Δύο συναισθήματα κυριαρχούσαν για πολλές ώρες στο Βερολίνο ύστερα από την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία: δέος και αμηχανία. Ούτε οι απειλές της Ανγκελα Μέρκελ για νέες κυρώσεις κατά της Μόσχας ούτε οι «ηρωικές» κορόνες του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε («δεν θα υποκύψουμε σε εκβιασμούς!») μπορούσαν να κρύψουν το γεγονός ότι η γερμανική κυβέρνηση βρέθηκε απροετοίμαστη μπροστά στο ενδεχόμενο επιστροφής στον Ψυχρό Πόλεμο. Και αυτό με διπλό τρόπο: Πρώτον, ψυχολογικά, επειδή ένιωθε να ανοίγουν ξανά τα τραύματα των δύο παγκοσμίων πολέμων. Και, δεύτερον, γεωστρατηγικά, επειδή έβλεπε να διαλύεται η ψευδαίσθηση των τελευταίων δεκαετιών, ότι η Δύση μπορεί να «αλωνίζει» ατιμώρητα με το ΝΑΤΟ στα ευρωπαϊκά σύνορα της Ρωσίας.
Παρ’ όλα αυτά οι γερμανοί πολιτικοί κατάφεραν να αποβάλουν γρήγορα την ανασφάλειά τους και να συμμετέχουν ενεργά στη διαχείριση της κρίσης. Οχι μόνο επειδή εκπροσωπούν την οικονομικά ισχυρότερη χώρα της Ευρώπης αλλά και επειδή διαθέτουν μια ιδιαίτερη τεχνογνωσία σε θέματα αντιμετώπισης και υπέρβασης του Ψυχρού Πολέμου, που ανέπτυξαν ήδη την εποχή του υπαρκτού σοσιαλισμού, όταν η Ρωσία ήταν ο στυλοβάτης της Σοβιετικής Ενωσης. Και η τεχνογνωσία αυτή («Οστπολιτίκ») έχει μετεξελιχθεί σήμερα στους εξής κανόνες: Οχι πολεμικές συρράξεις· διατήρηση μιας ζώνης ασφαλείας γύρω από τα σύνορα της Ρωσίας, που αποκλείει την προσχώρηση της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ· ισότιμη συνεργασία Ρωσίας – Δύσης για την ανασυγκρότηση της Ουκρανίας· συνέχιση και ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα.
Πριν από το ξέσπασμα της κρίσης είχαν «λερώσει» βέβαια και οι Γερμανοί τη φωλιά τους αθετώντας την υπόσχεσή τους στον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ –αυτό τουλάχιστον υποστηρίζει ο ίδιος –ότι το «ναι» του στην επανένωση της Γερμανίας θα εξαργυρωθεί με το βέτο τους στη νατοϊκή διείσδυση στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Η σταγόνα ωστόσο που έκανε το ποτήρι των Ρώσων να ξεχειλίσει ήταν η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης έναντι της Ουκρανίας. Επίσημα οι Βρυξέλλες (με γνώση φυσικά του Βερολίνου) επεδίωκαν τελωνειακή ένωση με το Κίεβο. Οπως αποκαλύφθηκε όμως πρόσφατα, ο στόχος ήταν η άμεση οικονομική πρόσδεση των Ουκρανών στην κοινότητα. Παράλληλα το νατοϊκό αρχηγείο προωθούσε το σχέδιο για την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ. «Οι Ρώσοι δεν είχαν την παραμικρή πληροφόρηση για όλα αυτά» λέει ο γνωστός γερμανός αναλυτής Αλεξάντερ Ραρ. «Οταν τα έμαθαν, έγιναν έξαλλοι. Και από τότε είναι δύσκολο να τους καταπραΰνεις».
Το πρόβλημα δεν είναι η Κριμαία, προσθέτει ο ίδιος. Αυτή αποτελεί παρωνυχίδα στο τεράστιο γεωπολιτικό παιχνίδι που αποβλέπει στην πλήρη περικύκλωση της Ρωσίας –στον ευρωπαϊκό χώρο –από το ΝΑΤΟ. Με κύριους παίκτες αυτού του παιχνιδιού τις ΗΠΑ, τη Γαλλία και την Αγγλία, οι οποίες συμπεριφέρονται κατά το παλαιό ιμπεριαλιστικό πρότυπο, δεδομένου ότι δεν έχουν, όπως η Γερμανία, ούτε το τραύμα της διαμελισμένης χώρας μεταπολεμικά ούτε τα τεράστια οικονομικά συμφέροντα με τη Ρωσία σήμερα. Και το κυριότερο: Δεν διαθέτουν την ήδη αναφερθείσα τεχνογνωσία, που επέτρεψε στους Γερμανούς να «διαβρώσουν» με μοναδική αποτελεσματικότητα το Ανατολικό Μπλοκ και να επιταχύνουν έτσι και τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου.
Αυτή η τεχνογνωσία είναι προφανώς και σήμερα, εν όψει του κινδύνου της επιστροφής στον Ψυχρό Πόλεμο, το άμεσα ζητούμενο. Κάνοντας έμπρακτη αυτοκριτική, ο γερμανός υπουργός Εξωτερικών Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάγερ καταφεύγει πάλι σε αυτήν. Ωστόσο σε θέματα γεωστρατηγικής οι Αγγλοι και οι Γάλλοι έχουν ακόμη βαρυσήμαντο λόγο –και δη σκληρότερο. Οι κυρώσεις είναι κυρίως δικό τους έργο. Οι Γερμανοί βάζουν προσεκτικά φρένο. Από τον μεταξύ τους συμβιβασμό θα φανεί αν και κατά πόσον θα κατορθώνουν να μεταφράσουν, για πρώτη φορά στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, την αδιαμφισβήτητη οικονομική τους υπεροχή και σε πολιτική.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



