Σε φυλάκιση πέντε χρόνων, με αναστολή, καταδικάσθηκαν τελικώς δύο ιδιώτες που είχαν κατηγορηθεί προ διετίας για την πολυσυζητημένη προβληματική προμήθεια των δύο μεγάλων συστημάτων υποκλοπών της ΕΥΠ και της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας.

Στην απόφαση αυτή του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων που εκδόθηκε προ μερικών ημερών ασκήθηκε από τον εισαγγελέα έφεση υπέρ του Δημοσίου.
Τα δύο σχεδόν όμοια συστήματα υποκλοπών της ΕΥΠ και της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας -και τα δύο ήταν εγκατεστημένα στον 15 όροφο του κτιρίου της λεωφόρου Κατεχάκη- αποκτήθηκαν σε δύο διαφορετικές φάσεις την περίοδο 2007-2008 και η συνολική αξία τους ανήλθε σε περίπου 7 εκατ. ευρώ. Στον σχετικό διαγωνισμό συμμετείχαν αρκετές εταιρείες από τη Δανία, το Ισραήλ κ.α., όμως τελικώς τον διαγωνισμό κέρδισε γερμανική εταιρεία που εκπροσωπείτο στη χώρα μας από τους δύο προαναφερόμενους κατηγορούμενους.
Ωστόσο από το 2011 άρχισε έρευνα στο εσωτερικό της ΕΥΠ από τον ΣΔΟΕ και την Επιτροπή για το Ξέπλυμα Χρήματος για τη διαδικασία προμήθειας αυτών των δύο συστημάτων με κεντρική υπόνοια ότι «υπήρξε υπερκοστολόγησή του με διάφορες παράνομες ενέργειες. Τα δύο συστήματα έπρεπε να αγορασθούν περίπου 1,5 -2 εκατ. ευρώ αντί 7 εκατ. που δόθηκαν τελικά».
Η Επιτροπή για το Ξέπλυμα Χρήματος η οποία στις 3 Μαρτίου 2011 εξέδωσε σχετικό πόρισμα στο οποίο αφήνει σαφείς υπόνοιες ότι η ελληνική εταιρεία που μεσολάβησε για τα δύο συστήματα υποκλοπών «εξαπάτησε το Δημόσιο ενώ προχώρησε και σε ξέπλυμα χρήματος».
Το πόρισμα της Επιτροπής εστιάστηκε στην παρεμβολή της κυπριακής εταιρείας LIS στη σχετική διαδικασία. Σύμφωνα με τους υπευθύνους εγκατάστασης των συστημάτων υποκλοπών, η εταιρεία LIS προχώρησε στην αναβάθμιση του λογισμικού των δύο «υπερκοριών», και αυτή η διαδικασία οδήγησε στην αύξηση του κόστους με τις ύποπτες τριγωνικές συναλλαγές. Παράλληλα διατυπώθηκαν υπόνοιες ότι δόθηκαν μίζες σε στελέχη της ΕΥΠ για την προμήθεια του συστήματος.
Οι δικαστικοί λειτουργοί είχαν αποφασίσει τότε την προφυλάκιση του ενός έλληνα αντιπροσώπου της γερμανικής εταιρείας, ο οποίος από τότε ήταν κρατούμενος σε σωφρονιστικά ιδρύματα.
Όπως ανέφερε ο νομικός εκπρόσωπος των δύο κατηγορουμένων, δικηγόρος κ. Ηλίας Αναγνωστόπουλος, «από την ακροαματική διαδικασία κατέπεσαν οι κατηγορίες για απάτη και ξέπλυμα χρήματος και έμειναν μόνο ζητήματα διοικητικού και φορολογικού ενδιαφέροντος με την εικονικότητα των τιμολογίων της κυπριακής εταιρείας».