Επειτα από πέντε δύσκολα χρόνια προσαρμογής, τελικά, οι μετρήσεις για τις οικονομικές επιδόσεις της Ελλάδας το 2014 κατέδειξαν βελτίωση. Ενώ οι αποτυχίες στο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων μεταξύ 2010 και σήμερα είναι πολλές, το ερώτημα αν έγιναν λάθη από την τρόικα ή την ελληνική κυβέρνηση είναι πολύ πιο δύσκολο να απαντηθεί. Στην πραγματικότητα, για πολλές από τις μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν τα τελευταία χρόνια, παραμένει ασαφές αν επιβλήθηκαν στην ελληνική κυβέρνηση από την τρόικα ή αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο διμερών διαπραγματεύσεων.
Αξιολογώντας τα αποτελέσματα των αντίστοιχων μεταρρυθμίσεων, μπορεί κάποιος να εντοπίσει διαρθρωτικά λάθη. Σε γενικές γραμμές, οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και προϊόντων επικεντρώθηκαν στις δαπάνες του ιδιωτικού τομέα, ενώ ο δημόσιος τομέας δεν υπέστη αναλογικά ίδια μεταχείριση. Ενα σημαντικό λάθος, για παράδειγμα, ήταν η αύξηση κατά 50% της φορολογίας στην ενέργεια που οδήγησε σε μια αύξηση κατά 25% των τιμών ενέργειας για τους βιομηχανικούς καταναλωτές. Δεδομένης της εξαιρετικής σημασίας του κόστους της ενέργειας για την ελληνική βιομηχανία, τα μέτρα αυτά αντιστάθμισαν τις περικοπές στους μισθούς των εργαζομένων.
Δυστυχώς, η πτώση κατά 20% της ενεργειακής κατανάλωσης του βιομηχανικού κλάδου μεταξύ 2010 και 2014 καθιστά την Ελλάδα, ατυχώς, αδιαμφισβήτητο ηγέτη σε επίπεδο ΕΕ όσον αφορά την επιδείνωση της βιομηχανίας. Ενώ η Ιρλανδία επέτυχε να αυξήσει την κατανάλωση ενέργειας στη βιομηχανία της κατά 16% κατά τη διάρκεια της κρίσης, μετακινούμενη από μια οικονομία που βασίζεται αποκλειστικά στις υπηρεσίες σε έναν μεγαλύτερο βαθμό εκβιομηχάνισης, οι μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα δεν είχαν ευνοϊκή επίδραση στη βιομηχανία. Οι μαζικές απολύσεις στον κλάδο της βιομηχανίας και η μείωση της συμβολής του κλάδου στο ΑΕΠ ήταν οι κυρίαρχες εξελίξεις.
Με το υψηλό κόστος της ενέργειας να έχει θέσει σε δοκιμασία τη βιομηχανία ήδη πριν από τις αυξήσεις φόρων, και την κλιμάκωση της κρίσης να οδηγεί στην εκτίναξη των εξόδων αναχρηματοδότησης των ελλήνων επιχειρηματιών, ακόμη και οι άγριες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας που οδήγησαν σε μείωση κατά 15% του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος δεν μετέβαλαν την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας. Επιπρόσθετα, καθ’ όλη την περίοδο των μεταρρυθμίσεων η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία με βάση τις τιμές εξαγωγών –ένα κοινό μέτρο για τη μέτρηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας –βελτιώθηκε κατά μόλις 1%. Η ακαμψία στη ρύθμιση της αγοράς προϊόντων και η έλλειψη ανταγωνισμού στις αγορές αγαθών συνέβαλαν επίσης σε αυτή την έλλειψη προσαρμογής.
Ετσι, ποιος μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος για την επιβολή του κόστους μεταρρυθμίσεων δυσανάλογα στις ιδιωτικές επιχειρήσεις και στους εργαζομένους, υπονομεύοντας τη βάση της οικονομίας; Σε γενικές γραμμές, η τρόικα είχε απαιτήσει εξαρχής την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και προϊόντων, σε συνδυασμό με τη συρρίκνωση του κράτους. Πράγματι, το μέγεθος του κράτους και ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων δεν έχουν μειωθεί σημαντικά από το εξαιρετικά υψηλό επίπεδό τους σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η ελληνική κυβέρνηση συνειδητοποίησε την ανάγκη για απελευθέρωση και απορρύθμιση της αγοράς αγαθών μόνο κατά τη διάρκεια του δεύτερου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής. Ως εκ τούτου, για αυτές τις καθυστερήσεις στην εφαρμογή σημαντικών μεταρρυθμίσεων μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη περισσότερο η Ελλάδα παρά η τρόικα.
Εκτός από αυτό, η κοινωνικά υπεύθυνη κατανομή των βαρών των οικονομικών μεταρρυθμίσεων μπορεί να χαρακτηριστεί ως βασική αποστολή των ελλήνων αξιωματούχων. Ειδικά η έλλειψη πρόβλεψης για σημαντικές αυξήσεις στη φορολογία των πλουσίων και η έλλειψη αποτελεσματικών ενεργειών κατά της εκρηκτικής διαφθοράς προσμετρούνται σε βάρος τους.
Ωστόσο, το διαρκές αίτημα για ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων φορέων πρέπει να αναλυθεί με μεγαλύτερη προσοχή: από οικονομικής απόψεως, η πώληση ενός περιουσιακού στοιχείου κατά τη διάρκεια μιας πολύ μεγάλης αναταραχής της αγοράς σε πολύ χαμηλές τιμές είναι σχεδόν πάντα ευνοϊκή για τον πωλητή. Στην Ελλάδα, αυτό ήταν ο κανόνας κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών. Ετσι, η επιβράδυνση των ιδιωτικοποιήσεων μπορεί να δικαιολογηθεί σε κάποιον βαθμό, ακόμη και αν χρειάζεται το συντομότερο δυνατόν να υπάρξει εξισορρόπηση της οικονομίας και να δοθεί μεγαλύτερο βάρος στην ιδιωτική ιδιοκτησία.
Η σημαντικότερη κατηγορία εναντίον της τρόικας αφορά στους ισχυρισμούς ότι προσέγγισε δογματικά τη δημοσιονομική λιτότητα. Λαμβανομένου υπόψη του τεράστιου δημοσιονομικού ελλείμματος κατά την έναρξη της ελληνικής κρίσης το 2009, δεν υπήρχε άλλη επιλογή από το να ξεκινήσει μια ουσιαστική δημοσιονομική εξυγίανση. Ωστόσο, κατά το πρώτο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, ειδικά σε σχέση με τη δημοσιονομική εξυγίανση, δόθηκε πολύ μικρό βάρος στην αυστηρή εφαρμογή εκείνων των ουσιαστικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που απαιτούνταν για να ενισχυθεί το αναπτυξιακό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας το ταχύτερο δυνατόν. Επιπλέον, οι ειδικοί θα πρέπει να έχουν συνειδητοποιήσει ότι η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, αν και δεν απελευθερώνει (ακόμη) την αγορά προϊόντων (σε συνδυασμό με τις διάφορες φορολογικές αυξήσεις στον ιδιωτικό τομέα) θα καθιστούσε μια ταχεία ανάκαμψη λιγότερο πιθανή.
Από τη σημερινή σκοπιά, οι υπερβολικά αισιόδοξες οικονομικές προβλέψεις της τρόικας λειτουργούν επιπρόσθετα ως μήλο της έριδος. Και αυτή η μομφή είναι μόνο σε κάποιον βαθμό δικαιολογημένη. Πολλοί άλλοι οικονομολόγοι υποτίμησαν το πόσο βαθιά ήταν τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και πόσο θα παρεμπόδιζαν την οικονομική ανάκαμψη. Επιπλέον, η μεγάλη απώλεια εμπιστοσύνης οδήγησε σε βαθύτερη οικονομική κρίση από την αναμενόμενη. Ως αποτέλεσμα, τα φορολογικά έσοδα μειώθηκαν σημαντικά, με αποτέλεσμα οι στόχοι για το δημοσιονομικό έλλειμμα να χάνονται διαρκώς. Είναι ίσως εδώ που η τρόικα έκανε το σοβαρότερο λάθος, όταν επέμενε για πρόσθετα μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι, παρά το γεγονός ότι οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές αποδείχθηκαν πολύ μεγαλύτεροι από ό,τι αναμενόταν.
Εν κατακλείδι, αναστρέφοντας σήμερα τις μεταρρυθμίσεις, όταν επιτέλους έχουν αρχίσει να αποφέρουν αποτελέσματα, οι αγώνες των τελευταίων ετών θα μπορούσαν να καταστούν μάταιοι. Η νεοεκλεγείσα ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει κατά συνέπεια να συνεχίσει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, να αρχίσει για τα καλά να μάχεται τη διαφθορά και να κατανείμει τα φορολογικά βάρη με τρόπο κοινωνικά αποδεκτό. Με αυτό το μείγμα πολιτικής θα είναι σε θέση να καρπωθεί τις επιτυχίες των μεταρρυθμίσεων και να κάνει αυτό για το οποίο εξελέγη: να επαναφέρει την ανάπτυξη και την ευημερία στην Ελλάδα.
Ο κ. Michael Hüther είναι διευθυντής του Ινστιτούτου της Κολονίας για τη γερμανική οικονομία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ