Το έβδομο «δώρο» από την ημέρα που ανέλαβε τα ηνία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), το φθινόπωρο του 2011, έκανε πριν από λίγες ημέρες ο Μάριο Ντράγκι στους έλληνες δανειολήπτες. Το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωτράπεζας στη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου προχώρησε στην περικοπή του βασικού επιτοκίου του ευρώ κατά 10 μονάδες βάσης στο ιστορικό χαμηλό του 0,05%.
Πρόκειται για μία απόφαση που επηρεάζει άμεσα το κόστος χρήματος στην εγχώρια τραπεζική αγορά, δεδομένου ότι η πλειονότητα των στεγαστικών και επιχειρηματικών δανείων είναι συνδεδεμένη με το ευρωεπιτόκιο και με τους διατραπεζικούς δείκτες Euribor.
Η επίδραση πάντως του νέου πακέτου μέτρων που ανακοίνωσε ο κ. Ντράγκι δεν αναμένεται να είναι η ίδια στο σύνολο των τραπεζικών προϊόντων. Σε κάθε περίπτωση οι περισσότερο ευνοημένοι είναι όσοι έλαβαν στο παρελθόν χρηματοδότηση μέσω στεγαστικού δανείου, καθώς και επιχειρήσεις ή ελεύθεροι επαγγελματίες που αποπληρώνουν δάνεια κεφαλαίου κίνησης.
Σε αυτές τις κατηγορίες δανείων οι περισσότερες συμβάσεις έχουν συναφθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο συνδεδεμένο είτε με το βασικό επιτόκιο του ευρώ είτε με τους διατραπεζικούς δείκτες Euribor. Ως εκ τούτου, οι μεταβολές στη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ περνούν άμεσα στις δόσεις, αρχής γενομένης από τον ερχόμενο μήνα.
Πιστωτικές κάρτες


Στον αντίποδα, υπάρχουν προγράμματα τα οποία μπορεί να επηρεάζονται λιγότερο ή και καθόλου από τις περικοπές στα ευρωπαϊκά επιτόκια. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται τα προϊόντα σταθερού επιτοκίου, αλλά και όσα έχουν ετήσιο κόστος διοικητικά καθοριζόμενο από την τράπεζα που τα έχει χορηγήσει. Αυτό ισχύει κυρίως για δάνεια στην καταναλωτική πίστη, όπου ακόμη και όταν το επιτόκιο είναι κυμαινόμενο, οι αποφάσεις της ΕΚΤ μπορεί να μην έχουν καμία επίπτωση στην τελική επιβάρυνση του πελάτη.
Ιδια επιτοκιακή πολιτική εφαρμόζεται και στις πιστωτικές κάρτες, τα επιτόκια των οποίων δεν «παρακολουθούν» πάντα ή ισόποσα τις μεταβολές των δεικτών της Ευρωτράπεζας.
Από την άλλη πλευρά, στην επιχειρηματική πίστη, ειδικά στις ανοιχτές πιστώσεις, επειδή είναι σύνηθες το περιθώριο κέρδους των τραπεζών να μεταβάλλεται ανεξάρτητα από την πορεία των επιτοκίων στην ευρωζώνη, λόγω άλλων παραγόντων, π.χ. κίνδυνος κλάδου, η ωφέλεια για τον δανειολήπτη μπορεί να αντισταθμίζεται, περιορίζοντας με αυτόν τον τρόπο τη μείωση της δόσης.
Η 15η μείωση


Οι πλέον ευνοημένοι δανειολήπτες της τελευταίας εξαετίας είναι αναμφισβήτητα όσοι αποπληρώνουν στεγαστικό δάνειο κυμαινόμενου επιτοκίου. Είναι ενδεικτικό ότι από τον Οκτώβριο του 2008 έχουν δει τη δόση τους να μειώνεται κατά τουλάχιστον 15 φορές, όσες είναι και οι περικοπές του βασικού επιτοκίου του ευρώ μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Οπως επισημαίνουν τραπεζικά στελέχη, πρόκειται για την πλειονότητα των στεγαστικών δανείων που χορηγήθηκαν την περίοδο από το 2003 ως το 2007 και τα οποία είτε αποπληρώνονταν εξαρχής με κυμαινόμενο επιτόκιο είτε ξεκίνησε η αποπληρωμή τους με σταθερό επιτόκιο διάρκειας ενός ως πέντε ετών και πλέον έχουν «γυρίσει» σε επιτόκιο ΕΚΤ ή Εuribor πλέον ενός περιθωρίου που μπορεί να ξεκινά ακόμη και από το 1%.
Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της ελάφρυνσης, εξετάζεται η εξέλιξη της μηνιαίας δόσης για μία οφειλή της τάξεως των 100.000 ευρώ, που εξοφλείται με επιτόκιο ΕΚΤ πλέον περιθωρίου 2%. Με το ευρωεπιτόκιο στο 4,25% τον Ιούλιο του 2008, η δόση ανερχόταν στα 660 ευρώ. Τον ερχόμενο μήνα το τελικό επιτόκιο του δανείου θα φτάσει στο 2,05% και η δόση θα υποχωρήσει στα 426 ευρώ, χαμηλότερα κατά 35% σε σχέση με έξι χρόνια νωρίτερα.
Τα καταναλωτικά


Από την άλλη πλευρά πάντως, στην καταναλωτική πίστη τα πράγματα δεν είναι και τόσο ξεκάθαρα. Τα περισσότερα δάνεια της κατηγορίας έχουν δοθεί με σταθερό επιτόκιο, ενώ όπου τα επιτόκια είναι κυμαινόμενα καθορίζονται διοικητικώς από τις τράπεζες, γεγονός που δεν διασφαλίζει την αυτόματη προσαρμογή τους. Αν και τα πιστωτικά ιδρύματα είναι υποχρεωμένα να αλλάζουν το κόστος δανεισμού βάσει της γενικότερης πορείας της αγοράς χρήματος και κεφαλαίων, σε αρκετές περιπτώσεις τα τελευταία χρόνια δεν καταγράφηκε ισόποση περικοπή στα επιτόκια των εν λόγω προγραμμάτων.


Αποταμίευση
Περιορίζονται οι αποδόσεις των καταθετικών προγραμμάτων

Οι μειώσεις στα ευρωεπιτόκια λειτουργούν σε βάρος του αποταμιευτικού κοινού.
Μετά από κάθε μείωση του επιτοκίου της ΕΚΤ οι τράπεζες προχωρούν σε προς τα κάτω αναθεώρηση των αποδόσεων που προσφέρουν σε σειρά καταθετικών προγραμμάτων, κυρίως σε λογαριασμούς πρώτης ζήτησης. Μπορεί στις περισσότερες περιπτώσεις οι περικοπές αυτές να είναι μικρότερες από τις αντίστοιχες μεταβολές του παρεμβατικού επιτοκίου της Ευρωτράπεζας, ωστόσο περιορίζουν περαιτέρω την ήδη πολύ μικρή ανταμοιβή της πλειονότητας των τρεχούμενων λογαριασμών και του Ταμιευτηρίου.
Από την άλλη πλευρά, στις προθεσμιακές καταθέσεις έχει καταγραφεί σημαντική αποκλιμάκωση των αποδόσεων τα τελευταία τρίμηνα και πλέον η πλειονότητα των προϊόντων προσφέρει επιτόκια που δεν ξεπερνούν το 2%, ανεξαρτήτως ποσού κατάθεσης.
Η τελευταία προς τα κάτω αναπροσαρμογή των επιτοκίων στους λογαριασμούς μισθοδοσίας έγινε στις αρχές Αυγούστου. Αν και ο στόχος των τραπεζών είναι η υποχώρηση των αποδόσεων στα επίπεδα του 1,50% έως και το α’ τρίμηνο του 2015, οι εκκρεμότητες με τα stress tests που διενεργεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και με την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας δεν αφήνουν στην παρούσα φάση πολλά περιθώρια κινήσεων.
Εάν υπάρξουν μειώσεις μέχρι και το τέλος Οκτωβρίου, θα κινούνται σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Η πορεία τους στη συνέχεια θα εξαρτηθεί από το αποτέλεσμα των ασκήσεων αντοχής, από τις οποίες θα φανεί πόσο καλά κεφαλαιοποιημένος είναι ο εγχώριος τραπεζικός κλάδος, αλλά και από το γενικότερο πολιτικό και οικονομικό κλίμα στη χώρα μας.
Οπως επισημαίνουν τραπεζικά στελέχη, εάν τα πράγματα κυλήσουν ομαλά και συνεχιστεί η πορεία ανάκαμψης στην οποία έχει εισέλθει η ελληνική οικονομία, τότε τα τρέχοντα επίπεδα επιτοκίων στους λογαριασμούς προθεσμίας θα αποδειχθούν σε λίγους μήνες ευκαιρία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ