Σε όλες τις διαπραγματεύσεις υπάρχει πίεση χρόνου διότι αν δεν υπάρξει συμφωνία κάτι θα προκύψει ως αποτέλεσμα. Για παράδειγμα, αν η διαπραγμάτευση για την αγορά ενός σπιτιού αποτύχει, ο ιδιοκτήτης θα παραμείνει με το σπίτι του και ο αγοραστής με τα λεφτά του.
Στη δική μας διαπραγμάτευση με την ΕΕ ο χρόνος πιέζει σχεδόν αποκλειστικά εμάς, αφού όλοι οι εταίροι έχουν πεισματικά αρνηθεί να μας δώσουν οποιαδήποτε επέκταση των προθεσμιών. Το μαρτύριο της σταγόνας πλήττει, αν όχι ανεπανόρθωτα, τουλάχιστον πολύ σοβαρά την ελληνική οικονομία.
Και ενώ υπάρχουν και αβάσιμες ή φαιδρές (ανάλογα με προσωπικές εκτιμήσεις) δηλώσεις όπως του υπουργού Επικρατείας κ. Φλαμπουράρη ότι «θα εξαντλήσουμε διαπραγματευτικά τους εταίρους, θα τους φοβίσουμε και στο τέλος –τι θα κάνουν; –θα υποχωρήσουν» ή του κ. Βαρουφάκη ότι «υπάρχει μια διαπραγμάτευση όπου έχεις 30 ημέρες να τα βρεις με κάποιον. Γιατί να τα βρεις την 20ή όταν μπορείς να προχωρήσεις και να πιέσεις για κάτι καλύτερο την 21η ή την 22η; Πας ως την 30ή…», φαίνεται ότι έχει γίνει κατανοητό τόσο από τον ελληνικό λαό όσο και από τον Πρωθυπουργό ότι ο χρόνος τελειώνει.
Ενώ λοιπόν ως χώρα βρισκόμαστε στην αναζήτηση ενός «έντιμου συμβιβασμού», ας εστιάσουμε σε δύο στοιχεία που μπορεί να αποτελούν εμπόδια. Το πρώτο είναι «διαδικαστικά» θέματα και το δεύτερο οι αντιδράσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ.
Διαδικαστικά


Μεγάλο χρονικό διάστημα και πολύ μελάνι χύθηκε για μια σειρά θέματα που αντικειμενικά αποτελούν ονοματολογία (θεσμοί ή τρόικα, γκρουπ Βρυξελλών και Αθήνας κ.τ.λ.). Η κυβέρνηση ξόδεψε πολλά κεφάλαια και συνέδεσε αυτά τα ονόματα με την εθνική ανεξαρτησία και οι εταίροι δέχθηκαν τις αλλαγές των ονομάτων, αλλά φαίνεται ότι επιμένουν στην ουσία, που είναι ο έλεγχος της εφαρμογής των μέτρων.
Επί της ουσίας πιστεύω ότι θα ήταν καλύτερο για τη χώρα αν διαπραγματευόμαστε και με τους τρεις θεσμούς μαζί παρά τώρα που πρέπει να ικανοποιήσουμε τον καθένα τους ξεχωριστά –τώρα έχουμε τρεις παίκτες αρνησικυρίας αντί για έναν. Επίσης οι συνεδριάσεις στην Αθήνα και στις Βρυξέλλες από διαφορετικούς ανθρώπους χωρίς συντονισμό και με έλλειψη αντιπροσώπων από ελληνικά υπουργεία καθυστερούν τις διαπραγματεύσεις ακριβώς τώρα που μας τελειώνει ο χρόνος. Ο έλεγχος συμφωνιών είναι σημαντικό στοιχείο για δημιουργία εμπιστοσύνης (υπάρχει σε όλες τις διεθνείς συνθήκες, συμπεριλαμβανομένης και της ΕΕ) και η σύνδεσή του με θέματα εθνικής υπερηφάνειας ήταν ατυχής επιλογή από τη μεριά μας. Αυτά τα θέματα έχουν τώρα αναληφθεί από προσωπικές συνομιλίες μεταξύ Μαξίμου και ευρωπαίων ηγετών και ας ελπίσουμε ότι θα επιλυθούν.
Εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ


Εχω πει στο παρελθόν ότι η πιο σημαντική πολιτική μάχη είναι στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ («Το Βήμα», 1.3.2015). Σε μια τέτοια διαμάχη σχεδόν κάθε πρωθυπουργός χώρας με κοινοβουλευτικό καθεστώς έχει στα χέρια του μια πυρηνική βόμβα που ονομάζεται ψήφος εμπιστοσύνης. Σε περίπτωση που ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης και αυτή δεν του δοθεί, η χώρα πηγαίνει σε εκλογές.
Σε συγκριτικό επίπεδο η Γαλλία θεωρείται η χώρα με το πιο αποτελεσματικό θεσμικό πλαίσιο επί του θέματος. Σύμφωνα με το άρθρο 49.3 του Συντάγματος της Πέμπτης Δημοκρατίας, η ψήφος επί οποιουδήποτε νομοθετήματος μπορεί να μετατραπεί σε ψήφο εμπιστοσύνης αν ο πρωθυπουργός «δεσμεύσει την ευθύνη της κυβέρνησης» επ’ αυτού. Τότε το νομοσχέδιο θεωρείται δεκτό χωρίς ψηφοφορία στη Βουλή και ο μόνος τρόπος να απορριφθεί είναι η καταψήφιση της ίδιας της κυβέρνησης (η οποία χρειάζεται απόλυτη πλειοψηφία για να επιτευχθεί). Με αυτόν τον τρόπο πέρασε ο Ντε Γκωλ νομοσχέδιο για γαλλικό πυρηνικό οπλοστάσιο, ο Mιτεράν προϋπολογισμούς της σοσιαλιστικής κυβέρνησης (όταν αυτή ήταν μειοψηφία) και ο πρωθυπουργός Σιράκ τον εκλογικό νόμο.
Εκείνο που δεν είναι διεθνώς γνωστό είναι ότι στην Ελλάδα το θεσμικό πλαίσιο είναι ακόμη πιο αποτελεσματικό και από τη Γαλλία. Ας εστιάσουμε λοιπόν στους ελληνικούς θεσμούς και στις δυνατότητες που παρέχουν για την επίλυση του προβλήματος του «έντιμου συμβιβασμού».
Σύμφωνα με το άρθρο 41.4 του Συντάγματος, δεν επιτρέπονται εκλογές πριν από την πάροδο ενός χρόνου από τις προηγούμενες. Σε αυτό το σημείο θα αναρωτιέται ο αναγνώστης: Τότε προς τι όλες οι συζητήσεις περί εκλογών; Ιδού η απάντηση: Αν η κυβέρνηση παραιτηθεί και χάσει την πλειοψηφία στη Βουλή (αυτό μπορεί να εξασφαλιστεί με αποχή μερικών βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ), τότε εφαρμόζεται το άρθρο 37.3 (διερευνητικές εντολές στο πρώτο, δεύτερο και τρίτο κόμμα και μετά εκλογές) που οδηγεί στη λαϊκή ετυμηγορία (1). Αυτός ακριβώς ήταν ο τρόπος που ο καγκελάριος Μπραντ οδήγησε τη Γερμανία σε εκλογές το 1972 (τις οποίες όχι μόνο κέρδισε αλλά κατάφερε να αναδειχθεί και πρώτο κόμμα το Σοσιαλιστικό για μοναδική φορά στη μεταπολεμική Γερμανία).
Και εδώ έρχεται η ελληνική θεσμική πρωτοτυπία που δίνει περισσότερη δύναμη στον έλληνα πρωθυπουργό από οποιονδήποτε ομόλογό του ανά τον κόσμο: σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο, σε εκλογές που διεξάγονται σε λιγότερο από 18 μήνες μετά τις προηγούμενες ισχύει η λίστα και όχι η σταυροδοσία. Κατά συνέπεια, ο κ. Τσίπρας μπορεί όχι μόνο να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές αλλά να καθορίσει τη σύνθεση του μέλλοντος Κοινοβουλίου. Ποιος μέσα από τον ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να αντισταθεί σε ένα τέτοιο θεσμικό όπλο; (2)
Με βάση τις παραπάνω θεσμικές δυνατότητες, αν ο κ. Τσίπρας φτάσει σε συμφωνία με την ΕΕ, μπορεί να παρουσιάσει το κείμενο (κατά τη συνήθειά του) στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ και να ζητήσει την υπερψήφισή της στο εσωτερικό του κόμματος προτού τη φέρει στη Βουλή. Με αυτόν τον τρόπο η απλή επίκληση εκλογών θα εξασφαλίσει την υπερψήφιση της συμφωνίας από τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ.
1. Ευχαριστώ τον Νίκο Αλιβιζάτο που μου υπέδειξε αυτήν τη διαδικασία.
2. Στις δεύτερες εκλογές του 2012, η λίστα καθορίστηκε από τα αποτελέσματα των προηγούμενων εκλογών, όμως αυτή η επιλογή, παρότι εξηγείται από την ταχύτητα της διαδικασίας, δεν καθορίζεται από τον εκλογικό νόμο.
Ο κ. Γιώργος Τσεμπελής είναι καθηγητής της Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Anatol Rapoport στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ