Κατά τη χθεσινή σύσκεψη στο Μέγαρο Μαξίμου, σύμφωνα με το κυβερνητικό non paper, ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας κάλεσε τους διαφωνούντες με το τρίτο Μνημόνιο ( το οποίο ονομάζει «συμφωνία» ) να μην κρύβονται πίσω από την ασφάλεια της δικής του υπογραφής, επισημαίνοντας ότι «μέχρι σήμερα αντιδράσεις βλέπω, ηρωικές δηλώσεις διαβάζω, αλλά καμία πρόταση εναλλακτική στο εκβιαστικό δίλλημα της 12ης Ιούλη δεν άκουσα».
Οι διαφωνούντες θα μπορούσαν να απαντήσουν στον Τσίπρα του 2015, επιστρατεύοντας τον Τσίπρα του 2012 ή ακόμα και τον Τσίπρα της προεκλογικής περιόδου , στον οποίο είχε τεθεί το ίδιο ακριβώς ερώτημα. Διότι το δίλημμα Μνημόνιο ή χρεοκοπία δεν προέκυψε στις 12 Ιουλίου του 2015. Προέκυψε από το 2010 όταν μετά τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό της περιόδου Καραμανλή και την ολιγωρία και αναποφασιστικότητα της κυβέρνησης Παπανδρέου, οι αγορές έκλεισαν για την Ελλάδα η οποία αναγκάστηκε να προστρέξει στην βοήθεια των εταίρων της στην ΕΕ. που συνοδεύτηκε από μια αδέξια λανθασμένη θεραπεία.
Τότε, η απάντηση του σημερινού Πρωθυπουργού στο ερώτημα αν υπήρχε εναλλακτική λύση ή αν επιδίδεται σε ανέξοδους λεονταρισμούς καλυπτόμενος από την ασφάλεια της υπογραφής των … άλλων, ήταν μια φανερή και μια κρυφή. Η φανερή η οποία καταγράφηκε στα τιτιβίσματα του κ. Τσίπρα υποστήριζε ότι υπήρχε εναλλακτική λύση, η οποία ήταν η κατάργηση των μνημονιακών-αντιλαικών μέτρων με ένα άρθρο και ένα νόμο, επί το λαϊκότερο, το σκίσιμο του Μνημονίου. Η κρυφή εναλλακτική λύση ήταν αυτή που αποκάλυψαν τα ρεπορτάζ στο «Βήμα της Κυριακής» και για τα οποία δεν υπήρξε ούτε μια γραμμή διάψευσης από τους πολυγραφότατους επιτελείς του Μεγάρου Μαξίμου.
Η «αρπαγή του στοκ των χαρτονομισμάτων της ΕΚΤ ή το να δίνουμε στους συνταξιούχους χαρτάκια «iou»αντί για συντάξεις» δεν ήταν ένα σχέδιο το οποίο επεξεργαζόταν στα κρυφά ο Βαρουφάκης με τον Λαφαζάνη αλλά ένα σχέδιο το οποίο γνώριζε ο Πρωθυπουργός και το οποίο εγκατέλειψε μετά την οδυνηρή, για τον ίδιο και κυρίως για τη χώρα, μετωπική σύγκρουση με τον τοίχο της συντηρητικής Ευρώπης. Μια συντηρητική Ευρώπη στην οποία τα προηγούμενα χρόνια δεν υπήρχαν οι φωνές υποστήριξης από τον Ολάντ και τον Ρέντσι.
Θα μπορούσε και δικαίως, να υποστηριχθεί ότι τα παραπάνω λίγη σημασία έχουν. Ότι τώρα που ο Πρωθυπουργός φαίνεται να προσγειώνεται στην σκληρή πραγματικότητα το ζητούμενο δεν είναι τι έγινε χθες, αλλά τι μπορεί να γίνει αύριο. Το αν θα μπορέσει, επιτέλους να υπάρξει μια συνεννόηση, για το πως η χώρα συντεταγμένα, στηριζόμενη σε ένα μέτωπο πολιτικών δυνάμεων που δεν υπήρχε τα προηγούμενα χρόνια, θα επιχειρήσει να σταθεί στα πόδια της.
Αποκτά, προς την κατεύθυνση αυτή, ιδιαίτερη σημασία η αναφορά του πρωθυπουργού στις «ευρείες συλλογικές διαδικασίες» που θα ξεκινήσουν τον Σεπτέμβρη «ώστε να προσδιορίσουμε τους στόχους και τα χαρακτηριστικά της αριστερής διακυβέρνησης στα νέα δεδομένα», όπως ανέφερε.
Διότι, αναμφίβολα, ο Πρωθυπουργός, φαίνεται αποφασισμένος να συγκρουστεί με τους «αιθεροβάμονες» του κόμματος του (για να θυμηθούμε μια φράση του Α.Παπανδρέου). Αλλά είναι απροσδιόριστο το ποιος ΣΥΡΙΖΑ θα προκύψει από τις διαδικασίες αυτές. Τι σημαίνει αυτή η ευθυγράμιση του κομματικού ΣΥΡΙΖΑ του 4% με τον κοινωνικό ΣΥΡΙΖΑ του 37%. Αν θα έχουμε ένα ΣΥΡΙΖΑ, που θα επιχειρήσει μερεμέτια στο πολιτικό προφίλ του ή ένα ΣΥΡΙΖΑ που θα αναθεωρήσει εκ βάθρων το «αντιμνημονιακό» ιδεολογικό και πολιτικό του πλαίσιο ώστε να καταστεί εφικτή μια συνεννόηση με τους «γερμανοτσολιάδες» των προηγούμενων μνημονίων.
Το αισιόδοξο στην όλη υπόθεση είναι ότι μετά τις εξελίξεις των προηγούμενων εβδομάδων ο αντιμνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ και το γνωρίζουν καλά στην Κουμουδούρου, υφίσταται μόνο ως ανέκδοτο