1. Τι συμβαίνει και οι αγορές μάς δανείζουν σήμερα που το χρέος είναι μεγαλύτερο από το 2010, όταν μας γύρισαν την πλάτη, και διαμορφώνεται σε 175% του ΑΕΠ όταν τότε ήταν 120% του ΑΕΠ;
Μετά το PSI τα χαρακτηριστικά του χρέους είναι εντελώς διαφορετικά από ό,τι ήταν το 2010. Σήμερα ο μεγαλύτερος όγκος των λήξεων ξεκινά από το 2023 και μετά, ενώ το 2010 έπρεπε να αναχρηματοδοτούμε κάθε χρόνο ομόλογα που έληγαν της τάξεως των 25-30 δισ. ευρώ. Οι ετήσιες δαπάνες για τόκους είναι σήμερα της τάξεως των 6-6,5 δισ. ευρώ ενώ το 2010 ξεπερνούσαν τα 15 δισ. ευρώ. Και το σπουδαιότερο, το έλλειμμα ήταν της τάξεως του 12%-15%, δηλαδή περί τα 30 δισ. ευρώ, και η χώρα έπρεπε να δανειζόταν το ποσό αυτό για να τα βγάλει πέρα, ενώ σήμερα έχει πρωτογενές πλεόνασμα, που σημαίνει ότι όχι μόνο τα βγάζει πέρα μόνη της αλλά της περισσεύουν κάποια χρήματα για να πληρώνει τους τόκους τους. Και οι δανειστές αυτό που κοιτούν πρώτα είναι αν ο δανειζόμενος είναι σε θέση να εξυπηρετεί το χρέος του, δηλαδή να πληρώνει τους τόκους του. Διότι αν εισπράττει τον τόκο, ανανεώνει το ομόλογο στη λήξη του.
2. Γιατί βγήκαμε τώρα στις αγορές και όχι αργότερα;
Σήμερα οι συνθήκες στις αγορές κρίνονται εξαιρετικά ευνοϊκές. Με την παγκόσμια ρευστότητα να βρίσκεται σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα εξαιτίας της χαλαρής νομισματικής πολιτικής που εφαρμόζουν οι κεντρικές τράπεζες και κυρίως η αμερικανική, η οποία τυπώνει δολάρια και έχει πλημμυρίσει τις αγορές με ρευστότητα σε μια προσπάθεια να στηρίξει την ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας, τα επιτόκια έχουν εκμηδενιστεί. Ετσι οι επενδυτές δεν έχουν προσοδοφόρες επιλογές για τα κεφάλαιά τους. Τα αμερικανικά ομόλογα προσφέρουν σχεδόν μηδενικές αποδόσεις, ενώ τα γερμανικά έως αρνητικές. Για να έχουν κάποια ικανοποιητική απόδοση θα πρέπει να πάρουν ρίσκο. Οι επενδύσεις σε αναδυόμενες αγορές δεν είναι αποδοτικές εξαιτίας της υποτίμησης των τοπικών νομισμάτων και της πολιτικής αβεβαιότητας που υπάρχει σε πολλά σημεία του πλανήτη. Ως εκ τούτου βλέπουν την Ελλάδα θετικά καθώς τα δημόσια οικονομικά έχουν εξυγιανθεί, τα χρέος έχει γίνει σε μεγάλο βαθμό βιώσιμο για τα επόμενα χρόνια, οι Ευρωπαίοι ασκούν αυστηρή επιτήρηση, τα ομόλογα είναι σε ισχυρό νόμισμα (ευρώ) και προσφέρουν, με τα σημερινά δεδομένα, υψηλές αποδόσεις. Αρα το timing ήταν σωστό. Αλλωστε αυτό φαίνεται και από τις επιλογές των τραπεζών και άλλων ελληνικών επιχειρήσεων που έσπευσαν ή σπεύδουν να εκμεταλλευθούν τη συγκυρία και να «σηκώσουν» κεφάλαια από την αγορά με σχετικά χαμηλό κόστος. Αξίζει να σημειωθεί ότι πριν από ένα μήνα το επιτόκιο των 10ετών ομολόγων ήταν 1% πιο υψηλό από ό,τι σήμερα.
3. Είναι ακριβό το επιτόκιο με το οποίο δανειστήκαμε;
Το αντίστοιχο επιτόκιο για την Ιταλία είναι 1,95% και για την Πορτογαλία 2,7%. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι το επιτόκιο με το οποίο δανείστηκε η Ελλάδα είναι υψηλό. Ομως ανάλογες διαφορές υπάρχουν και στα επιτόκια άλλων ομολόγων των χωρών αυτών με τα ελληνικά, όπως στα 10ετή, όπου το ελληνικό ομόλογο έχει επιτόκιο 2% πιο υψηλό από το πορτογαλικό και 3% από το ιταλικό. Και οι διαφορές αυτές έχουν να κάνουν κυρίως με το γεγονός ότι τα ελληνικά ομόλογα έχουν «κουρευτεί» στο παρελθόν, κάτι που δεν έχει γίνει με τα ιταλικά, τα πορτογαλικά ή με τα ομόλογα κάποιας άλλης χώρας της ευρωζώνης. Οι επενδυτές έχουν χάσει χρήματα δανείζοντας την Ελλάδα και αυτό είναι πολύ πρόσφατο για να ξεχαστεί. Ομως, σε κάθε περίπτωση, το αν είναι ακριβό ή φθηνό το κόστος δανεισμού έχει να κάνει και με το τι εναλλακτικές έχει η χώρα. Η μόνη εναλλακτική είναι ο επονομαζόμενος δημόσιος τομέας, δηλαδή η προσφυγή στα κράτη-μέλη της ευρωζώνης και το ΔΝΤ, τα οποία, όπως έγινε στο παρελθόν, δανείζουν με χαμηλότερο επιτόκιο. Ομως θέτουν και αυστηρούς όρους για να δώσουν τα χρήματα. Ζητούν μέτρα λιτότητας, διαρθρωτικές αλλαγές, ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ. για να εξασφαλίσουν ότι θα πάρουν πίσω τα χρήματά τους. Οι αγορές από την άλλη δεν δίνουν χαμηλό επιτόκια αλλά δεν βάζουν και όρους Μνημονίου. Το υψηλότερο επιτόκιο είναι λοιπόν κατά κάποιον τρόπο το κόστος απαλλαγής από το Μνημόνιο. Σε κάθε περίπτωση, το υψηλότερο επιτόκιο με το οποίο δανείστηκε το Δημόσιο ουσιαστικά δεν μεταβάλλει το μέσο επιτόκιο δανεισμού της χώρας, αφού αφορά μόλις 3 δισ. ευρώ σε σύνολο χρέους ύψους 320 δισ. ευρώ.
4. Συμβάλλει στην ανάπτυξη η έξοδος στις αγορές;
Αναμφίβολα γιατί ανοίγει τον δρόμο για τις επιχειρήσεις να αντλήσουν κεφάλαια από τις κεφαλαιαγορές. Με τις τράπεζες να έχουν να διαχειριστούν τα «κακά» δάνεια, η χρηματοδότηση της οικονομίας από τα παραδοσιακά τραπεζικά κανάλια είναι περιορισμένη. Αντίθετα, οι κεφαλαιαγορές, όπως έχει αποδειχθεί από τις πρόσφατες αυξήσεις κεφαλαίου και τα ομολογιακά δάνεια των τραπεζών, είναι διατεθειμένες στην παρούσα φάση να ρίξουν λεφτά στην Ελλάδα. Και αυτό θα έχει θετικές συνέπειες για την οικονομία.
5. Τα νοικοκυριά θα δουν αλλαγή στην οικονομική τους κατάσταση από την επιστροφή της χώρας στις αγορές;
Η επιστροφή στις αγορές είναι ακόμα ένα βήμα προς την ανάκαμψη. Σε καμία περίπτωση δεν αρκεί π.χ. για την ανάσχεση της ανεργίας ή την ενίσχυση των εισοδημάτων, αλλά συμβάλλει στη δημιουργία θετικού κλίματος στην οικονομία που είναι απαραίτητο για την επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
6. Τι λέει η νέα Ανάλυση Βιωσιμότητας του Χρέους στο επικαιροποιημένο πρόγραμμα;
Σύμφωνα με την τελευταία αξιολόγηση του προγράμματος, το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ επιδεινώθηκε σε σχέση με την προηγούμενη αξιολόγηση τον Δεκέμβριο του 2012. Συγκεκριμένα, κορυφώνεται περί το 177% του ΑΕΠ το 2014 και στη συνέχεια υποχωρεί για να διαμορφωθεί περί το 125% του ΑΕΠ το 2020 και περί το 122% του ΑΕΠ το 2022. Τα ποσοστά αυτά είναι υψηλότερα από τους στόχους που προέβλεπε η αξιολόγηση του περασμένου Δεκεμβρίου, σύμφωνα με τους οποίους το χρέος προβλεπόταν να διαμορφωθεί περί το 124% του ΑΕΠ το 2020 και σημαντικά κάτω από το 110% του ΑΕΠ το 2022.
Η επιδείνωση αυτή αποδίδεται σε διάφορους παράγοντες: πρώτον, στην προς τα κάτω αναθεώρηση του ονομαστικού ΑΕΠ, η οποία κατά κύριο λόγο αντανακλά τη μεγαλύτερη του αναμενομένου υποχώρηση των τιμών, δεύτερον, στα χαμηλότερα έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις και τρίτον, στη μεγαλύτερη αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου με πρόσθετους συμψηφισμούς οφειλών ύψους 2,5 δισ. ευρώ το 2015, πέραν των 8 δισ. ευρώ που προβλέπει το πρόγραμμα. Βεβαίως, το στοιχείο αυτό αναμένεται να επιδράσει θετικά στην ανάπτυξη. Από την άλλη, στη νέα αναθεώρηση του προγράμματος επισημαίνεται ότι το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2013 υπολογίζεται στο 175% του ΑΕΠ, καλύτερα από τις προβλέψεις εξαιτίας του μεγαλύτερου του αναμενομένου πρωτογενούς πλεονάσματος.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



