Από την περίοδο της χούντας ήταν έντονο το φαινόμενο των ελληνοποιήσεων (βάσει του νόμου σύμφωνα με τον οποίο όποιος εκπλήρωνε στρατιωτική θητεία στην Ελλάδα, έπαιρνε και την ελληνική υπηκοότητα).
Ο πορτογάλος τεχνικός Γκόμεζ Ντε Φαρία έφερε το 1971 στα Γιάννενα μια φουρνιά αργεντινών παικτών οι οποίοι φέρεται να είχαν ελληνικές ρίζες και υπηρέτησαν στον Ελληνικό Στρατό.
Οι «ελληνοποιημένοι» Εδουάρδος Κοντογιωργάκης (Ριγκάνι), Αλφρέδος Γκλασμάνης (Γκλάσμαν), Χοσέ Παστερνάκης (Πάστερνακ), Εδουάρδος Λίσα, Χουάν Μοντέζ και Οσκαρ Αλβαρέζ δημιούργησαν ένα εξαιρετικό σύνολο που έκανε τους Ηπειρώτες να νιώθουν υπερήφανοι σε σημείο τότε που γράφτηκε και ο ύμνος από τον Αλέκο Κιτσάκη με τον τίτλο «Ο Αγιαξ της Ηπείρου», παρατσούκλι που συνόδευε από τότε τον ΠΑΣ Γιάννινα.
Ακολούθησε το μπάσκετ με τις αθρόες ελληνοποιήσεις παικτών που προέρχονταν από την πρώην Σοβιετική Ενωση και παράλληλα είχε αρχίσει το συγκεκριμένο… σπορ να επικρατεί κατά κράτος σε πάλη, στην άρση βαρών και αργότερα στο τζούντο. Τουλάχιστον από αυτά τα αθλήματα πολλοί έμειναν και δεν ήταν τουρίστες όπως οι «αμερικανοί» αθλητές του μπέιζμπολ που συγκρότησαν την εθνική του 2004.
Με τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης δεκάδες αθλητές που δεν είχαν πια στον ήλιο μοίρα επιχείρησαν μια «αθλητική μετανάστευση» ερχόμενοι στην Ελλάδα (και όχι μόνο) για εύρεση εργασίας, είτε ως παλαιστές σε κάποιο σωματείο είτε ακόμη και ως μασέρ!
Πρώτα τα σωματεία και στη συνέχεια οι ομοσπονδίες προχώρησαν στην εύκολη λύση καθώς ορισμένοι από τους αθλητές ήταν σε υψηλότερο επίπεδο και με κάποιες διακρίσεις και συνεπώς μεγάλωνε η επιχορήγηση που θα ελάμβαναν.
Δεν είναι τυχαίο ότι η πάλη ήταν με διαφορά το νούμερο ένα άθλημα σε ελληνοποιήσεις και αρκεί μια ματιά στα πανελλήνια πρωταθλήματα και στους νικητές, ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1990 και του 2000, για να το διαπιστώσει κανείς.
Οι περισσότεροι από αυτούς χάθηκαν, όπως και ο Αφταντίλ Ξανθόπουλος (5ος με τα ελληνικά χρώματα στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ το 2000) που έριξε μαύρη πέτρα πίσω του όταν αποκλείστηκε από τη διοργάνωση της Αθήνας το 2004 λόγω χρήσης ινδικής κάνναβης. Την τελευταία δεκαετία εξαφανίστηκε από κάθε εκδήλωση της πάλης ενώ έκανε παρέα πλέον μόνο με Γεωργιανούς και πρόσφατα βρέθηκε αντιμέτωπος με πολύ σοβαρές κατηγορίες για συμμετοχή σε συμμορία που έκλεβε σπίτια στη χώρα μας. Αντίθετα, ο Αμιράν Καρντάνοφ (από την Οσετία της Ρωσίας), χάλκινος ολυμπιονίκης το 2000 στο Σίδνεϊ και με 4η θέση το 2004 στην Αθήνα, και ο Αρμένης Αρτιόμ Κιουρεγκιάν (χάλκινος ολυμπιονίκης το 2004 στην Αθήνα) έμειναν κοντά στην ελληνική πάλη και συνεχίζουν να την τιμούν και αγωνιστικά και προπονητικά.
Στα 38 τους χρόνια αγωνίζονται ακόμη και τον περασμένο Νοέμβριο πήραν την πρωτιά στην κατηγορία τους στο πρωτάθλημα Ενόπλων Δυνάμεων στην Καλλιθέα, ενώ ο Καρντάνοφ πριν από λίγες ημέρες ηγήθηκε της αποστολής στο Παρίσι στο πολύ δυνατό γκραν πρι, αλλά ένας τραυματισμός στο γόνατο από τον πρώτο αγώνα του τον ανάγκασε να αποχωρήσει.
Η χρυσή γενιά της άρσης βαρών είχε χαρίσει μεγάλες στιγμές στους έλληνες φιλάθλους που είχαν βάλει από την πρώτη στιγμή την «ντριμ τιμ» και τον Χρήστο Ιακώβου στην καρδιά τους. Απλώς μετά τους Ολυμπιακούς του 2004 το οικοδόμημα άρχισε να καταρρέει και το ομαδικό ντοπάρισμα της νέας εθνικής ομάδας το 2008 ήταν ένα σοκ που άφησε ανοιχτές πληγές τόσο στο άθλημα όσο και στους φίλους του, παρά την αθώωση των εμπλεκομένων στα πολιτικά δικαστήρια.
Από την παλιά φουρνιά ο Κάχι Καχιασβίλι επέστρεψε στη Γεωργία, αν και έρχεται συχνά στην Ελλάδα, ενώ ο Λεωνίδας Σαμπάνης εκτελούσε χρέη ομοσπονδιακού τεχνικού στην Αλβανία. Μάλιστα, όταν αθλητές του βρέθηκαν ντοπέ, οι γείτονες του χρέωσαν την ευθύνη.
Ο Πύρρος Δήμας, που μιλούσε άπταιστα ελληνικά από το 1989, όταν είχε έρθει με την Εθνική Αλβανίας για ένα βαλκανικό εφήβων και είχε ξεκάθαρα τις ελληνικές ρίζες, όπως και ο Βαλέριος Λεωνίδης, δεν είναι τυχαίο ότι έμειναν μόνιμα στην Ελλάδα, ο πρώτος φτάνοντας ως και το κοινοβούλιο (και κυρίως προσπαθώντας να ανορθώσει και πάλι τη χαμένη τιμή της άρσης βαρών, αναλαμβάνοντας πρόεδρος της ελληνικής ομοσπονδίας), ενώ ο δεύτερος προτίμησε τον ρόλο του εθνικού προπονητή.

Ο παλιός και η νέα φουρνιά
Ο Ηλιάδης και το τζούντο των Γεωργιανών

Η περίπτωση του Ηλία Ηλιάδη στο τζούντο χρήζει ειδικής μελέτης. Το πραγματικό του όνομα (προτού τον υιοθετήσει εδώ ο θετός του πατέρας και ομοσπονδιακός προπονητής Νίκος Ηλιάδης) ήταν Τζαρτζίλ Ζβιανταουρί.
Μάλιστα, στην Αθήνα το 2004, όταν ο ίδιος πανηγύριζε το χρυσό μετάλλιο με την Ελλάδα (με τον πραγματικό του πατέρα να είναι συγκινημένος σε μια γωνιά σε ένα συγκλονιστικό στιγμιότυπο), ο εξάδελφός του Ζουράμπ έπαιρνε επίσης το χρυσό σε άλλη κατηγορία με τη σημαία της Γεωργίας, η οποία έχει μεγάλη σχολή στο τζούντο καθώς από την εποχή της Σοβιετικής Ενωσης παλαιστές που δεν προχωρούσαν στο άθλημα της πάλης, τους προωθούσαν στο τζούντο.
Ο Ηλιάδης αυτά τα χρόνια στην Ελλάδα, όπου παντρεύτηκε και γεννήθηκαν και τα παιδιά του, νιώθει (και το δείχνει) πιο Ελληνας ακόμη και από κάποιους γηγενείς Ελληνες. Χαρακτηρίζεται από σεμνότητα, παρά την εξαιρετική του τεχνική και αγωνιστική του κατάρτιση, που τον κάνει έναν από τους κορυφαίους τζουντόκα του κόσμου.
Αντιθέτως άλλοι που είχαν ελληνοποιηθεί απομακρύνθηκαν από τον χώρο μόλις σταμάτησαν, όπως ο Ταριέλ Ζιντιρίδης από τους πολυμεταλλιούχους με τα ελληνικά χρώματα (όπως και οι αδελφοί του Ρεβάζι και Βάζα) ή ο Γκορντέεφ. Υπάρχει όμως η νέα φουρνιά παιδιών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα ή ήρθαν στη χώρα μας σε ηλικία ενός-δύο ετών, όπως ο Γιώργος Αζωίδης, ο Ρομάν Μουστόπουλος και ο Αλέξης Ντανατσίδης που μόνο την τελευταία τετραετία μετρούν μια ντουζίνα μετάλλια σε παγκόσμιες και ευρωπαϊκές διοργανώσεις και αποτελούν τη βάση για την επόμενη ημέρα του ελληνικού τζούντο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ