Φωτογραφίες: Νίκος Τσίρος / Studio ΔΟΛ

«Βλέπετε αυτό το κέντημα; Είναι της μητέρας μου. Οταν εργαζόταν ο Γιώργος Σεφέρης την ήθελε να βρίσκεται κοντά του. Συνήθως διάβαζε εφημερίδα. Ο ήχος των σελίδων που γύριζαν, όμως, του αποσπούσε την προσοχή από τη δουλειά του, οπότε έστρεφε το κεφάλι και την κοιτούσε. «Ε, Γιώργο, τι να κάνω;» διαμαρτυρόταν εκείνη. Το κέντημα λοιπόν ήταν μια αθόρυβη δραστηριότητα που βρήκε για αυτές τις ώρες». H κυρία Αννα Λόντου, κόρη της Μαρώς Σεφέρη από τον πρώτο της γάμο, μόλις μας έχει υποδεχθεί εγκάρδια στην οικία Σεφέρη στο Παγκράτι, χώρο όπου ο νομπελίστας ποιητής πέρασε την τελευταία δεκαετία της ζωής του. Με οδηγό τα δικά της πλούσια ενθυμήματα από το παρελθόν, ξεναγούμαστε στις μικρές γωνίες ενός σπιτιού που αποκαλύπτουν αντίστοιχες όψεις της εσωτερικής ζωής του Γιώργου Σεφέρη.

Ο κύβος του Μανουηλίδη

Χτισμένη σε νησιωτικό ύφος την περίοδο 1957-1959 από τον Κωνσταντινουπολίτη στην καταγωγή αρχιτέκτονα Παναή Μανουηλίδη (έργα του οποίου είναι το Μπαουχάους ρυθμού «Σουηδικό Σπίτι» στην Καβάλα, το 1936, το Σισμανόγλειο Φυματιολογικό Ινστιτούτο στην Αθήνα, το 1935, και πολλές μονοκατοικίες, πολυκατοικίες, ξενοδοχεία και βιομηχανικά κτίρια της μεσοπολεμικής πρωτεύουσας), η οικία Σεφέρη αποτελεί έναν κύβο σε δύο επίπεδα –το αιγαιοπελαγίτικο λευκό των εξωτερικών τοίχων και το γαλάζιο των παραθύρων συμβαδίζουν με τη μινιμαλιστική απλότητα μιας μοντερνιστικής προσέγγισης.
Πίσω από το Παναθηναϊκό Στάδιο, σκαμμένο στην πλαγιά ενός λόφου, το οικόπεδο είχε αγοραστεί τον Δεκέμβριο του 1955 σε μια από τις ολιγοήμερες επισκέψεις στην Αθήνα με τις οποίες ο Γιώργος και η Μαρώ Σεφέρη είχαν συμβιβαστεί κατά τη διάρκεια της μακράς διπλωματικής του θητείας, η οποία διήρκεσε 35 χρόνια. Την πορεία των οικοδομικών εργασιών επέβλεπε η Μαρώ με συνεχή ταξίδια, καθώς τα πρεσβευτικά του καθήκοντα απέκλειαν την παρουσία του Γιώργου, η τακτική τους αλληλογραφία ωστόσο δείχνει με πόση προσοχή και φροντίδα προσέγγιζαν και οι δύο το μελλοντικό τους σπίτι. Κατοικήθηκε ουσιαστικά το 1962, όταν το ζεύγος επέστρεψε στην Ελλάδα από τον τελευταίο σταθμό της σταδιοδρομίας του ποιητή, την πενταετή παραμονή του ως πρέσβη στο Λονδίνο.
Επειτα από δεκαετίες περιπλανώμενου βίου, το να εγκατασταθεί μόνιμα σε έναν ήρεμο τόπο θα αποτελούσε μικρή ευλογία για εκείνον.

«Τα σπίτια είναι χαμηλά. Το ύψος τους είναι περιορισμένο στα εννιάμισι μέτρα. Τώρα μόνο άρχισε να απλώνεται και εδώ η επικίνδυνη βουλιμία του ύψους» έγραφε για τη γειτονιά του ο Σεφέρης σε ένα σημείωμά του στην εφημερίδα «Τα Νέα» στις 21 Μαΐου 1965. Ακόμη και σήμερα, σχεδόν 50 χρόνια μετά, όταν η βουλιμία έχει καταβροχθίσει από καιρό τον παλιό αστικό ιστό, η περιοχή της οδού Αγρας συνιστά έκπληξη για τον επισκέπτη: ο ίλιγγος των ορόφων διατηρείται υπό έλεγχο, οι οικοδομικές εργασίες της ανέγερσης του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή φτάνουν στα αφτιά του περισσότερο ως απόηχος.

Το ρόπτρο και η «Κυρία Ζεν»

Η οικία Σεφέρη, ωστόσο, δεν αποτελεί μουσείο –είναι ένας ζωντανός χώρος που δεν έπαψε να κατοικείται χωρίς να πάψει ταυτόχρονα να φέρει το σημάδι του ποιητή και των αναμνήσεών του. Το μπρούντζινο ρόπτρο με το δελφίνι της εισόδου, για παράδειγμα, «είχε εντυπωσιάσει έναν άγγλο επισκέπτη που είχε δει το σπίτι μόλις είχε τελειώσει» σημειώνει ο βρετανός ιστορικός Ρόντρικ Μπήτον στην εξαίρετη βιογραφία του «Γιώργος Σεφέρης –Περιμένοντας τον άγγελο» (εκδ. Ωκεανίδα). «Κάποτε είχε δει ένα άλλο ρόπτρο έξω από ένα αγγλικό σπίτι» προσθέτει η Αννα Λόντου. «Ελεγε ότι το θαύμαζε τόσο πολύ ώστε είχε σκεφτεί μέχρι και να το αποσπάσει επιτόπου».
Αντιστάθηκε στον συγκεκριμένο πειρασμό, αν και όχι σε άλλους που δεν υπερέβαιναν τα όρια του νόμου: η ευαισθησία και η παρατηρητικότητα του Σεφέρη, έκδηλες τόσο στην ποιητική όσο και στη διπλωματική του σταδιοδρομία, μεταφέρονται ατόφιες στην επιμονή με την οποία επέλεγε τα στοιχεία που κοσμούσαν τον περίγυρό του. Οι εξωτερικοί καταναγκασμοί που όρισαν κατά καιρούς τη ζωή του (η επιθυμία/εντολή του πατέρα του, Στέλιου Σεφεριάδη, να σπουδάσει Νομικά στο Παρίσι το 1918, η Κατοχή και η περιπλάνηση με την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση στη Μέση Ανατολή το 1941, η δεκαπενταετής εν συνεχεία υπηρεσία σε θέσεις στο εξωτερικό) του δημιούργησαν την αίσθηση του «εκπατρισμένου», όπως έλεγε στις αρχές της δεκαετίας του ’60 –και ταυτόχρονα την έντονη επιθυμία να συγκροτεί έναν οικείο χώρο σε κάθε προσωρινή του στάση.
Καρπός της εσωτερικής αυτής ανάγκης, των ταξιδιών και της καλαισθησίας ήταν πολλά από τα αντικείμενα που σηματοδοτούν σταθμούς από την επαγγελματική περιπλάνηση του Σεφέρη στη Μέση Ανατολή, την Αγκυρα, το Λονδίνο, και που κατέληξαν να δεσπόζουν σήμερα στο καθιστικό της οικίας του. Μια μεταλλική τσιγαροθήκη υπογεγραμμένη από τους συναδέλφους του στην πρεσβεία της Αγκυρας, δώρο κατά την αποχώρησή του το 1950, τα ενθύμια από τις περιηγήσεις του στην Κύπρο τα χρόνια 1953-1955, το παλιό ραδιόφωνο-έπιπλο, παράθυρο στον κόσμο αντίστοιχο της τηλεόρασης ή του Διαδικτύου για τον άνθρωπο των μέσων του 20ού αιώνα.
Στο γραφείο του, η βιβλιοθήκη στεγάζει ένα ξύλινο κουτί με ζωγραφισμένες γοργόνες –«αυτές ήταν το σύμβολό του» μας λέει η κυρία Λόντου. Η προσωπογραφία του ποιητή, έργο του χαράκτη Τάσσου, μια θήκη με τις πίπες του μανιώδους καπνιστή που υπήρξε, μια ράβδος από εκείνες που κραδαίνουν οι προπομποί των παρελάσεων, ένα ασκί που είχε μετατρέψει σε τσάντα για τα χρειώδη της παραλίας, ένα μικρό χαρακτικό χαρισμένο στον «θείο Γιώργο» από φυλακισμένους την περίοδο της δικτατορίας συμπληρώνουν το σκηνικό. Από το φωτιστικό κρέμεται μια αυτοσχέδια κούκλα –ενδεχομένως εκείνη που μνημονεύεται στις «Μέρες Ε΄» στις 25 Οκτωβρίου 1946 («έφτιαξα χθες από ένα καρύδι και λίγα βαλανίδια μια μικρή κούκλα που την ονόμασα «Κυρία Ζεν»») με αφιερωμένο στη συνέχεια το ομώνυμο ποίημα που μιλάει για μια ημέρα απραξίας.
«Το κεφάλι του κυρίου Σεφέρη»

Στον μικρό ανθισμένο κήπο (τον οποίο φροντίζει επιμελώς και δικαίως υπερηφανεύεται για αυτόν η κυρία Αννα Λόντου) προβάλλει μια αρχαία κεφαλή –νιώθει κανείς σαν να βρίσκεται ενώπιον του «Βασιλιά της Ασίνης». Ο ίδιος ο ποιητής διηγούνταν πως το κιβώτιο που την περιείχε έπεσε κατά τη μεταφορά του: «Το κεφάλι του κυρίου Σεφέρη, το κεφάλι του κυρίου Σεφέρη» φώναζαν οι φορτοεκφορτωτές.
Επιστρέφοντας στο σαλόνι για να αποχαιρετήσουμε την οικοδέσποινα, στεκόμαστε για έναν σύντομο καφέ στον χώρο όπου σύχναζαν σημαντικά ονόματα της ελληνικής και της παγκόσμιας διανόησης: ο Γιώργος Κατσίμπαλης, ο Γιώργος Σαββίδης, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, ο Πάτρικ Λι Φέρμορ –ως και ο κορυφαίος ποιητής Εζρα Πάουντ είχε περάσει από εδώ σε μια απρόσμενη επίσκεψη. Εδώ έζησαν και οι φίλοι του Σεφέρη τις «μακρές ώρες αγωνιώδους αναμονής» την Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 1963, ημέρα της απονομής του βραβείου Νομπέλ: «Για παν ενδεχόμενο η Μαρώ φρόντισε να υπάρχει αρκετή σαμπάνια –αν και ο Γιώργος, όταν ήρθε πλέον η ώρα, δεν μπόρεσε να γιορτάσει με τίποτα δυνατότερο από σκέτο γάλα» εξαιτίας μιας σφοδρής κρίσης έλκους στομάχου, γράφει ο Ρόντρικ Μπήτον.
Η εορταστική σαμπάνια ίσως και να είχε αποτεθεί τότε επάνω στο τραπεζάκι από φλούδα δέντρου, καρπό τυχαίας εισόδου σε κατάστημα υφασμάτων της αγγλικής πρωτεύουσας την εποχή που ο Γιώργος Σεφέρης υπηρετούσε ως πρέσβης της Ελλάδας στη Μεγάλη Βρετανία (1957-1961): «Ο ιδιοκτήτης πλησίασε τη μητέρα μου και τη ρώτησε: «Σας αρέσουν τα υφάσματά μας»» διηγείται η κυρία Αννα Λόντου. «»Περισσότερο μου αρέσει το τραπέζι σας» απάντησε εκείνη. Οταν επέστρεψαν στο σπίτι τους, το βρήκαν να τους περιμένει –ο καταστηματάρχης τούς το είχε στείλει ως δώρο». Σήμερα, συνιστά μια μικρή μεταφορά για την πραγματική υπόσταση των υλικών πραγμάτων: φυσικά αντικείμενα επιστρωμένα με προσωπικές μνήμες.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ