Σχέδια για την ενίσχυση της στεγαστικής πίστης το 2014 για πρώτη φορά ύστερα από έξι χρόνια συνεχούς συρρίκνωσης έχουν καταρτίσει οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών. Η υποχώρηση των μεγεθών τα τελευταία χρόνια σε σχέση με τις καλές εποχές της περιόδου 2002-2007 είναι αποκαλυπτική της κατάρρευσης της συγκεκριμένης αγοράς μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2013 χορηγήθηκαν για αγορά ή επισκευή κατοικιών δάνεια συνολικού ύψους περίπου 250 εκατ. ευρώ, ποσό που τα χρόνια της πιστωτικής υπερανάπτυξης, την προηγούμενη δεκαετία, διοχετευόταν στην πραγματική οικονομία κάθε εβδομάδα! Η εντυπωσιακή αυτή πτώση είναι αποτέλεσμα τόσο της υποχώρησης της ζήτησης για απόκτηση στέγης όσο και της μείωσης της προσφοράς χρήματος από τις τράπεζες, δεδομένων των δυσκολότερων συνθηκών ρευστότητας που επικρατούν μετά τον αποκλεισμό τους από τις διεθνείς αγορές.
Στρέβλωση
«Μπορεί οι χορηγήσεις της τάξεως του 1 δισ. ευρώ κάθε μήνα πριν από το 2008 να συνιστούσαν υπερβολή, ωστόσο και τα τρέχοντα χαμηλά επίπεδα δανειοδοτήσεων αποτελούν στρέβλωση» υπογραμμίζει μιλώντας στο «Βήμα» o κ. Θ. Καλαντώνης, εντεταλμένος γενικός διευθυντής της Alpha Bank. Σύμφωνα με τον ίδιο, «το λογικό επίπεδο εκταμιεύσεων σε ετήσια βάση για τα τρέχοντα δεδομένα της εγχώριας κτηματαγοράς τοποθετείται στην περιοχή του 1 δισ. ευρώ». Ωστόσο προσθέτει ότι «για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να βελτιωθεί σημαντικά το κλίμα στην οικονομία». Για εφέτος ο κ. Καλαντώνης θεωρεί ότι είναι δυνατός, υπό την προϋπόθεση πως δεν θα υπάρξει περαιτέρω επιδείνωση στην ψυχολογία των νοικοκυριών, ακόμη και ο υπερδιπλασιασμός των δανείων σε σχέση με το 2013.
Εφικτή χαρακτηρίζει για το 2014 την ενίσχυση της ρευστότητας μέσω της στεγαστικής πίστης και ο Αν. Πανούσης, αναπληρωτής γενικός διευθυντής της Eurobank. Ειδικότερα, εκτιμά ότι οι νέες δανειοδοτήσεις συνολικά στο σύστημα θα μπορούσαν να διαμορφωθούν περί τα 500 εκατ. ευρώ. Προσθέτει βέβαια ότι η πορεία των χορηγήσεων θα εξαρτηθεί από τις γενικότερες συνθήκες που θα επικρατήσουν στην αγορά τους επόμενους μήνες, σημειώνοντας ότι ακόμη και αυτός ο συντηρητικός στόχος αύξησης των δανείων δύσκολα θα επιτευχθεί σε περιβάλλον αυξημένης αβεβαιότητας. «Οι τράπεζες αυτή τη στιγμή διαθέτουν την απαραίτητη ρευστότητα για την υλοποίηση των στρατηγικών τους. Το ζήτημα είναι αν η “ατμόσφαιρα” στην οικονομία θα επιτρέψει την ενίσχυση των δανειοδοτήσεων» υποστηρίζει ο κ. Πανούσης.
Τότε και τώρα
Εκτός από τη μεγάλη μείωση των εκταμιεύσεων νέων δανείων, έχουν αλλάξει σημαντικά και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της στεγαστικής αγοράς τα τελευταία χρόνια. Την περασμένη δεκαετία η δυνατότητα από τις τράπεζες να αντλήσουν φθηνή και σχεδόν απεριόριστη ρευστότητα από τις αγορές επέτρεπε τη χορήγηση δανείων στην πλειονότητα των αιτούντων με πολύ χαμηλά επιτόκια. Οπως αναφέρουν τραπεζικά στελέχη, εκείνη την περίοδο οι μηνιαίες δόσεις ήταν σε πολλές περιπτώσεις ανταγωνιστικότερες των ενοικίων, ωθώντας πολλούς δανειολήπτες στην απόκτηση κατοικίας με τραπεζική χρηματοδότηση, παρότι η συγκεκριμένη επιλογή μπορεί να τους δέσμευε ακόμη και για 40 χρόνια.
«Δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε πως η αγορά σπιτιού με δάνειο είχε γίνει υποκατάστατο της ενοικίασης, παρότι πρόκειται για τελείως διαφορετικές επιλογές» σημειώνουν οι ίδιοι κύκλοι. Οι τράπεζες τότε ενέκριναν τα περισσότερα αιτήματα, βασιζόμενες στα αυξημένα εισοδήματα που δήλωναν οι φορολογούμενοι. Πλέον, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Εκτός από τη μείωση της ζήτησης για χρήμα από ιδιώτες, και τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν κλείσει τις «κάνουλες», προχωρώντας σε αυστηροποίηση των κριτηρίων πιστοληπτικής αξιολόγησης των υποψήφιων δανειοληπτών. Κατά τη διάρκεια του 2013 σχεδόν τα μισά αιτήματα που υποβλήθηκαν απορρίφθηκαν.
Σύμφωνα με τον κ. Πανούση, αιτήσεις για δανεικά υποβάλλουν πλέον κατά κύριο λόγο νοικοκυριά που έχουν να καλύψουν μια συγκεκριμένη ανάγκη, ως αποτέλεσμα της μεταβολής της οικογενειακής τους κατάστασης, και διαθέτουν ένα ποσοστό της τάξεως του 30%-50% του τιμήματος του ακινήτου που θέλουν να αποκτήσουν.
Πού πάνε τα λεφτά
Η πλειονότητα των δανειοληπτών είναι σήμερα ηλικίας 35-45 ετών με ετήσια οικογενειακά εισοδήματα της τάξεως των 30.000-50.000 ευρώ. Ως και το 2008 το μέσο δάνειο διαμορφωνόταν σε 100.000 ευρώ. Σήμερα το ποσό αυτό έχει μειωθεί κατά τουλάχιστον 30%, σε 70.000 ευρώ.
Εξάλλου, το μέσο ποσοστό χρηματοδότησης έχει περιοριστεί στο 70%, όταν την περίοδο της πιστωτικής επέκτασης οι τράπεζες χρηματοδοτούσαν όχι μόνο το 100% της εμπορικής αξίας του ακινήτου αλλά και άλλες δαπάνες που σχετίζονταν με την απόκτηση κατοικίας, όπως τα έξοδα της μεταβίβασης ή ακόμη και το σύνολο του οικιακού εξοπλισμού. Τα τελευταία δύο χρόνια το 60% των νέων δανείων χρησιμοποιήθηκε για την απόκτηση κατοικίας, το 20% για νέες κατασκευές ή αποπεράτωση ημιτελών κτισμάτων και το υπόλοιπο 20% για επισκευές και ανακαινίσεις. Τέλος, σημειώνεται ότι εννέα στις δέκα χορηγήσεις δίνονται σήμερα με κυμαινόμενο επιτόκιο της τάξεως του 4%, με τη μέση διάρκεια να διαμορφώνεται σε 25-30 χρόνια.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ