Το επετειακό φιλμ του ΕΟΤ για τα 100 χρόνια του ελληνικού τουρισμού με τίτλο «Gods, Myths, Heroes» σχολιάστηκε για την αισθητική του αλλά και για το οπτικό υλικό που χρησιμοποιήθηκε (πλάνα από τη ναζιστική διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 1936, παραλίες της Αυστραλίας λανσαρισμένες ως ελληνικές, φωτογραφίες χωρίς δικαιώματα). Εδώ θα ήθελα να σταθώ περισσότερο στο περιεχόμενο του εν λόγω βίντεο, το οποίο ξεκινάει με έναν μεσήλικο αμερικανό συγγραφέα, μεγαλωμένο αρχικά με δεινόσαυρους και καουμπόηδες, προτού υποκύψει στη γοητεία της ελληνικής μυθολογίας, να επιστρέφει στο γραφείο του με φόντο τη φωτισμένη Νέα Υόρκη έπειτα από παραμονή ενός χρόνου στην Ελλάδα.
Το 11λεπτο βίντεο, με κεντρική ιδέα το φως, βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην Αρχαιότητα και μόνο βιαστικά στο τέλος παρουσιάζει μια απρόσκοπτη μετάβαση στον χριστιανισμό, που σηκώνει αρκετή συζήτηση, με τους «παλιούς θεούς να παίρνουν νέα ονόματα». Στο βίντεο γενικά κυριαρχούν οι θεοί (οι ήρωες είναι σχεδόν απόντες) και προτείνεται έμμεσα ότι ακόμη επιβιώνουν καθώς αναδύονται μέσα από το ελληνικό τοπίο, με τον Διόνυσο ωσεί παρόντα στον σύγχρονο τρύγο. Ολα αυτά μας πάνε πίσω στο 1910, στο κλασικό έργο του J.C. Lawson «Modern Greek folklore and ancient Greek religion: Α study in survivals».
Το παρόν στο βίντεο υπάρχει μόνο μέσω του φωτός και του τοπίου. Είναι σαν τη χώρα να την κατοικούν μόνο θεοί και όχι πραγματικοί άνθρωποι. Το βίντεο δεν προσφέρει μια νέα εικόνα της Ελλάδας, μια πολυπρισματική και αντιθετική σύνθεση, αλλά επιμένει στα τετριμμένα και στις γνωστές αντιθέσεις λόγου και ανορθολογισμού, δημοκρατίας και τυραννίας. Ενώ θέλει να προβάλει το πνεύμα και τον πολιτισμό, τονίζει περισσότερο τη βιωματική αίσθηση, προσπαθώντας να συνδυάσει την προσφορά της αρχαίας Ελλάδας στον κόσμο, την αποθέωση του ελληνικού φωτός και του τοπίου και μια κολοβή πολιτισμική συνέχεια που σταματάει στις βυζαντινές εκκλησίες και στα μοναστήρια. Το μόνο καλό είναι ότι δεν επιμένει μόνο στα νησιά και στις παραλίες αλλά δείχνει και βουνά (ενδεχομένως λόγω του Δία).
Η προβολή της Ελλάδας βασίζεται σε ένα μάλλον παρωχημένο μοντέλο περί φωτοδότη Ελληνισμού και οικουμενικότητας του ελληνικού πολιτισμού, απέναντι στο οποίο αρκετοί ξένοι στέκονται πλέον σκεπτικιστικά, καθώς σήμερα οι οικουμενικές αξιώσεις αντιμετωπίζονται καχύποπτα σε όλον τον κόσμο ως συγκεκαλυμμένος πολιτισμικός ιμπεριαλισμός και πολλά δεδομένα για την ελληνική αρχαιότητα αναθεωρούνται. Τον περασμένο Ιούλιο στην ιστοσελίδα του BBC φιλοξενήθηκε ένα κείμενο του καθηγητή της Οξφόρδης Armand d’ Angour με τίτλο «Πόσο πραγματικοί είναι οι θρύλοι των Ελλήνων;». Το δημοσίευμα θεωρήθηκε επιθετικό από τον ελληνικό Τύπο και το BBC κατηγορήθηκε ότι ξαναγράφει την ιστορία, κανείς όμως στην Ελλάδα δεν βγήκε τεκμηριωμένα να απαντήσει σε όσα υποστήριξε ο Angour.
Η θεωρία περί περιούσιας και ωραιότερης χώρας του κόσμου ηχεί σοβινιστικά και η επιμονή στην ελληνική εξαιρετικότητα μπορεί να έχει τα αντίθετα αποτελέσματα. Η προβολή μιας χώρας εξαρτάται από το τι θέλει να πετύχει και πόσο την ενδιαφέρουν τα αποτελέσματα της προβολής. Αν ο στόχος είναι η προσέλκυση τουριστών, τότε τέτοια βίντεο καλό θα ήταν να στηρίζονται σε συστηματική έρευνα της ξένης αγοράς και να αξιοποιούν το τι βρίσκουν ενδιαφέρον οι ξένοι στην Ελλάδα και όχι το τι θα ήθελαν οι Ελληνες να προβάλουν. Αυτό μπορούν να το κάνουν με άλλους τρόπους. Το ξέρουμε, άλλωστε, και από τη λογοτεχνία· ό,τι άρεσε στους Ελληνες δεν άρεσε απαραίτητα στους ξένους.
Αλλά και πάλι το τουριστικό κοινό δεν είναι ομοιογενές καθώς ο τουρίστας των υψηλών βαλαντίων δεν έχει τίποτε το κοινό με τον νεαρό που θα πάει στα Μάλια να ξεδώσει και ελάχιστα τον ενδιαφέρουν τα μουσεία. Μπορεί η Αρχαιότητα να θεωρείται το σήμα κατατεθέν της Ελλάδας, αλλά η χώρα δεν μπορεί να στηρίζεται αποκλειστικά στο παρελθόν. Τα εκατομμύρια τουρίστες που προσγειώνονται στο Ηράκλειο αμφιβάλλω αν μαθαίνουν ποτέ ποιος ήταν ο Καζαντζάκης, το όνομα του οποίου φέρει το αεροδρόμιό του.
O κ. Δημήτρης Tζιόβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Αγγλίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ