήσουν σε μία κοινή λύση στη διαχείριση της κρίσης και ιδιαίτερα στη μετεγκατάσταση 120.000 προσφύγων στα υπόλοιπα κράτη-μέλη, ώστε να ελαφρυνθεί το φορτίο χωρών όπως η Ιταλία, η Ελλάδα και η Ουγγαρία.
Η αδυναμία αυτή φαίνεται ότι ώθησε τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ να καλέσει έκτακτη, άτυπη συνάντηση των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου για να συζητηθεί η προσφυγική κρίση. Ο κ. Τουσκ απέφυγε να χαρακτηρίσει Σύνοδο Κορυφής τη συνάντηση, κάτι που μάλλον σημαίνει ότι δεν θα υπάρξουν επίσημες αποφάσεις.
Αυτό ακούγεται λογικό διότι μία ημέρα νωρίτερα, την Τρίτη, οι υπουργοί Εσωτερικών και Δικαιοσύνης (JHA) συναντώνται ξανά για να βρουν λύση στην πρόταση Γιούνκερ. Ακόμη και αν αυτή βρεθεί, η επαναφορά συνοριακών ελέγχων στη Ζώνη του Σένγκεν έδειξε ότι τα εθνικά συμφέροντα παραμένουν κυρίαρχα και μία από τις μεγαλύτερες κατακτήσεις της Ενωμένης Ευρώπης έχει αρχίσει να αμφισβητείται έντονα. «Πρόκειται για ένα crash test για την Ευρώπη» είπε την περασμένη Τετάρτη ο έλληνας επίτροπος Δημήτρης Αβραμόπουλος.
Κοινοτικές πηγές ανέφεραν στο «Βήμα» ότι η λουξεμβουργιανή Προεδρία του Συμβουλίου εξετάζει το ενδεχόμενο στο έκτακτο JHA να πιέσει για έγκριση των προτάσεων Γιούνκερ με αυξημένη πλειοψηφία. Απαιτούνται δύο προϋποθέσεις για αυτό: πρώτον, να ψηφίσουν υπέρ το 55% των κρατών – μελών και, δεύτερον, αυτά τα κράτη-μέλη να συγκεντρώνουν τουλάχιστον το 65% του πληθυσμού της ΕΕ. Ωστόσο, θα πρόκειται για μια πολιτικώς ριψοκίνδυνη κίνηση με πιθανές ευρύτερες προεκτάσεις. Υπέρ μιας απόφασης των υπουργών λειτουργεί η έγκριση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την περασμένη Πέμπτη, με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, της πρότασης της
Κομισιόν.
Ο διχασμός και η «σκληρή» Ουγγαρία
Αυτή τη στιγμή, η ΕΕ έχει διχαστεί πλήρως και σε διαφορετικά επίπεδα. Η επονομαζόμενη «παλαιά Ευρώπη» εμφανίζεται, στην πλειονότητά της, να υποστηρίζει ότι οι πρόσφυγες, ιδιαίτερα από τη Συρία, δεν μπορούν να εγκαταλειφθούν στην τύχη τους. Αυτός ήταν ο λόγος που στη Γερμανία η Ανγκελα Μέρκελ αποφάσισε να ανοίξει τα σύνορα και ο Φρανσουά Ολάντ συντάχθηκε μαζί της, στηρίζοντας τις προτάσεις της Κομισιόν για τη μετεγκατάσταση.
Στη «Νέα Ευρώπη» όμως η κατάσταση είναι διαφορετική, καθώς η ιδέα για υποχρεωτική μετεγκατάσταση προκαλεί σφοδρότατες αντιδράσεις. Στο προσκήνιο βρίσκεται η Ουγγαρία. Ο συντηρητικός πρωθυπουργός Βίκτορ Ορμπαν κατασκευάζει φράχτες στα σύνορα με τη Σερβία και τη Ρουμανία, ενώ σκέφτεται να τους επεκτείνει προς την Κροατία. Επιπλέον, κατηγορεί την Ελλάδα ότι δεν προστατεύει τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ, προκαλώντας τη σφοδρή αντίδραση του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, που έκανε λόγο για «παραλήρημα» ούγγρων αξιωματούχων.
Παράλληλα, οι ουγγρικές Αρχές δεν διστάζουν να βάλλουν εναντίον των προσφύγων που έχουν εγκλωβιστεί σε σερβοουγγρικά σύνορα, μεταφέροντας ακόμη και στρατεύματα. Η στάση της Ουγγαρίας, που επιμένει ότι κινείται εντός κοινοτικής νομοθεσίας, δημιούργησε, όπως ήταν αναμενόμενο, ντόμινο στη Σερβία και στην πΓΔΜ. Πλέον, η νέα οδός τούς οδηγεί από τη Σερβία δυτικά προς την Κροατία, όπου ως την Πέμπτη είχαν φθάσει τουλάχιστον 5.000 άνθρωποι. Σε μια προσπάθεια εκτόνωσης της έντασης, ο κ. Αβραμόπουλος μετέβη στη Βουδαπέστη την Πέμπτη για συνομιλίες με τους υπουργούς Εσωτερικών και Εξωτερικών της χώρας. «Το να μεταφέρουμε το προσφυγικό πρόβλημα από τη μία χώρα στην άλλη δεν αποτελεί λύση» τόνισε ο έλληνας επίτροπος. Εξέφρασε επίσης κατανόηση ότι η Ουγγαρία δεν θέλει να χαρακτηριστεί «μετωπικό κράτος», όπως η Ιταλία και η Ελλάδα, υποσχέθηκε περαιτέρω βοήθεια από την Κομισιόν, αλλά άσκησε και κριτική: «Οι φράχτες είναι προσωρινές λύσεις. Βλέπετε κι εσείς ότι απλώς εκτρέπουν τις ροές ή κλιμακώνουν την ένταση. Η βία επίσης δεν συνιστά λύση».
Η κίνηση της Γερμανίας να επαναφέρει συνοριακούς ελέγχους με βάση τις προβλέψεις της Συνθήκης του Σένγκεν (κάτι τέτοιο επιτρέπεται για λόγους ασφαλείας) προκάλεσε ανάλογες κινήσεις σε χώρες όπως η Ολλανδία, η Πολωνία, η Σλοβακία και η Τσεχία. Συνοριακούς ελέγχους στα σύνορά της με Ουγγαρία, Ιταλία, Σλοβακία και Σλοβενία αποφάσισε να επαναφέρει και η Αυστρία, που βρίσκεται σε συντονισμό με τη Γερμανία. Η Γαλλία κάνει επίσης ελέγχους στα σύνορα με την Ιταλία.
Ωστόσο, το Βερολίνο, όπου οι εκτιμήσεις ανεβάζουν τον αριθμό των προσφύγων που θα εισέλθουν εφέτος στη χώρα σε περίπου 1 εκατομμύριο, θεωρεί ότι δεν μπορεί να είναι ο βασικός πληρωτής στον κοινοτικό προϋπολογισμό και άλλες χώρες να μην αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους. Στο ζήτημα αυτό αναφέρθηκαν τόσο ο αντικαγκελάριος Ζίγκμαρ Γκάμπριελ όσο και ο υπουργός Εσωτερικών Τόμας ντε Μεζιέρ. Ηδη, οι Χριστιανοδημοκράτες και η κυρία Μέρκελ προσωπικά δέχονται έντονη κριτική εκ δεξιών από τους Βαυαρούς Χριστιανοκοινωνιστές. Ενδεικτική της πίεσης ήταν η παραίτηση του Μάνφρεντ Σμιτ, επικεφαλής του Ομοσπονδιακού Γραφείου Μετανάστευσης και Προσφύγων.
Οι επιστροφές και τα εξωτερικά σύνορα
Στους κόλπους της ΕΕ έχει γίνει κατανοητό ότι πρέπει να υπάρξει πιο αυστηρή αντιμετώπιση όσων δεν δικαιούνται άσυλο.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται το κομμάτι των προτάσεων Γιούνκερ σε σχέση με τις επιστροφές, αλλά και οι δημόσιες τοποθετήσεις για καλύτερη φύλαξη των εξωτερικών συνόρων της Ενωσης.
Σύμφωνα με πρόταση που περιλαμβάνεται σε 13 σελίδων προσχέδιο κοινοτικής Οδηγίας, τα κράτη-μέλη πρέπει να είναι πιο αυστηρά στο ζήτημα των επιστροφών το οποίο έχει αναδειχθεί σε προϋπόθεση, μαζί με τα «hotspots» σε Ελλάδα και Ιταλία, ώστε να προχωρήσει ομαλά το σχέδιο για μετεγκατάσταση. Στο κείμενο γίνεται αναφορά ακόμη και σε υποχρεωτικές επιστροφές με την ηλεκτρονική παρακολούθηση και ημίκλειστες εγκαταστάσεις να παρουσιάζονται ως εναλλακτικές της κράτησης όσων μεταναστών δεν δικαιούνται άσυλο.
Κάποιες χώρες μάλιστα, όπως η Ουγγαρία, υποστηρίζουν ότι η ΕΕ πρέπει να χρηματοδοτήσει την κατασκευή προσφυγικών στρατοπέδων στη Μέση Ανατολή.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ