Στη μάχη με τη νέα ελληνική κυβέρνηση η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και ιδιαίτερα ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε παραμένουν σκληροί: μεγάλες ελαφρύνσεις του χρέους ή περισσότερο το «κούρεμά» του δεν θα υπάρξουν. Φροντίζουμε για την «αξιοπιστία της Ευρώπης» λέει η καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ –έτσι ονομάζεται η συνέχιση μιας βάναυσης πολιτικής περικοπών.
Ο στόχος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης είναι: πρώτον, από άποψη αρχής, να επιβάλει σε άλλες χώρες όρους που θα πρέπει κατόπιν αυτές να εφαρμόσουν· δεύτερον, δεν θέλει να διακόψει το πρόγραμμα για την Ελλάδα επειδή με αυτό θα ομολογούσε το ναυάγιό του· και, τρίτον, δεν θέλει να ενδώσει έναντι της Αθήνας επειδή κατόπιν θα ζητούσαν και άλλες χώρες την αλλαγή της πολιτικής των περικοπών.
Τα αντεπιχειρήματα του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορούν πάλι να αναιρεθούν: πρώτον, πρέπει να καταπολεμηθεί η ανθρωπιστική κρίση –κρίση που δεν αμφισβητεί κανείς· δεύτερον, πρέπει να μετριασθεί το καθεστώς λιτότητας που αποδεδειγμένα έχει οδηγήσει τη χώρα στην καταστροφή· και, τρίτον, η κυβέρνηση Τσίπρα θέλει να καλέσει τους πλούσιους να πληρώσουν περισσότερα.
Ακόμη και αν η ελληνική κυβέρνηση κατορθώσει να συμφωνήσει με την Ευρωπαϊκή Ενωση ως τον Ιούνιο του 2015 για βασικά σημεία αυτής της στρατηγικής, παραμένει ένα θεμελιακό πρόβλημα: το αν θα καταφέρει να επιτύχει με τέτοια μέτρα την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Αυτό είναι αμφίβολο. Και αυτό επειδή το πρόβλημα δεν βρίσκεται στην Ελλάδα ή σε άλλες από την κρίση πληττόμενες χώρες, αλλά στη Γερμανία!
Ο δείκτης για την ανταγωνιστικότητα προκύπτει από την εκάστοτε εθνική παραγωγικότητα και την εξέλιξη των μισθών: ο συνδυασμός τους εκφράζεται με τα κόστη εργασίας ανά τεμάχιο παραγωγής. Στη Γερμανία τα κόστη αυτά αυξήθηκαν από το 2000 ως το 2013 κατά 11%, στις άλλες χώρες κατά 20% ως 30% –δηλαδή, στο διπλάσιο και πλέον. Ακόμη και η βάναυση συμπίεση των μισθών στην Ελλάδα της κρίσης κατέβασε τα κόστη ανά κομμάτι «μόνο» στο 17% σε σύγκριση με το 2000 –το επίπεδό τους παρέμεινε έτσι και πάλι υψηλότερο από εκείνο στη Γερμανία.
Η αιτία για την άνιση εξέλιξη είναι το γερμανικό ντάμπινγκ στους μισθούς τα 15 τελευταία χρόνια. Με την Agenda 2010 επιβλήθηκε στη Γερμανία μια βάναυση απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και μαζί με αυτό μια αποδυνάμωση των συνδικάτων. Ενδιαμέσως πωλείται ως επιτυχία το γεγονός ότι ο μέσος πραγματικός μισθός ενός απασχολουμένου επανήλθε στο επίπεδο του 2008. Αν η άνοδος των πραγματικών μισθών είχε συμβαδίσει με την αύξηση της παραγωγικότητας, τότε οι ίδιοι μισθοί θα ήταν σήμερα κατά 16% υψηλότεροι και οι απασχολούμενοι δεν θα είχαν χάσει από το 2000 περισσότερο από ένα τρισεκατομμύριο ευρώ.
Ετσι, από τη μια η ανταγωνιστικότητα των γερμανικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό είναι συντριπτική, από την άλλη οι γερμανικές εισαγωγές είναι πολύ μικρές λόγω της περιορισμένης αγοραστικής δύναμης. Και δυστυχώς αυτό αποβαίνει μοιραίο για τις χώρες της ευρωζώνης που συνεχίζουν να στενάζουν κάτω από τον άδικο ανταγωνισμό. Συγχρόνως η Γερμανία συνεχίζει να έχει ένα δραματικό εμπορικό πλεόνασμα –το 2015 θα έχει ανεβεί σε 2 τρισ. ευρώ με αφετηρία το 2000. Σε αυτό αντιστοιχεί στις άλλες χώρες, επομένως και στην ευρωζώνη, ένα εξίσου μεγάλο έλλειμμα στο εξωτερικό εμπόριο και κατά ακολουθία μια περαιτέρω χρέωση. Ο Σόιμπλε κάνει απόλυτο λάθος όταν λέει: «Οι αιτίες της κρίσης βρίσκονται στην Ελλάδα και όχι στην Ευρώπη και ακόμη λιγότερο στη Γερμανία». Αυτό είναι υπεροπτική άγνοια!
Ως τώρα γίνεται συζήτηση μόνο για την κρίση στην Ελλάδα, για τα λάθη της ή τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Η ελληνική κυβέρνηση θα έπρεπε όμως να θεματοποιήσει επιθετικότερα τη γερμανική ευθύνη για τον αθέμιτο ανταγωνισμό και τα χρέη.
Αν η Ελλάδα επιμείνει να θέλει χρήματα από το Eurogroup, τότε η Ιταλία, η Γαλλία, η Πορτογαλία και η Ισπανία θα τείνουν να συντάσσονται πάντα με τον Σόιμπλε. Μόνο με μια συζήτηση για την αυτουργία της Γερμανίας στην κρίση θα μπορέσει να πάρει με το μέρος της τις άλλες χώρες που επίσης υποφέρουν στην αντιπαράθεση με τη γερμανική κυβέρνηση. Σε περίπτωση εκλογικής νίκης του Podemos το φθινόπωρο στην Ισπανία θα μπορούσε να ισχυροποιηθεί μια τέτοια συμμαχία.
Ο κ. Μίχαελ Σλεχτ είναι εκπρόσωπος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Linke (Αριστεράς) σε θέματα οικονομίας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ