Το κλείσιμο της κάνουλας των δανείων μέσω της καταναλωτικής πίστης τα τελευταία χρόνια έχει στρέψει πολλά νοικοκυριά στη λύση της χρηματοδότησης μέσω των υπηρεσιών υπερανάληψης που προσφέρουν οι λογαριασμοί μισθοδοσίας. Οι τράπεζες είναι διατεθειμένες να «εκτεθούν» σε όσους εισπράττουν κάθε μήνα τον μισθό ή τη σύνταξή τους μέσω ενός καταθετικού τους προϊόντος.
Στο πλαίσιο αυτό είναι σε θέση να προσφέρουν υπό τη μορφή ανοιχτής πίστωσης ένα μικροδάνειο, το ύψος του οποίου συνήθως δεν ξεπερνά τις αποδοχές ενός ή δύο μηνών, με ελκυστικό επιτόκιο, όταν παρέχεται η εγγύηση καταβολής του μισθού ή της σύνταξης του δανειολήπτη.
Συνήθως το ύψος της υπερανάληψης δεν υπερβαίνει τα 1.500 ευρώ, ωστόσο κατόπιν αξιολόγησης του καταθέτη μπορεί να ανέλθει σε υψηλότερα επίπεδα. Ο λογαριασμός λειτουργεί ως ανακυκλούμενη πίστωση.
Στην περίπτωση δηλαδή που ο πελάτης εκταμιεύσει τον μισθό του και ένα επιπλέον ποσό, τότε το υπόλοιπο του λογαριασμού γίνεται αρνητικό και ξαναγίνεται θετικό ή μηδενίζεται ύστερα από ανάλογη κατάθεση του πελάτη ή μετά την «είσοδο» του μισθού. Στην περίπτωση που το υπόλοιπο του λογαριασμού είναι μηδενικό, ο κάτοχός του μπορεί ανά πάσα στιγμή να εκταμιεύσει ως το όριο που του έχει ορίσει η τράπεζα. Βεβαίως για το διάστημα που ο λογαριασμός είναι χρεωστικός, δηλαδή το υπόλοιπο είναι αρνητικό, ο πελάτης καλείται να πληρώσει και τους αντίστοιχους τόκους.
Πρόκειται για ένα προϊόν που έχει δώσει το τελευταίο διάστημα διέξοδο σε αρκετούς μισθωτούς και συνταξιούχους που θέλουν να καλύψουν μια έκτακτη ανάγκη χωρίς να προχωρήσουν σε ανάληψη μετρητών μέσω της πιστωτικής τους κάρτας, η οποία κοστίζει πανάκριβα. Μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι οι υπεραναλήψεις αποτελούν τη μόνη κατηγορία χρηματοδότησης που εμφανίζει σήμερα άνοδο. Είναι ενδεικτικό ότι η ετήσια αύξηση των υπολοίπων της κατηγορίας τον περασμένο Νοέμβριο διαμορφωνόταν σε θετικός έδαφος, αποτελώντας τη μόνη κατηγορία πίστης στα δάνεια προς τον ιδιωτικό τομέα με ενίσχυση σε σχέση με το 2012. Εξάλλου, τους περισσότερους μήνες τα τελευταία χρόνια τα ποσά των εκταμιεύσεων μέσω των τρεχούμενων λογαριασμών διαμορφώνονταν σε υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με τα τοκοχρεολυτικά καταναλωτικά δάνεια.
«Αν και ο δανεισμός μέσω της υπηρεσίας υπερανάληψης βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα, γύρω από τα 1,4 δισ. ευρώ, παρατηρείται μία ξεκάθαρη στροφή προς αυτή τη μορφή δανεισμού» τονίζει τραπεζικό στέλεχος με ειδίκευση στις εργασίες λιανικής. Σύμφωνα με τον ίδιο, τα προγράμματα αυτά ενέχουν μικρότερο ρίσκο για τις τράπεζες, λόγω της τακτικής ροής ρευστότητας που συνεπάγεται η σύνδεση του τραπεζικού λογαριασμού με τις μηνιαίες αποδοχές του πελάτη τους, είτε πρόκειται για εργαζόμενο είτε για συνταξιούχο. Το γεγονός αυτό σύμφωνα με τον ίδιο αποτυπώνεται στα χαμηλότερα επιτόκια με τα οποία χρεώνεται ο δανειολήπτης, τα οποία κινούνται στην πλειονότητα των περιπτώσεων σε μονοψήφια επίπεδα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ