Οι παρακάτω γραμμές θα αρκούσαν για να περιγράψει η Μπίλι Χόλιντεϊ τη ζωή της: «Δεν επιτρέπεται να ‘χω πονόδοντο, δεν επιτρέπεται να ‘χω τρακ, δεν μπορώ να ξεράσω, να με πιάσει αναγούλα, δεν επιτρέπεται να’χω γρίπη ή πονόλαιμο. Οφείλω να βγαίνω και να’μαι στις ομορφιές μου, να τραγουδάω καλά και να χαμογελάω γιατί αλλιώς αλίμονό μου. Γιατί; Είμαι η Μπίλι Χόλιντεϊ και έχω περάσει πολλά (…). Μου ‘χουνε πει πως κανείς δεν λέει τη λέξη πείνα σε τραγούδι όπως εγώ. Ούτε τη λέξη αγάπη».
Φυσικό είναι, αν δεν τα έχεις βιώσει, αν δεν σε έχουν σημαδέψει από τότε που βγήκες από τη μήτρα της μάνας σου, αν δεν έχεις φάει όχι μόνο τα μούτρα σου αλλά και τις φάπες σου, αν δεν έχεις δουλέψει πόρνη για να φας: τότε δεν μπορείς να τραγουδήσεις σαν την Μπίλι Χόλιντεϊ. Πολύ περισσότερο, δεν μπορείς να μείνεις στην ιστορία όπως έμεινε η Lady Day, όπως την αποκαλούσαν.
Η αυτοβιογραφία της, με τίτλο Η κυρία τραγουδάει τα μπλουζ (εκδ. Αγρα, γραμμένη με τη συνεργασία του Γουίλιαμ Ντάφι), ξεκινά από τη στιγμή που είδε το πρώτο φως της ημέρας, στις 7 Απριλίου του 1915 και φθάνει ως τις 17 Ιουλίου 1959. Λίγες ημέρες μετά την τελευταία της εμφάνιση σε μια φιλανθρωπική συναυλία στο Μανχάταν τη μετέφεραν σε κακή κατάσταση στο νοσοκομείο Μετροπόλιταν, όπου μάλιστα παρουσιάστηκε η αστυνομία για να τη συλλάβει. Οταν πέθανε ήταν 44 ετών.
Η Μπίλι Χόλιντεϊ κουβαλούσε μέσα της όλα όσα μεταμορφώνουν έναν καθημερινό άνθρωπο σε θρύλο. Δεν είχε να κάνει μόνο με το ταλέντο της, με τη μουσική και το τραγούδι. Είχε να κάνει με τα βιώματά της, την εξάρτηση από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, την προσπάθεια να ξεφύγει από τη φτώχεια… και το ξύλο. Πολύ ξύλο. Αρχικώς από την ξαδέρφη της, Αϊντα, που την έδερνε όχι με λουρί αλλά με τις γροθιές της. Αντεξε στο ξύλο. Και στα έξι της, ολοκληρωμένη γυναίκα, όπως γράφει η ίδια, «μεγαλόσωμη, με στήθια μεγάλα, μεγάλο σκελετό, μια μεγαλόσωμη παχιά γκόμενα, κανονικά. Τότε ήταν που άρχισα να ξενοδουλεύω: να προσέχω μωρά, να κάνω θελήματα και να σφουγγαρίζω τα αναθεματισμένα εκείνα άσπρα σκαλιά σε όλη τη Βαλτιμόρη». Είτε όμως καβαλούσε ποδήλατο είτε σφουγγάριζε, της άρεσε να τραγουδάει.
Με την τζαζ πρωτοσυναντήθηκε στο πορνείο της γειτονιάς της. Μοιραία συνάντηση. Και για εκείνη και για το είδος που υπηρέτησε. Επλενε τις λεκάνες, τοποθετούσε σαπούνια Lifebuoy και προσόψια. Αλλά λεφτά δεν έπαιρνε. Απλώς ζητούσε την άδεια να πάει στο μπροστινό σαλόνι να ακούσει τον Λούι Αρμστρονγκ και την Μπέσι Σμιθ στη βικτρόλα του μαγαζιού, στο γραμμόφωνο δηλαδή.
Να πώς περιγράφει η ίδια τα συναισθήματα που εισέπραττε: «Θυμάμαι την εγγραφή του τραγουδιού του «Pops» (Λούι Αρμστρονγκ) και πόσο με έφτιαχνε. Ηταν η πρώτη φορά που άκουγα κάποιον να τραγουδά χωρίς λόγια (…). Μερικές φορές ο δίσκος με έκανε να νιώθω τέτοια θλίψη που έριχνα ένα κλάμα άλλο πράγμα. Κι άλλες φορές ο ίδιος ο αναθεματισμένος δίσκος μ’ έκανε τόσο ευτυχισμένη που ξεχνούσα πόσο χρήμα, που είχα βγάλει με ιδρώτα, μου στοίχισε η μουσική βραδιά στο σαλόνι».
«Το μαγαζί είχε λουφάξει»
Η μάνα της δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί επέστρεφε σπίτι χωρίς λεφτά, ενώ κόντεψε να της έρθει κόλπος μόλις έμαθε ότι τα ξόδευε για να ακούσει τζαζ στη βικτρόλα. Από την άλλη, δεν ήταν η μόνη που άκουγε τζαζ σε πορνείο. Οπως περιγράφει η ίδια, πολλοί λευκοί άκουγαν τζαζ σε πορνεία, εξ ου και ο χαρακτηρισμός της ως «μουσικής για μπορντέλα».
Εκεί η Μπίλι Χόλιντεϊ γνώρισε τον σαρκικό έρωτα, έγινε γυναίκα. Εμαθε να κλέβει από τα πολυκαταστήματα της Βαλτιμόρης τα άσπρα μεταξωτά σοσόνια που τόσο της άρεσαν –«και λεφτά να είχα, δεν θα με άφηναν να τα αγοράσω». Τότε περίπου ο πατέρας της τη βάφτισε Μπίλι. Το Ελεονόρα ποτέ δεν της άρεσε. Αυτό που ήθελε ήταν να είναι όμορφη και να έχει ωραίο όνομα… Το ταξίδι με τη μητέρα της από τη Βαλτιμόρη στη Νέα Υόρκη, σε ηλικία δώδεκα ετών, θα αποδειχτεί καθοριστικό, καθώς προσελήφθη ως τραγουδίστρια στην «Ξύλινη Παράγκα».
Πρώτο βράδυ και ερμήνευσε το «Trav’lin’ all alone»: «Το μαγαζί είχε λουφάξει. Αν κάποιος έριχνε μια καρφίτσα, θα ακουγότανε σαν μπόμπα. Μόλις τελειώνω, όλοι εκεί μέσα χύνανε δάκρυα μες την μπίρα τους κι εγώ έβγαλα μόνο από την πίστα 38 δολάρια. Οταν έφυγα από το μαγαζί εκείνο το βράδυ, τα ‘κανα μοιρασιά με τον πιανίστα και μου μείνανε 57 δολάρια». Τι τα έκανε; Τα έφαγε… στην κυριολεξία. Αγόρασε ένα ολόκληρο κοτόπουλο και μερικά φασόλια γιαχνί, που άρεσαν πολύ στη μαμά της.
Η Μπίλι Χόλιντεϊ δεν μασάει τα λόγια της. Οι λέξεις βγαίνουν σαν το τραγούδι της: μαλακό και σκληρό, γλυκό και πικρό, παθητικό και δυναμικό, σίγουρο και κλονισμένο ταυτόχρονα. Σαν ρεμπέτισσα, σαν τη Μαρίκα Νίνου ή τη Ρόζα Εσκενάζυ. Μια γυναίκα με δύναμη άντρα, που δεν φοβάται να εκφράσει τα συναισθήματα της. Ισως γι’ αυτό ακριβώς να έγραψε την αυτοβιογραφία της: να τα βγάλει όλα στη φόρα. Μέσα από μια γλώσσα ολοζώντανη –στη θέση της θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε νέγρα γεννήθηκε στη Βαλτιμόρη το 1915 και πέθανε από ηρωίνη.
Στην Μπίλι έλαχε να τραγουδά και γι’ αυτό έμεινε στην ιστορία, γι’ αυτό διαβάζουμε το βιβλίο της. Ωστόσο, χωρίς ίσως να το γνώριζε η ίδια, με αυτό το βιβλίο φωτογράφισε μια ολόκληρη γενιά μαύρων Αμερικανών. Μια γενιά κυνηγημένη γενιά, βουτηγμένη στην πορνεία, στα ναρκωτικά, στο περιθώριο. Αλλά και στην τζαζ και στα μπλουζ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ