Κατά δήλωσή του είναι πια «μέλος της ανώτερης τάξης, όχι τόσο της μεσαίας». Δεν θα το καταλάβαινε κανείς από τα βιβλία του. Ο 56χρονος Ιρβιν Γουέλς εξακολουθεί να γράφει για τους αλλοτριωμένους εκείνους ήρωες της εργατικής τάξης, τους βουτηγμένους στα ναρκωτικά, στο σεξ, στο ποτό, στη βία και στη μικροεγκληματικότητα, με τους οποίους έγινε διάσημος από το «Trainspotting» στη δεκαετία του ’90.
Με σπίτια στη Βραζιλία, στο Μαϊάμι, στο Δουβλίνο (το οποίο απέτυχε να πουλήσει έναντι 950.000 ευρώ προ κρίσης) και μόνιμη κατοικία στο Σικάγο, θα μπορούσε άνετα να αφήσει πίσω του το Εδιμβούργο, τόσο τη σημερινή αναπτυσσόμενη πρωτεύουσα μιας Σκωτίας που συζητεί σοβαρά την ανεξαρτησία της από το Ηνωμένο Βασίλειο όσο και την τραυματισμένη από τον θατσερισμό πόλη της νεότητάς του. Ωστόσο, ο Γουέλς συνηθίζει να μιλάει για τον εαυτό του με την ίδια ειλικρίνεια που οι χαρακτήρες του ομολογούν τις αμαρτίες τους σε άπταιστη σκωτσέζικη διάλεκτο: «Είμαι ένας τζέντλεμαν με ελεύθερο χρόνο» έλεγε το 2006 στην «Daily Mail». «Γράφω, κοιτάζω τον κήπο από το παράθυρό μου, απολαμβάνω το διάβασμα, λατρεύω την πυκνότητα και την περιπλοκότητα της Τζέιν Οστεν και της Τζορτζ Ελιοτ, ακούω μουσική, ταξιδεύω».
Ομως το εύπορο παρόν, προϊόν εννέα μυθιστορημάτων, τεσσάρων συλλογών διηγημάτων, εννέα σεναρίων για τον κινηματογράφο και δύο θεατρικών έργων, δεν ξορκίζει ούτε το δύσκολο παρελθόν ούτε τις σταθερές πολιτικές απόψεις. Γι’ αυτό και στο «Skagboys» (εκδ. Οξύ), το οποίο πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά, επιστρέφει στη χαμένη νεολαία της δεκαετίας του ’80, εκείνη που βίωσε την έξωση από το βρετανικό κράτος πρόνοιας στη ζούγκλα της απορρυθμισμένης αγοράς, που πέρασε το καθαρτήριο της ανεργίας, των απολεσθέντων ευκαιριών και της κοινωνικής υποβάθμισης, που εκφράστηκε από τους πρωταγωνιστές του «Trainspotting», τον Ρέντον, τον Σπαντ, το Αρρωστάκι και την κατάδυσή τους στη δίνη της ηρωίνης.
Το βουνό των ναρκωτικών
Κατάλληλη αφετηρία μιας κουβέντας με έναν συγγραφέα είναι το μείζον θέμα της γραφής του. «Τα ναρκωτικά είναι σαν τα βουνά, πέφτεις επάνω τους επειδή ορθώνονται μπροστά σου» λέει ο Ιρβιν Γουέλς απαντώντας στο αν η παρέα του «Trainspotting» και των «Skagboys» είναι δέσμια των επιλογών της. «Αν τα ναρκωτικά υπάρχουν ενώ όλα τα άλλα, επάγγελμα, εκπαιδευτικές ευκαιρίες, αθλητικές ή πολιτισμικές εγκαταστάσεις απουσιάζουν, θα κάνεις ναρκωτικά όλη την ώρα. Ο Ρέντον και το Αρρωστάκι πιθανότατα έχουν τις δυνατότητες να ξεφύγουν από αυτά. Αλλοι χαρακτήρες, ο Σπαντ, ο Μάτι, η Μαρία, μάλλον όχι».
Πράγματι, από όλα τα βασικά του πρόσωπα, εκείνος που μένει ανεπηρέαστος από τα ναρκωτικά είναι ο παρανοϊκά βίαιος Φρανκ Μπέγκμπι. Οι υπόλοιποι, υγιείς ψυχικά, δεν διασώζονται ούτε από το ποδόσφαιρο, ούτε από τη φιλία, ούτε από τις σχέσεις. Η πραγματικότητα της ζωής υποκαθίσταται από την πραγματικότητα της πρέζας: «Οταν είσαι νέος, χρειάζεσαι μια αίσθηση περιπέτειας, μια αίσθηση του ανήκειν, ένα ισχυρό αφήγημα όπως αυτά που πρόσφεραν παλιότερα η δουλειά και το πανεπιστήμιο. Για πολλές κοινότητες σήμερα αυτά έχουν αντικατασταθεί από τα ναρκωτικά, τις συμμορίες και την υπόγεια οικονομία».
Ο Μαρκ Ρέντον, κύριος πρωταγωνιστής του, ταυτισμένος στον κινηματογράφο με την εικόνα του Γιούαν Μακ Γκέγκορ, δραπετεύει από την ηρωίνη τελικά κατά τύχη ή επειδή έχει το θάρρος να δει τι του έχει συμβεί, να αντιμετωπίσει τον εαυτό του καταπρόσωπο; «Είναι ένας συνδυασμός. Είναι αναγκασμένος να αποδεχθεί ότι διαθέτει περισσότερες ικανότητες και μεγαλύτερη δυναμική από τους φίλους του. Κι αυτό είναι δύσκολο για τον ίδιο, επειδή οφείλει να απορρίψει προσφιλή του πράγματα: την κοινότητα, την οικογένεια, τον σοσιαλισμό, την ελπίδα του για μια ελεύθερη και δίκαιη κοινωνία. Και το να απορρίψει όλα αυτά σημαίνει ότι σε έναν βαθμό αποδέχεται ότι η Δεξιά νίκησε». Το λέει και ο ίδιος άλλωστε σε μια αποστροφή του στο βιβλίο: «Χάσαμε τον ταξικό πόλεμο». Είναι κατά μία έννοια η πορεία του από τον συνδικαλισμό του πατέρα του στην απογοήτευση από τον σοσιαλισμό και την απόρριψη του καταναλωτικού ιδανικού που εκφράζει ο διάσημος μονόλογος «Διάλεξε ζωή» του «Trainspotting», μια πολιτική μαθητεία –η πολιτική εκπαίδευση του Μαρκ Ρέντον; «Ναι, οπωσδήποτε. Είναι υπαρξιακό το ερώτημα: τι κάνεις όταν είσαι στην πλευρά των ηττημένων ενός πολέμου;».
Η παρέα του «Trainspotting»
Θα έκλεινε τον κύκλο αυτής της παρέας με μια τελευταία εμφάνιση στο Εδιμβούργο τού σήμερα; «Σκοπεύω να πω κι άλλα για αυτούς, αλλά δεν θα τους έβλεπα όλους μαζί, δεν βλέπω τους κόσμους τους να εφάπτονται εν έτει 2014. Θα έλεγα ότι κατά ειρωνικό τρόπο ο Ρέντον θα ήταν εκείνος που μπορεί να εμπνεόταν λιγάκι από το Εδιμβούργο σήμερα. Οι άλλοι δεν θα έβλεπαν καμιά ιδιαίτερη διαφορά».
Προφανώς, η Σκωτία του Ιρβιν Γουέλς δεν είναι η Σκωτία του «Braveheart». Μπορεί και να γίνει, όμως, υπό την έννοια ότι στις 18 Σεπτεμβρίου η χώρα πηγαίνει στις κάλπες με το ερώτημα της ανεξαρτησίας. Από το 1707, έτος ένωσης της Σκωτίας με την Αγγλία στο Ηνωμένο Βασίλειο, η σχέση μεταξύ τους ήταν και παραμένει αμφίθυμη: πολιτισμικές και πολιτικές διαφορές δεν αναγνωρίζονται ίσως με την πρώτη ματιά από τους εκτός Μεγάλης Βρετανίας, είναι όμως υπαρκτές. Εξίσου υπαρκτή είναι και μια κεντρόφυγη τάση που εκφράζεται βασικά από το κυβερνών Εθνικό Κόμμα της Σκωτίας (SNP). Για άλλους σοσιαλδημοκρατικό, για άλλους εθνικιστικό, αποτελεί σήμερα τον κύριο πυλώνα της εκστρατείας υπέρ μιας ανεξάρτητης Σκωτίας –αν και με τους αστερίσκους του κοινού νομίσματος και του κοινού ηγεμόνα. Πώς κρίνει ο Γουέλς, ένθερμος υποστηρικτής ο ίδιος του «Ναι», τις δύο καμπάνιες; «Τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα της εκστρατείας υπέρ του “Ναι στην ανεξαρτησία” είναι δύο. Από τη μια πλευρά έχει δυναμική υποστήριξη από τα κάτω και προσελκύει ανθρώπους που αισθάνονταν περιθωριοποιημένοι και αποκλεισμένοι από την πολιτική. Από την άλλη, τα πρόσωπα των υπέρμαχων του “Οχι” αποτελούν μια ετερόκλητη σύνθεση ελίτ, συμφεροντολόγων και δουλοπρεπών που σχηματίζουν μια εξόχως αποτροπιαστική συμμαχία. Δεν ταυτίζονται, βέβαια, αυτοί με όλους τους πολίτες που διαφωνούν με την ανεξαρτησία, εννοώ απλώς ότι εκείνοι αποτελούν το πρόσωπο της εκστρατείας του “Οχι”. Και το μεγαλύτερο πλεονέκτημά τους είναι ο φόβος της αλλαγής».
H ανεξάρτητη Σκωτία και η αληθινή δημοκρατία
Το «Οχι» προηγείται με μονοψήφιες ή διψήφιες διαφορές, αλλά ο φόβος που εντοπίζει ο ίδιος αφορά περισσότερο το πολιτικό σύστημα παρά την κοινωνία. «Πιστεύω ότι ο πραγματικός φόβος του βρετανικού κατεστημένου είναι πως η ανεξαρτησία της Σκωτίας θα αλλάξει τελικά όλη την πολιτική στην Αγγλία. Το τρέχον πολιτικό και οικονομικό σύστημα είναι γεμάτο ανθρώπους που εντάχθηκαν σε αυτό πάππου προς πάππου: η αριστοκρατία, η Βουλή των Λόρδων, οι επενδυτικοί τραπεζίτες του Σίτι, οι ελίτ των ιδιωτικών σχολείων. Αν όλα αυτά εξαφανιστούν μεμιάς και αντικατασταθούν από ένα δημοκρατικό σύνταγμα, τότε ο πειρασμός για την Αγγλία θα είναι μεγάλος να αποτινάξει από πάνω της την πίστη στα δεξιά κόμματα».
Παρότι τον περασμένο μήνα ένα ξενοφοβικό, ακραιφνώς δεξιό κόμμα όπως το UKIP του Νάιτζελ Φάρατζ ανταμείφθηκε με την πρώτη θέση στις ευρωεκλογές; «Στην Αγγλία η πολιτική της διαμαρτυρίας εκφράζεται κατά κανόνα από τα δεξιά, από τους Συντηρητικούς, από το UKIP, από το Βρετανικό Εθνικό Κόμμα, γιατί το Ηνωμένο Βασίλειο ως κράτος είναι ακόμη θεμελιωδώς ιμπεριαλιστικό, βασισμένο στην αντίληψη “απειλείται ο τρόπος ζωής μας”. Χωρίς τη Σκωτία, η Αγγλία θα εξαναγκαστεί σε μια σοβαρή αναθεώρηση του ποια είναι και τι φιλοδοξεί να γίνει. Και θεωρώ ότι το παραπάνω αφήγημα θα αλλάξει. Κατά κάποιον τρόπο, νομίζω ότι όπως έχουν τα πράγματα ως τώρα ανακόπτουμε την πρόοδο της Αγγλίας, δεν τη διευκολύνουμε».
Ενδεχομένως να μην είναι τυχαίο, λοιπόν, που η πιο πολιτική σκηνή των «Skagboys» εκτυλίσσεται στην Αγγλία το 1984 κατά τη διάρκεια της απεργίας των ανθρακωρύχων και αφορά μια μαζική σύγκρουση απεργών και αστυνομίας. Αν εξαιρέσει κανείς τα σύγχρονα όπλα των μολότοφ και των δακρυγόνων, το κλίμα θυμίζει έντονα οικείες σκηνές της τελευταίας πενταετίας: πέτρες, κλομπ, ασπίδες, αίμα. Βρίσκει ο Ιρβιν Γουέλς στη σημερινή Ευρώπη της λιτότητας ομοιότητες με τη Βρετανία της Μάργκαρετ Θάτσερ; «Οπωσδήποτε. Ζούμε σε έναν κόσμο όπου μια μικρή, διεθνική, παγκόσμια ελίτ έχει φέρει τα πάντα στα μέτρα της, καθιστώντας όλους τους υπόλοιπους άνεργους ή χαμηλόμισθους καταχρεωμένους σκλάβους. Αυτό είναι το νέο πολιτικό αφήγημα της εποχής μας. Και πρέπει να το αντιμετωπίσουμε τόσο σε τοπικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, αν θέλουμε να το ξεπεράσουμε».
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 29 Ιουνίου 2014
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



