Για πολλούς ο πόνος είναι σημαντικό πρόβλημα, ωστόσο οι γιατροί δεν έχουν κάποιο όργανο για να τον μετρήσουν και αναγκαστικά βασίζονται στις αναφορές των ασθενών. Νέα μελέτη υποδεικνύει τώρα ότι η λειτουργική μαγνητική τομογραφία θα μπορούσε να αποτελέσει την πρώτη μέθοδο αντικειμενικής μέτρησης.

Η μελέτη αποκάλυψε ένα χαρακτηριστικό μοτίβο εγκεφαλικής δραστηριότητας το οποίο εμφανίζεται όταν κάποιος εκτίθεται σε οδυνηρή ζέστη, αλλά όχι στην απλή θερμότητα. Η ισχύς αυτής της «νευρωνικής υπογραφής» του πόνου ήταν πιο έντονη όταν το ερέθισμα γινόταν πιο επώδυνο, ενώ αντίθετα εξασθενούσε όταν οι εθελοντές είχαν πάρει παυσίπονα.

Εντυπωσιακή ήταν επίσης η διαπίστωση ότι η μέθοδος μπορούσε να διακρίνει ανάμεσα στον κυριολεκτικό, σωματικό πόνο και τον συναισθηματικό πόνο που προκαλεί ένας χωρισμός -όσο κι αν φαίνεται περίεργο, μέχρι σήμερα ο φυσικός και ο συναισθηματικός ή κοινωνικός πόνος έμοιαζαν πολύ αν κανείς κοιτούσε τον εγκέφαλο.

Ωστόσο, παρά τα ενθαρρυντικά ευρήματα της μελέτης, η μέτρηση του πόνου με τομογραφίες απέχει πολύ από την εφαρμογή της στην κλινική πράξη. Περαιτέρω μελέτες θα έπρεπε πρώτα να δείξουν αν η υπογραφή του πόνου στον εγκέφαλο είναι ίδια και σε άλλες μορφές πόνου, οι οποίες προκαλούνται όχι από την εφαρμογή θερμότητας σε υγιείς εθελοντές αλλά από πραγματικές σωματικές βλάβες.

Τα ευρήματα δημοσιεύονται στην επιθεώρηση New England Journal of Medicine.

Χλιαρό έως επώδυνο

Η μελέτη, η οποία πραγματοποιήθηκε από ερευνητές τεσσάρων αμερικανικών πανεπιστημίων, εξέτασε 144 υγιείς, νέους εθελοντές, οι οποίοι υποβλήθηκαν σε λειτουργική μαγνητική τομογραφία (fMRI) την ώρα που μια ειδική συσκευή θερμαινόταν πάνω στο χέρι τους.

Η μέθοδος fMRI είναι μια παραλλαγή της μαγνητικής τομογραφίας που παρακολουθεί αυξομειώσεις στη ροή αίματος στον εγκέφαλο σε σχεδόν πραγματικό χρόνο. Και κάθε αύξηση της ροής σε μια συγκεκριμένη περιοχή υποδηλώνει αύξηση στη δραστηριότητα αυτής της περιοχής.

Οι εθελοντές κλήθηκαν να βαθμολογήσουν την ένταση του πόνου από τη ζέστη, η οποία κυμαινόταν από απλώς ζεστή μέχρι ζεματιστή στους 49,3 βαθμούς Κελσίου, όσο μια κούπα καυτού καφέ.

Αναλύοντας τα μοτίβα της εγκεφαλικής δραστηριότητας, οι ερευνητές ήταν σε θέση να προβλέψουν αν ο εθελοντής πονούσε και πόσο στο 93% των περιπτώσεων.

Επιπλέον, η χαρακτηριστική υπογραφή του πόνου στον εγκέφαλο ήταν πιο αμυδρή στους εθελοντές που είχαν προηγουμένως λάβει παυσίπονα.

Ακόμα, η υπογραφή δεν εμφανιζόταν όταν ένας εθελοντής απλώς ανακαλούσε στη μνήμη του επώδυνα ερεθίσματα -ένα σημαντικό στοιχείο, δεδομένου ότι οι αναμνήσεις του πόνου δεν μπορούσαν να διακριθούν μέχρι σήμερα από τον πραγματικό πόνο.

Σημαντικό είναι επίσης η διαπίστωση ότι η νέα τεχνική ήταν σε θέση να διακρίνει τον σωματικό πόνο από τον συναισθηματικό: η υπογραφή δεν εμφανιζόταν όταν ένας ερωτοχτυπημένος εθελοντής καλούνταν να κοιτάξει τη φωτογραφία του προσώπου που τον είχε πρόσφατα χωρίσει.

Παρά τα ενθαρρυντικά αποτελέσματα, οι ερευνητές διευκρινίζουν ότι τα συμπεράσματα της μελέτης δεν καλύπτουν απαραίτητα όλες τις περιπτώσεις πόνου: «Εντοπίσαμε ένα μοτίβο δραστηριότητας [στον εγκέφαλο] που μπορεί να διαγιγνώσκει πόσο πόνο νιώθει κάποιος ως αντίδραση στην επώδυνη ζέστη» δηλώνει επιφυλακτικά ο Τομ Ουάγκερ του Πανεπιστημίου του Κολοράντο στο Μπόλντερ, πρώτος συγγραφέας της δημοσίευσης.

Όπως επισημαίνει ο ίδιος, το μυστικό της επιτυχίας στη νέα μελέτη δεν αποκλείεται να είναι το γεγονός ότι οι τομογραφίες εξέτασαν ταυτόχρονα αρκετές διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου, σε αντίθεση με προηγούμενες έρευνες, οι οποίες αναζητούσαν τον πόνο σε συγκεκριμένα σημεία.