Στον 45ο νότιο παράλληλο, σε έναν τόπο που βιώνει τις εποχές με ακραίο τρόπο λόγω του κλίματος, παρά τις προβλέψεις των ειδικών πως η περιοχή ήταν ακατάλληλη για παραγωγή εμπορικών κρασιών, εντοπίζεται ο νοτιότερος αμπελώνας του κόσμου, ο αμπελώνας του Σέντραλ Οτάγκο. Βρίσκεται στο εσωτερικό της ενδοχώρας του νοτιότερου από τα δύο μεγάλα νησιά που αποτελούν τη Νέα Ζηλανδία, σε ένα αμπελοτόπι περιτριγυρισμένο από ψηλές οροσειρές, λίμνες αλλά και φαράγγια με ποταμούς, όπου η φύση φαίνεται να ξεπερνά τον εαυτό της. Πρόκειται για τον πιο καυτό (μέγιστη καταγεγραμμένη θερμοκρασία 38,7οC), πιο κρύο (ελάχιστη θερμοκρασία -21,6οC, συνήθως δεν υπερβαίνει τους -10οC), αλλά και πιο ξηρό αμπελώνα της Νέας Ζηλανδίας.

Εκεί στον Νότο

Η παντελής απουσία βροχών κατά την περίοδο ενός πολύ ζεστού καλοκαιριού που ευνοεί την ωρίμανση των σταφυλιών και οι τεράστιες διαφορές θερμοκρασίας ανάμεσα στην ημέρα και τη νύχτα, από τους 30οC στους 0οC, καθυστερούν την ωρίμανσή τους, με αποτέλεσμα τα αρώματα και η οξύτητα να διατηρούνται καλύτερα. Σε συνδυασμό με τις μοντέρνες οινικές τεχνικές που εφαρμόζουν οι οινοποιοί – ούτε 20 χρόνια δεν μετράει η αμπελουργική ζώνη – παρασκευάζονται κρασιά με μοναδικούς οργανοληπτικούς χαρακτήρες.

Η ποικιλία Pinot Νoir, που λατρεύει τις ψυχρές νύχτες και αναζητεί σχεδόν μετά βουλιμίας τις ζεστές ημέρες, καλλιεργείται ιδανικά και αποτελεί σχεδόν τα 2/3 του συνόλου της παραγωγής. Τα κρασιά είναι εντυπωσιακά. Σε χρώμα έντονο, βαθύ πορφυρό με πληθωρικά αρώματα – το πρωτογενές φρούτο της ποικιλίας κυριαρχεί – και στο στόμα πλούσια, ρωμαλέα και βελούδινα. Η μεγάλη διαρκής και ισορροπημένη επίγευση προσυπογράφει την υψηλή ποιότητα.

Ομως τα αξιοπερίεργα στη Νέα Ζηλανδία δεν σταματούν μόνο στον αμπελώνα του Σέντραλ Οτάγκο. Λίγο βορειότερα, στην ανατολική πλευρά της οροσειράς των Νότιων Αλπεων που διατρέχει το Νότιο Νησί, προστατευμένη από τους αέρηδες, βρίσκεται η περιοχή του Μάλμπορο. Εδώ, το λευκό σταφύλι, Sauvignon Blanc, έχει σαν φύλακα άγγελό του ένα γηγενές είδος γερακιού (ka-rearea) που οι αμπελουργοί εκτρέφουν σαν οικόσιτο μέσα στα αμπέλια με σκοπό την προστασία από μικρότερα ζώα (τρωκτικά) ή άλλα πουλιά. Από το 2005 μάλιστα το υπουργείο Γεωργίας και Δασών της Νέας Ζηλανδίας χρηματοδοτεί πρόγραμμα που χρησιμοποιεί τα γεράκια για τον έλεγχο των πτηνών τα οποία βλάπτουν τα σταφύλια και δρουν ως παράσιτα στα αμπέλια.

Του Βορρά και της βροχής

Και από το νότιο άκρο της Γης, σε αυτό του Βορρά, στην υγρή και ομιχλώδη Αγγλία που επιτέλους, ξεπερνώντας τα «όρια» της αμπελοκαλλιέργειας (από τον 30ό ως τον 50ό Β παράλληλο), καταφέρνει να δικαιώσει τον διακαή πόθο των κατοίκων της να παραγάγουν κρασί. Στην οινική ιστορία της αναφέρεται ότι το αμπέλι και το κρασί είναι κληρονομιά από την κατοχή των Ρωμαίων. Ωστόσο, κάποια ακραία κλιματική αλλαγή στο τέλος του 1ου αιώνα μ.Χ. περιόρισε πολύ την αμπελοκαλλιέργεια καθιστώντας την ως και αδύνατη σε κάποιες περιοχές. Μια μικρή παραγωγή συνεχίστηκε ως τα μεσαιωνικά χρόνια, αρχικά στα μοναστήρια και στη συνέχεια στα χέρια των ευγενών. Μετά την αποίκηση των Νορμανδών (1000 μ.Χ.) και για τα επόμενα 300 χρόνια, η αμπελοκαλλιέργεια και η παραγωγή κρασιού φαίνεται πως εξελίχθηκαν. Αλλά καθώς τα μοναστήρια ήταν οι κύριοι παραγωγοί, όταν αυτά διαλύθηκαν από τον Ερρίκο Η’ (το 1536), το ντόπιο κρασί έχασε τον χαρακτήρα του. Η μεταστροφή και πάλι του κλίματος σε πιο υγρό, επομένως και πιο ευνοϊκό για μυκητολογικές ασθένειες του αμπελιού, αλλά κυρίως η ενασχόληση των Αγγλων με τη μεταποίηση και την εμπορική εκμετάλλευση των εισαγόμενων γαλλικών Bordeaux, των πορτογαλικών Porto και των ισπανικών Sherry και Rioja, καθόρισε για τα επόμενα χρόνια την οινική πορεία της χώρας. Στην κάλυψη των αναγκών για κρασί από τα εισαγόμενα σημαντικό ρόλο έπαιξε και η μείωση της φορολογίας (κοντά στο 1/5 της τιμής), δίνοντας έτσι το τελειωτικό χτύπημα στην εγχώρια παραγωγή. Και παρόλο που οι πειραματισμοί για καλλιέργεια σταφυλιών και παραγωγή κρασιών στις νότιες περιοχές της χώρας δεν έλειψαν, η εκμετάλλευση της γης από πλέον αποδοτικές επενδύσεις παραγκώνισε την αμπελουργία στο σύνολό της για περίπου 600 χρόνια. Μόνο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Αγγλία άρχισε να επιδίδεται σταδιακά στην αμπελοκαλλιέργεια και την παραγωγή κρασιών και πολλά μικρά οινοποιεία άρχισαν να εμφανίζονται στη Νότια Αγγλία και τη Νότια Ουαλία.

Νέοι ορίζοντες

Η θερμοκρασία του πλανήτη ανεβαίνει και αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αλλαγή του παγκόσμιου οινικού χάρτη. Η παραγωγή υψηλής ποιότητας κρασιών στην Αγγλία, που κάποτε ίσως φάνταζε ως και αδύνατη, είναι πλέον αισθητή, αφού τα τελευταία χρόνια η χώρα έχει αποσπάσει διεθνείς διακρίσεις, τόσο με τα αφρώδη όσο και με τα γλυκά κρασιά της. Στον 21ο αιώνα οι αμπελώνες εξαπλώνονται και σε περιοχές της Βόρειας Αγγλίας, όπως το Λάνκασαϊρ, υπερεκτείνοντας τα όρια που μέχρι τώρα η φύση έθετε στον άνθρωπο και το φυτό. Από τις ποικιλίες σταφυλιών που καλλιεργούνται ξεχωρίζει το Wrotham Pinot, γηγενής ποικιλία, ταυτοποιημένος κλώνος του Pinot Νoir, με 2.000 χρόνια Ιστορίας. Αν και οι προσπάθειες των άγγλων οινοπαραγωγών αποτελούν υπέρβαση σε ακραίες συνθήκες καλλιέργειας, εν τούτοις στο βιβλίο Γκίνες τη θέση για τη βορειότερη καλλιέργεια στον κόσμο κατέχει η Λετονία, με μια μικρή παραγωγή που αποσπά την προσοχή της αμπελοοινικής κοινότητας.



Στους αμπελώνες του Μάλμπορο, στο Νότιο Νησί της Νέας Ζηλανδίας, που είναι προστατευμένοι από τους αέρηδες, καλλιεργείται η ποικιλία Sauvignon Blanc.

*Δημοσιεύθηκε στο BΗΜΑ GOURMET την Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014.