«Το πρόβλημά μας δεν είναι τι γίνεται μέχρι τις εκλογές. Θα αντέξουμε. Το ερώτημα είναι τι θα ακολουθήσει την 25η Ιανουαρίου». Με τη φράση αυτή σχολίαζε κορυφαίος τραπεζίτης τη συμπεριφορά των καταθετών δύο εβδομάδες πριν από την τελευταία εκλογική αναμέτρηση. Οι φόβοι του τελικώς επαληθεύτηκαν. Τα επίπεδα ρευστότητας στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα όχι μόνο δεν σταμάτησαν να υποχωρούν μετά τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης, αλλά συνέχισαν να μειώνονται με επιταχυνόμενους ρυθμούς.
€12 δισ. τον Ιανουάριο


Η σωρευτική πτώση των μεγεθών από τα τέλη Δεκεμβρίου έως σήμερα έχει ξεπεράσει κατά πολύ τις εκροές των 18 δισ. ευρώ που σημειώθηκαν μεταξύ 7ης Μαΐου και 15ης Ιουνίου του 2012, στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των δύο εκλογών εκείνης της χρονιάς. Σύμφωνα με εκτιμήσεις τραπεζικών στελεχών, τα υπόλοιπα των καταθέσεων «φλερτάρουν» πλέον με τα επίπεδα των 140 δισ. ευρώ, επιστρέφοντας στο… μακρινό 2005. Από τα τέλη του περασμένου Δεκεμβρίου έχουν καταγραφεί εκροές που ξεπερνούν τα 22 δισ. ευρώ. Από το ποσό αυτό, τα 4 δισ. ευρώ διέρρευσαν τον Δεκέμβριο, 12 δισ. ευρώ τον Ιανουάριο και περίπου 6-7 δισ. ευρώ τις πρώτες τρεις εβδομάδες του Φεβρουαρίου.
Επιτάχυνση…


«Η εμπιστοσύνη έχει δεχθεί πολύ μεγάλο πλήγμα. Μόλις διαφαίνεται ότι Ευρώπη και Ελλάδα οδεύουν προς συμφωνία τα πράγματα ηρεμούν. Για να μεταβληθούν προς το χειρότερο όταν φαντάζει ως επικρατέστερο σενάριο η ρήξη» υπογραμμίζει τραπεζική πηγή. Σύμφωνα με τον ίδιο, «τα επίπεδα αναλήψεων, οι παραγγελίες για μετρητά και το πρόωρο σπάσιμο προθεσμιακών λογαριασμών κινούνται ανάλογα με τις προοπτικές ενός deal με τους Ευρωπαίους».
Αμέσως μετά την αποτυχία του Eurogroup της Δευτέρας να καταλήξει σε ένα κοινό ανακοινωθέν για την Ελλάδα, οι αναλήψεις επιταχύνθηκαν, ανατρέποντας τη σχετικά ήρεμη εικόνα των προηγούμενων ημερών. Οι μεγαλύτερες εκροές σημειώθηκαν Τετάρτη και Παρασκευή, φτάνοντας σε ημερήσια βάση τα 700 εκατ. ευρώ. Εκτιμάται ότι την περασμένη εβδομάδα οι απώλειες κινήθηκαν μεταξύ 3 – 3,5 δισ. ευρώ.
Σε χαρτονομίσματα


Σύμφωνα με γενικό διευθυντή συστημικού ομίλου, το 60% των αναλήψεων από τον περασμένο Δεκέμβριο έχει γίνει σε χαρτονομίσματα. Εκτιμάται ότι περισσότερα από 13 δισ. ευρώ βρίσκονται σε τραπεζικές θυρίδες και προσωπικές κρυψώνες. Ποσοστό 25%-30% των καταθέσεων έχει τοποθετηθεί σε αμοιβαία κεφάλαια ξένων οίκων, με θεματοφυλακή εκτός Ελλάδος, κυρίως διαχείρισης διαθεσίμων και δευτερευόντως ομολογιακά, καθώς και σε κρατικά ομόλογα της Δυτικής Ευρώπης ή σε τίτλους της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων. Τέλος, το 10%-15% των διαρροών κατέληξαν σε τράπεζες στο εξωτερικό. Πρόκειται κυρίως για καταθέτες που είχαν ανοίξει λογαριασμούς εκτός Ελλάδος τα προηγούμενα χρόνια.
Οι τραπεζίτες αγωνιούν για την επόμενη της συμφωνίας με την ΕΕ. «Ακόμη και την εξάμηνη παράταση στο πρόγραμμα να εξασφαλίσει η κυβέρνηση, αυτό δεν σημαίνει αυτόματα ότι θα αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη. Το επόμενο διάστημα θα είναι δύσκολο αν δεν διαφανεί ότι υπάρχει προοπτική για μία οριστική λύση στο ελληνικό ζήτημα» σημειώνει έμπειρο τραπεζικό στέλεχος.
Στο πλαίσιο αυτό, κρίσιμη για την ευστάθεια του τραπεζικού συστήματος είναι η στήριξή του από τους μηχανισμούς του Ευρωσυστήματος. Αυτή τη στιγμή οι ελληνικές τράπεζες μπορούν να δανειστούν από το έκτακτο εργαλείο χρηματοδότησης της Τράπεζας της Ελλάδος (ELA) έως και 68,5 δισ. ευρώ, ποσό που θα χρειαστεί προς τα πάνω αναθεώρηση εάν συνεχιστεί η μείωση των καταθέσεων. Εναλλακτικός τρόπος χρηματοδότησης πέραν του ELA και της επιβολής περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων δεν υπάρχει.
Η βοήθεια από το Ευρωσύστημα πάντως δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη, καθώς για να συνεχίσει να την παρέχει η ΕΚΤ έχει θέσει ως προϋπόθεση η Ελλάδα να βρίσκεται σε πρόγραμμα. Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας ζήτησε την περασμένη εβδομάδα από το δ.σ. της ΕΚΤ να αυξηθεί ο ELA κατά 10 δισ. ευρώ, ωστόσο αποφασίστηκε η αύξησή του κατά μόλις 3,3 δισ. ευρώ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ