Σημαντική αποκλιμάκωση αναμένεται να παρουσιάσουν τους τελευταίους 4 μήνες του έτους και την επόμενη 5ετία οι δανειακές ανάγκες της Γενικής Κυβέρνησης, μετά την ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο Ιούνιου – Αυγούστου 2015, αναφέρει σε ανάλυσή της η Eurobank.
Τούτο αναφέρεται σε έκθεση της τράπεζας, η οποία παρουσιάζει αναθεωρημένες προβλέψεις για τη μεσοπρόθεσμη εξέλιξη των δανειακών αναγκών της Γενικής Κυβέρνησης και αναλύει σειρά στρατηγικών για την κάλυψη των προβλεπόμενων χρηματοδοτικών κενών το υπόλοιπο του τρέχοντος έτους και την επόμενη 5ετία.
Επίσης, αναλύει τις δυνητικές δημοσιονομικές επιπτώσεις μιας πτωτικής αναπροσαρμογής των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα.
Σύμφωνα με την ίδια ανάλυση, η εκτίμηση για χαμηλές δανειακές ανάγκες την ερχόμενη 5ετία, βασίζεται στην πρόβλεψη για σχετική υποχώρηση των προγραμματισμένων δαπανών για την εξυπηρέτηση τόκων και χρεολυσίων την αντίστοιχη περίοδο, κυρίως λόγω της υφισταμένης 10ετούς περιόδου χάριτος για το μεγαλύτερο μέρος των πληρωμών αυτών επί των ευρωπαϊκών δανείων που εκταμιεύθηκαν στα πλαίσια των δύο διαδοχικών προγραμμάτων προσαρμογής.
Σημειώνεται ότι η Ελλάδα απολαμβάνει 10ετή περίοδο χάριτος στις πληρωμές χρεολυσίων επί των διμερών δανείων που έλαβε από χώρες της Ευρωζώνης στο πλαίσιο του 1ου προγράμματος προσαρμογής (σύνολο δανείων €52,9δις) καθώς και στις πληρωμές τοκοχρεολυσίων επί του μεγαλύτερου μέρους των δανείων του EFSF (€113,7δις επί συνόλου δανείων ύψους €143,7δις).
Σύμφωνα με το βασικό σενάριο που αναλύεται στην μελέτη, το συνολικό χρηματοδοτικό κενό σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους και το 2016 αναμένεται να διαμορφωθεί σε 10-15 δις ευρώ, ακόμα και εάν υπάρξει χαλάρωση του σχετικού δημοσιονομικού στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα σε περίπου 1%-του-ΑΕΠ το 2015 και 2%-του-ΑΕΠ το 2016.
Η εκτίμηση αυτή αφορά το σύνολο των επιπλέον καθαρών χρηματοδοτικών αναγκών που θα προέκυπταν κατόπιν της εκταμίευσης της εκκρεμούσας δόσης των 7,2δις ευρώ (1,8 από τον EFSF, 1,9 από τα κέρδη του έτους 2014 στο χαρτοφυλάκιο ελληνικών κυβερνητικών ομολόγων της ΕκΤ και 3,5 από το ΔΝΤ).
Όπως τονίζουν οι αναλυτές της τράπεζας, η προαναφερθείσα εκτίμηση για το συνολικό ύψος του προβλεπόμενου χρηματοδοτικού κενού τα επόμενα 1½ έτη είναι σαφώς ευνοϊκότερη από κάποιες πρόσφατες εκτιμήσεις ξένων αναλυτών που κάνουν λόγο για την αναγκαιότητα ενός νέου (3ου) χρηματοδοτικού πακέτου διάσωσης για την Ελλάδα σημαντικά μεγαλύτερου ύψους.
Στον αντίποδα αυτού, σημειώνεται ότι η παροχή ενός νέου πακέτου ελάφρυνσης του ελληνικού δημοσίου χρέους (OSI), μέσω πχ. χαμηλότερων επιτοκίων και επιμήκυνσης του μέσου χρόνου ωρίμανσης των ευρωπαίων δανείων (GLF και EFSF loans) του 1ου ή/και του 2ου προγράμματος προσαρμογής δε θα ήταν από μόνη της επαρκής για την κάλυψη του προβλεπόμενου χρηματοδοτικού κενού την περίοδο Ιούνιος 2015-Δεκέμβριος 2016.
Το ίδιο θα ίσχυε και σε ένα (αμιγώς θεωρητικό) σενάριο σημαντικής απομείωσης (άνω του 50%) της ονομαστικής αξίας των υφιστάμενων ευρωπαϊκών δανείων προς της Ελλάδα.
Παρόλα αυτά, η συμμετοχή της Ελλάδας στο Διευρυμένο Πρόγραμμα Αγοράς Περιουσιακών Στοιχείων της ΕκΤ θα μπορούσε δυνητικά να προσφέρει κάποια (έμμεση) χρηματοδότηση για την κάλυψη των δανειακών υποχρεώσεων του δημοσίου τομέα της χώρας τα επόμενα 1½ έτη, αβαφέρει η Eurobank.
Σύμφωνα με τους αναλυτές της, η χρηματοδότηση αυτή θα ήταν πολύ μεγαλύτερη (έως 9 δισ. ευρώ την περίοδο 2015-2016 και έως 23,5δις ευρώ την περίοδο 2015-2020) εάν, με κάποιο τρόπο, πραγματοποιούνταν μια σημαντική μετακύληση των χρόνων ωρίμανσης των ελληνικών κυβερνητικών ομολόγων που αυτή την στιγμή έχει στην κατοχή του το Ευρωσύστημα (ΕΚΤ και Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες στην Ευρωζώνη).
Τέλος, η ανάλυσή του βασικού σεναρίου που παρουσιάζεται στη μελέτη υποδεικνύει ότι οι καθαρές δανειακές ανάγκες της χώρας (σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης) θα υποχωρήσουν σημαντικά την περίοδο 2017-2020 και θα διαμορφωθούν, κατά μέσο όρο, σε επίπεδα χαμηλότερα των 10 δισ. ευρώ ετησίως.
Υπό την παραδοχή ότι έως τότε η Ελλάδα θα έχει επανακτήσει (μερική ή ολική) πρόσβαση στις διεθνείς αγορές, τα όποια χρηματοδοτικά κενά της προαναφερθείσας περιόδου θα μπορούσαν, δυνητικά, να καλυφτούν μέσω σχετικά μικρών εκδόσεων μεσο-μακροπρόθεσμων κυβερνητικών τίτλων.