Επί πολλά χρόνια όλες οι αναλύσεις πολιτικής επιστήμης βασίζονταν στην υπόθεση ότι η κυβέρνηση είναι η έκφραση της πλειοψηφίας. Μάλιστα ο Ράικερ είχε εισαγάγει τον όρο «ελάχιστος νικηφόρος συνασπισμός» (minimum winning coalition), για να προβλέψει ποιες κυβερνήσεις θα σχηματιστούν στην περίπτωση που κανένα κόμμα δεν έχει πλειοψηφία σε ένα κοινοβούλιο. Σύμφωνα με τη θεωρία του, ο συνασπισμός θα είχε μόνο τα απαραίτητα για σταθερή πλειοψηφία στο κοινοβούλιο κόμματα.
Η θεωρία του Ράικερ είχε αρκετά καλή εφαρμογή στην ελληνική πραγματικότητα, όταν η κρίση εξαφάνισε τις μονοκομματικές κυβερνήσεις. Πράγματι, τόσο η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου όσο και η κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου είναι ελάχιστοι νικηφόροι συνασπισμοί, δηλαδή περιέχουν όσα κόμματα χρειάζονται για να υπάρξει πλειοψηφία και ούτε ένα παραπάνω. Ομως η πρώτη κυβέρνηση μετά τις εκλογές του 2012 περιείχε ένα παραπάνω κόμμα, τη Δημοκρατική Αριστερά, γεγονός που δείχνει πως η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη από την απλή θεωρία του Ράικερ.
Μια πιο εμπειρική προσέγγιση της πραγματικότητας δείχνει ότι σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες μετά το 1950, περίπου, το ένα τρίτο των συμμαχικών κυβερνήσεων ήταν «ελάχιστες» (α λα Ράικερ), το ένα τρίτο «υπερμεγέθεις» (α λα ελληνική τρικομματική μετά το 2012) και το άλλο τρίτο ήταν κυβερνήσεις μειοψηφίας.
Τι είναι αυτές οι κυβερνήσεις μειοψηφίας και πώς λειτουργούν; Για πρώτη φορά μελετήθηκαν από τον Νορβηγό K. Strom γιατί τέτοιες κυβερνήσεις είναι ο κανόνας στη Νορβηγία. Ο Strom προσέγγισε το φαινόμενο των κυβερνήσεων μειοψηφίας σαν μια «λογική επιλογή» (rational choice) και όχι σαν ένα φαινόμενο ανομίας, δηλαδή σαν το αναγκαστικό αποτέλεσμα της έλλειψης πλειοψηφίας. Εδειξε ότι οι κυβερνήσεις μειοψηφίας δεν παίρνουν περισσότερο χρόνο να σχηματιστούν (σαν να προσπαθούν τα κόμματα πρώτα να σχηματίσουν πλειοψηφικές κυβερνήσεις και μόνον όταν αποτυχαίνουν να καταφύγουν σε κυβερνήσεις μειοψηφίας) αλλά παραμένουν στην εξουσία λιγότερο από τις κυβερνήσεις που έχουν πλειοψηφία.
Η καταψήφιση της πρότασης της κυβερνητικής συμφωνίας με την ΕΕ από μια μερίδα (30-40 βουλευτών, ανάλογα με τη μέθοδο καταμέτρησης) του ΣΥΡΙΖΑ οδηγεί την Ελλάδα στην ανακάλυψη αυτής της νέας μεθόδου διακυβέρνησης, η οποία, επειδή ακριβώς είναι καινούργια, μπορεί να οδηγήσει σε πολλές εσφαλμένες τοποθετήσεις. Ο Πρωθυπουργός δήλωσε πολλές φορές στο κόμμα του ότι θα βρίσκεται στη θέση του μόνο όσο εκείνοι τον υποστηρίζουν. Η αντιπολίτευση δεν θέτει προς το παρόν θέμα «δεδηλωμένης», αλλά συνέχεια υπαινίσσεται ότι δεν είναι δυνατόν να υποστηρίζεται η κυβέρνηση από την αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ και να νομοθετεί τα πιο σημαντικά νομοσχέδια που σχετίζονται με το τρίτο Μνημόνιο με την αντιπολίτευση. Ο υπουργός Εσωτερικών δήλωσε ότι ευτυχώς που η κυβέρνηση πήρε 120 ψήφους από τον αρχικό κυβερνητικό συνασπισμό (προφανώς για να έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει ψήφο εμπιστοσύνης σύμφωνα με το άρθρο 84, παρ. 6 του Συντάγματος) και «βλέπει» εκλογές τον Σεπτέμβριο ή τον Οκτώβριο.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα βρίσκεται σε σοκ από τα τεκταινόμενα και καμία από αυτές τις αντιλήψεις δεν είναι κατ’ ανάγκη σωστή. Το αντίθετο μάλιστα. Επειδή έχουμε πολλά αντικειμενικά προβλήματα μπροστά μας, καλύτερα να μην προσθέτουμε κωλύματα που δημιουργούνται μόνο από ιδεολογικές και κομματικές παρωπίδες.
Το παρακάτω σχήμα δείχνει την πολιτική τοποθέτηση των κομμάτων σε έναν δισδιάστατο χώρο που δημιουργείται άμα θεωρήσουμε τα δύο σημαντικότερα πολιτικά προβλήματα της εποχής: τη διαίρεση Δεξιάς – Αριστεράς και τη διαίρεση ευρώ – δραχμή. Η θέση των κομμάτων είναι προφανής. Μόνο μια απλή διευκρίνιση χρειάζεται. Εχω διαχωρίσει τον ΣΥΡΙΖΑ από την Αριστερή Πλατφόρμα (ΑΠ) κρατώντας και τα δύο μέρη στην ίδια τοποθέτηση στον άξονα Δεξιάς – Αριστεράς –το επιχείρημα δεν θα αλλάξει αν κάποιος τοποθετήσει την ΑΠ λίγο πιο αριστερά.
Το σχήμα μπορεί να μας βοηθήσει να βγάλουμε συμπεράσματα και να κάνουμε προβλέψεις για τη μετα-τριτομνημονιακή πολιτική ζωή.

1.
Ο κ. Τσίπρας έχασε(;) τη σταθερή πολιτική πλειοψηφία της μετεκλογικής εποχής. Βάζω το ερωτηματικό γιατί αν κοιτάξουμε νομοθετήματα όπως το Μεταναστευτικό ή ζητήματα όπως οι Ενοπλες Δυνάμεις, θα διαπιστώσουμε ότι δεν υπήρχε σταθερή πλειοψηφία λόγω της μεγάλης ιδεολογικής απόστασης ΣΥΡΙΖΑ από ΑΝΕΛ στον άξονα Δεξιάς – Αριστεράς.

2.
Ο κ. Τσίπρας διατηρεί το πολιτικό πλεονέκτημα που είναι καθοριστικό σε αυτή τη φάση. Αποτελεί το πολιτικό «κέντρο» του συστήματος. Είναι ο αναγκαίος μέτοχος σε οποιοδήποτε πολιτικό σχήμα και για οποιαδήποτε πολιτική λύση. Τίποτε δεν γίνεται χωρίς αυτόν. Με πιο ακριβή διατύπωση, η συμβολή του είναι η αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για οποιαδήποτε αποτέλεσμα.

3.
Ο κ. Τσίπρας μπορεί να επιλέξει μία από δύο δυνατές λύσεις για το πολιτικό πρόβλημα της χώρας: τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης μειοψηφίας ή υπερμεγέθους πλειοψηφίας. Η μειοψηφία θα στηρίζεται σε διαφορετικές δυνάμεις για διαφορετικά νομοσχέδια. Προφανώς οι ευρωπαϊκές δυνάμεις θα τον υποστηρίζουν σε θέματα που έχουν σχέση με τη νέα συμφωνία, ενώ οι πιο αριστερές δυνάμεις θα υποστηρίζουν νομοθετήματα όπως η ιθαγένεια. Το αναγκαίο για μια κυβέρνηση μειοψηφίας είναι να έχει συγκροτημένο σχέδιο και σταθερή υποστήριξη των συμμετεχόντων. Από αυτή την άποψη η απομάκρυνση της αριστερής πτέρυγας και του Βαρουφάκη είναι θετικά στοιχεία (η ευκαιρία να απομακρυνθούν και άλλοι αναχρονιστικοί υπουργοί όπως οι Κατρούγκαλος και Μπαλτάς έμεινε ανεκμετάλλευτη). Η υπερμεγέθης πλειοψηφία θα περιείχε ΣΥΡΙΖΑ και άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, και προφανώς θα απαιτούσε τη διαπραγμάτευση μιας εσωτερικής συμφωνίας.

4.
Ανάμεσα στις δύο επιλογές, με βάση το μέγεθος των προβλημάτων της χώρας και την αντιμετώπιση από πλευράς ευρωπαϊκών εταίρων, η δεύτερη είναι σαφώς καλύτερη. Μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας όχι μόνο θα μπορούσε να αντιμετωπίσει καλύτερα τα προβλήματα, αλλά και θα διαπαιδαγωγούσε τον ελληνικό λαό ότι πολλές φορές τα προβλήματα είναι τόσο σοβαρά που απαιτούν συνεργασία όλων (κάτι που δίδασκε ακόμα και ο Αίσωπος τα μικρά παιδιά). Δυστυχώς επελέγη η κυβέρνηση μειοψηφίας.
Εκείνο που μπορούμε όμως να αποκομίσουμε από τη διεθνή πείρα είναι ότι οι κυβερνήσεις μειοψηφίας είναι δυνατές και μπορούν να είναι και αρκετά μακρόβιες, ώστε να αντιμετωπίσουν σημαντικά προβλήματα. Η σύνθεση της νέας κυβέρνησης υπαινίσσεται εκλογές σύντομα. Αυτή είναι μια δεύτερη ατυχής επιλογή. Βέβαια ο Πρωθυπουργός έχει το δικαίωμα να προκηρύξει εκλογές όσο σύντομα θέλει, και στη συγκεκριμένη περίπτωση προτού υλοποιηθούν τα μέτρα του Μνημονίου και προτού υπάρξει εναλλακτική πολιτική λύση (από τα άλλα κόμματα). Στόχος είναι και τώρα, όπως και στις διαπραγματεύσεις, οι εσωτερικές διαμάχες του ΣΥΡΙΖΑ (ιδιαίτερα η πλειοψηφία της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ που θεωρεί το «Οχι» του δημοψηφίσματος βέλος στη φαρέτρα της). Ομως και άλλες εκλογές έπειτα από δημοψήφισμα μπορεί να λύνουν αναμέτρηση με την Αριστερή Πλατφόρμα, αλλά δεν προωθούν τη λύση των προβλημάτων της χώρας. Με λίγα λόγια, από τις τρεις επιλογές –κυβέρνηση εθνικής ενότητας, σταθερή κυβέρνηση μειοψηφίας, μεταβατική κυβέρνηση και εκλογές –φαίνεται να διαλέγουμε τη χειρότερη.
Ο κ. Γιώργος Τσεμπελής είναι καθηγητής της Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Anatol Rapoport στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ