Βελόνα και… ζωή. Αυτό είναι ουσιαστικώς το μήνυμα πίσω από μια από τις σημαντικότερες πράξεις… αγάπης προς τον εαυτό μας αλλά και προς τους γύρω μας, που δεν είναι άλλη από τον εμβολιασμό. Ενα «δώρο» της επιστήμης προς τον άνθρωπο που έρχεται στο προσκήνιο με αφορμή την Ευρωπαϊκή Εβδομάδα Εμβολιασμού που μόλις ολοκληρώθηκε (21-27 Απριλίου), καθώς τα εμβόλια αποτελούν κύριους «συμμάχους» στον αγώνα των ειδικών ενάντια στους λοιμώδεις «εχθρούς» με στόχο να μακραίνει η… κλωστή της υγείας του παγκόσμιου πληθυσμού. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), τα εμβόλια σώζουν περισσότερες από 3 εκατομμύρια ζωές παγκοσμίως κάθε χρόνο και προφυλάσσουν ακόμη περισσότερους ανθρώπους από νόσο ή και ισόβια αναπηρία. Είναι λοιπόν, σύμφωνα με τους έλληνες ειδικούς, ευχής έργον το γεγονός ότι διατίθενται δωρεάν στη χώρα μας με πλήρη κάλυψη των ασφαλιστικών ταμείων, κάτι που δεν συμβαίνει σε πολλές χώρες του κόσμου. Και είναι επίσης ευχή των ειδημόνων το τσουνάμι της οικονομικής κρίσης που «σαρώνει» την Ελλάδα να μην έχει ως «θύμα» και τα εμβόλια, χωρίς τα οποία η δημόσια υγεία κινδυνεύει να… πνιγεί.

Η ευρεία διάδοση των προγραμμάτων εμβολιασμού τα τελευταία 30 χρόνια έχει δημιουργήσει ένα νέο τοπίο σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των λοιμωδών νοσημάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι χάρη στα εμβόλια η ευρωπαϊκή περιοχή του ΠΟΥ έχει ήδη χαρακτηριστεί ελεύθερη πολιομυελίτιδας την τελευταία 10ετία, ενώ τα κρούσματα ιλαράς έχουν εμφανίσει μείωση που ξεπερνά το 90% από το 2002 ως σήμερα. Οπως αναφέρει στο «Βήμα» η καθηγήτρια Δημόσιας Υγείας, πρόεδρος του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕΕΛΠΝΟ) κυρία Τζένη Κουρέα- Κρεμαστινού, «οι εμβολιασμοί αποτελούν τα μεγαλύτερα όπλα για την πρόληψη και την προαγωγή της υγείας. Μάλιστα, τα σημερινά εμβόλια που παράγονται με νέες τεχνολογίες είναι απολύτως ασφαλή ενώ προκειμένου να κυκλοφορήσουν στην αγορά έχουν υποβληθεί σε όλες τις απαραίτητες δοκιμασίες αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας».

Η κυρία Κρεμαστινού τονίζει ότι το πεδίο των εμβολίων είναι εξελισσόμενο και συνδέεται με συνεχείς προκλήσεις: «Κάποτε υπήρχαν μόνο τα πολυσακχαριδικά εμβόλια και μετά εμφανίστηκαν τα πολυδύναμα συζευγμένα εμβόλια με τα οποία επιτυγχάνεται κάλυψη ενάντια σε πολλές νόσους με ένα μόνο τσίμπημα. Οι προκλήσεις είναι συνεχείς και αφορούν τόσο την ανάπτυξη περισσότερων πολυδύναμων εμβολίων όσο και την εξεύρεση νέων, ακόμη πιο ανώδυνων τρόπων χορήγησής τους».

Η πρόεδρος του ΚΕΕΛΠΝΟ εξηγεί ότι σύμφωνα με τις συστάσεις του ΠΟΥ προκειμένου να επιτευχθεί συλλογική ανοσία ενάντια σε λοιμώδη νοσήματα και να αποφευχθεί η εκδήλωση επιδημιών, η εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού πρέπει να φθάνει στο 95%. Η χώρα μας έχει αγγίξει αυτόν τον στόχο; «Η Ελλάδα έχει σχετικώς καλά ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης σε ό,τι αφορά τα περισσότερα εμβόλια. Σε κάθε περίπτωση, δεν έχει φθάσει τον στόχο του ΠΟΥ και πρέπει να προσβλέπει σε αυτόν» απαντά η κυρία Κουρέα-Κρεμαστινού.

Τα τελευταία στοιχεία για την Ελλάδα

Πού βρίσκεται λοιπόν εμβολιαστικά η Ελλάδα; Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία που υπάρχουν για τη χώρα μας αφορούν το 2006 και έχουν προκύψει από μελέτη ειδικών της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ). Οπως αναφέρει στο «Βήμα» ο επιστημονικός υπεύθυνος της μελέτης, καθηγητής στον τομέα Υγείας Παιδιού στην ΕΣΔΥ κ. Τάκης Παναγιωτόπουλος «από τη μελέτη μας που περιελάμβανε περί τα 5.000 παιδιά Α’ Δημοτικού και Γ’ Γυμνασίου από 58 σχολικά τμήματα της χώρας, τα Ελληνόπουλα είναι σε γενικές γραμμές καλά εμβολιασμένα». Συγκεκριμένα, για τις περισσότερες δόσεις των εμβολίων που εντάχθηκαν στο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών πριν από το 1990 (διφθερίτιδας – τετάνου – κοκκύτη, πολιομυελίτιδας, ιλαράς – ερυθράς – παρωτίτιδας) κατεγράφησαν πολύ υψηλά επίπεδα εμβολιασμού, της τάξεως του 98%-99%. Ωστόσο, αξιοσημείωτη εξαίρεση αποτελούσε η λήψη της δεύτερης δόσης του εμβολίου ιλαράς – ερυθράς – παρωτίτιδας (MMR), όπου η κάλυψη δεν ξεπερνούσε το 77% – στην παραμέληση λήψης της δεύτερης δόσης αποδίδεται και η επιδημία ιλαράς που «ξέσπασε» στη χώρα μας το 2010, σύμφωνα με τον κ. Παναγιωτόπουλο.

Για τα εμβόλια που εντάχθηκαν στο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών ως την αρχή της δεκαετίας του 2000 (ηπατίτιδας Β και αιμόφιλου ινφλουέντσας τύπου b) εμφανίστηκε υψηλή κάλυψη της τάξεως του 90%-95%. Ωστόσο για τα εμβόλια που εντάχθηκαν στο Πρόγραμμα το 2006 η εμβολιαστική κάλυψη φάνηκε να ποικίλλει. Για παράδειγμα σε ό,τι αφορούσε τον μηνιγγιτιδόκοκκο C είχαν εμβολιαστεί επτά στα 10 παιδιά κατά τη διεξαγωγή της μελέτης. Σε ό,τι αφορούσε όμως τα εμβόλια για τον πνευμονιόκοκκο και την ανεμοβλογιά τα ποσοστά κάλυψης ήταν πολύ χαμηλά – 5% και 13% αντιστοίχως (πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι τα εμβόλια αυτά κυκλοφόρησαν ελάχιστο διάστημα πριν από τη διεξαγωγή της μελέτης).

Ο κ. Παναγιωτόπουλος υπογραμμίζει ότι από τη μελέτη προέκυψε επίσης ότι υπάρχουν κάποιες ομάδες του παιδικού πληθυσμού που υπολείπονται σημαντικά σε ό,τι αφορά τους εμβολιασμούς. «Πρόκειται για τα παιδιά μεταναστών στα οποία εμφανίζονταν μέτρια επίπεδα κάλυψης για όλα τα εμβόλια καθώς και τα παιδιά των Ρομά στα οποία τα ποσοστά κάλυψης είναι πολύ χαμηλά». Πράγματι, σύμφωνα με τελευταία ανεπίσημα στοιχεία, καθώς είναι δύσκολη η καταγραφή των εμβολιασμών στους Ρομά, εκτιμάται ότι τα ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης στον συγκεκριμένο πληθυσμό κυμαίνονται μεταξύ του 5% και του 8%.

Η ερευνητική ομάδα της ΕΣΔΥ βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε διαδικασία συλλογής στοιχείων για τη διεξαγωγή νέας μελέτης σχετικά με την εμβολιαστική κάλυψη στην Ελλάδα και, όπως μας πληροφορεί ο κ. Παναγιωτόπουλος, που είναι και πάλι επικεφαλής της, εκτιμάται ότι τα καινούργια, πολύτιμα για τους ειδικούς δεδομένα θα είναι έτοιμα ως το φθινόπωρο.

Κρίση, κριτική και παραπληροφόρηση

Τα στοιχεία αυτά κρίνονται ακόμη πιο χρήσιμα τώρα που η οικονομική κρίση έχει μπει στη ζωή των Ελλήνων καθώς υπάρχει ανησυχία μήπως επηρεάσει και το σημαντικό κομμάτι της που αφορά τους εμβολιασμούς. Ο καθηγητής επισημαίνει ότι τα στοιχεία του 2006 αποτελούν μια «πυξίδα» που γεννά ερωτήματα για το μέλλον. «Παρ’ ότι δεν έχουμε καταγράψει ακόμη πτώση των εμβολιασμών εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε αυτό το μελλοντικό ενδεχόμενο. Σύμφωνα με τα ευρήματα της προηγούμενης μελέτης περίπου τα 2/3 των παιδικών εμβολίων χορηγήθηκαν από γιατρούς του ιδιωτικού τομέα. Τώρα όμως είναι επόμενο ότι αυτή η τάση θα αλλάξει λόγω της κρίσης και πολλοί άνθρωποι θα αναζητήσουν και πάλι τις υπηρεσίες του δημόσιου τομέα για τους εμβολιασμούς. Το θέμα είναι αν ο δημόσιος τομέας θα μπορέσει να αντεπεξέλθει, αφού δεν είναι σε πολλές περιπτώσεις, όπως αυτές των Κέντρων Υγείας, κατάλληλα εξοπλισμένος».

Στο παζλ της αποτυχίας επίτευξης των στόχων σχετικά με την εμβολιαστική κάλυψη υπάρχουν όμως και άλλα κομμάτια, πιο… διαχρονικά από την οικονομική κρίση. Οπως υπογραμμίζει στο «Βήμα» ο καθηγητής Παιδιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρόεδρος της Παγκόσμιας Παιδιατρικής Εταιρείας και της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών κ. Ανδρέας Κωνσταντόπουλος, οι ίδιοι οι επαγγελματίες υγείας δεν είναι συχνά κατάλληλα εκπαιδευμένοι με αποτέλεσμα να αντιδρούν στους εμβολιασμούς – ένα φαινόμενο που δεν είναι μόνο ελληνικό.«Το 25% των μαιών στη Γερμανία δήλωσε αντίθετο στον εμβολιασμό με ΜΜR ενώ το 6% των γιατρών στη Γαλλία ανέφερε ότι αντιτίθεται γενικώς στους εμβολιασμούς. Αλλά και στη χώρα μας μέχρι πέρυσι το 99% των γυναικολόγων ήταν αντίθετο στο εμβόλιο για τον ιό των ανθρωπίνων θηλωμάτων (ΗPV). Στο πλάνο αυτό μπαίνουν και οι ομοιοπαθητικοί οι οποίοι υποστηρίζουν ότι κατά το πρώτο έτος ζωής, που είναι και το πιο σημαντικό για την πορεία του παιδιού, αφού το ανοσοποιητικό του σύστημα είναι πιο αδύναμο, δεν πρέπει να γίνεται κανένα εμβόλιο. Μια τέτοια άποψη είναι όμως τουλάχιστον επικίνδυνη».

Η κακή πληροφόρηση και η παραπληροφόρηση σχετικά με τα εμβόλια βρήκαν, σύμφωνα με τον κ. Κωνσταντόπουλο, πρόσφορο έδαφος με την πανδημία γρίπης του 2009. «Ο σάλος που προκλήθηκε με το πανδημικό εμβόλιο είχε αντίκτυπο στους εμβολιασμούς γενικότερα. Παρ’ ότι δεν υπάρχουν επίσημα δεδομένα, εκτιμάται ότι η μείωση στους εμβολιασμούς ήταν της τάξεως του 15%-45%. Με προσπάθειες τα επίπεδα έχουν πλέον επανέλθει σε εκείνα προ της πανδημίας».

Και οι ενήλικοι χρειάζονται εμβόλια

Η όλη σύγχυση που προκλήθηκε το 2009 έκανε τους ειδικούς της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών να αποφασίσουν να δημιουργήσουν για πρώτη φορά ένα πρόγραμμα για τον εμβολιασμό των ενηλίκων, ο οποίος θα αποτελεί «μπούσουλα» προς γνώση και συμμόρφωση. Ετσι στα τέλη του περασμένου έτους έκανε την εμφάνισή του το πρόγραμμα εμβολιασμού ενηλίκων το οποίο, σύμφωνα με τον κ. Κωνσταντόπουλο, «υπενθυμίζει σε όλους ότι οι εμβολιασμοί δεν σταματούν στην παιδική ηλικία». Ο καθηγητής εξηγεί ότι ο κάθε ενήλικος, σε περίπτωση που δεν είναι σίγουρος σχετικά με το αν έχει νοσήσει με κάποιο λοιμώδες νόσημα που καλύπτεται από τα υπάρχοντα εμβόλια, θα πρέπει να υποβληθεί σε ειδικές εξετάσεις ανάλογα με την περίπτωση. «Αν φανεί ότι δεν έχει ανοσία, θα πρέπει να κάνει το αντίστοιχο εμβόλιο. Παράλληλα όλα τα άτομα 50 ετών και άνω πρέπει να υποβάλλονται σε εμβόλιο για τη γρίπη και 60 ετών και άνω σε εμβόλιο για τον πνευμονιόκοκκο».

Ο καθηγητής προσθέτει ότι και τα εμβόλια για τους ενηλίκους καλύπτονται από τα ασφαλιστικά ταμεία. «Τουλάχιστον προς το παρόν» συμπληρώνει, διότι εκφράζει φόβους μήπως υπό τη σκιά των νέων οικονομικών δεδομένων χαθεί το πολύτιμο «δώρο» των δωρεάν εμβολιασμών.

Διότι τα εμβόλια αποτελούν πραγματικά «δώρα» ζωής κλεισμένα σε μια ένεση. Και πρέπει όλοι, όπως λένε οι ειδήμονες, να μην… τσιμπούν στην (παράλογη) λογική της παραπληροφόρησης σχετικά με αυτά αλλά μόνο σε εκείνη της σωστής ενημέρωσης που χαρίζει υγεία.

ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ

Το χρονοδιάγραμμα των εμβολιασμών σε παιδιά και εφήβους

1. Εμβόλιο ηπατίτιδας Β (HepB)

Ο εμβολιασμός γίνεται σε τρεις δόσεις, αρχίζοντας από την ηλικία των δύο μηνών (το μεσοδιάστημα μεταξύ πρώτης και δεύτερης δόσης πρέπει να είναι τουλάχιστον τέσσερις εβδομάδες και μεταξύ πρώτης και τρίτης δόσης τουλάχιστον τέσσερις μήνες). Προσοχή: Συνιστάται χορήγηση και τέταρτης δόσης σε πρόωρα βρέφη που γεννιούνται με βάρος κάτω των δύο κιλών, από μητέρα θετική στο επιφανειακό αντιγόνο του ιού της ηπατίτιδας Β (ΗbsAg). Οταν η μητέρα είναι φορέας του επιφανειακού αντιγόνου, η πρώτη δόση του εμβολίου πρέπει να χορηγείται εντός 12 ωρών από τη γέννηση.

2. Διφθερίτιδας, τετάνου, κοκκύτη (DTaP)

Χορηγείται σε τέσσερις δόσεις (η τέταρτη δόση μπορεί να γίνει τον 15ο μήνα της ζωής, εφόσον έχουν συμπληρωθεί έξι μήνες από τη χορήγηση της τρίτης δόσης, ενώ η μικρότερη ηλικία χορήγησης της πρώτης δόσης είναι στις έξι εβδομάδες ζωής). Στην Ελλάδα διατίθεται σε συνδυασμό με άλλα εμβόλια ως τετραδύναμο (μαζί με της πολιομυελίτιδας, DTaP-IPV), ως πενταδύναμο (μαζί με της πολιομυελίτιδας και του αιμόφιλου της ινφλουέντζας Β, DTaP-IPV-Hib) και ως εξαδύναμο (μαζί με της πολιομυελίτιδας, του αιμόφιλου της ινφλουέντζας Β και της ηπατίτιδας Β, DTaP-IPV-Hib-HepB). Σημείωση: Σε ό,τι αφορά το εμβόλιο τετάνου-διφθερίτιδας με μικρότερη δόση διφθεριτικής τοξίνης (Τd), στη χώρα μας κυκλοφορεί μόνο ως τετραδύναμο με προσθήκη και εμβολίου κατά της πολιομυελίτιδας (ΤdaP-IPV). Συνιστάται να γίνεται στην ηλικία των 11 – 12 ετών αν έχουν περάσει τουλάχιστον πέντε χρόνια από προηγούμενο εμβολιασμό με εμβόλιο που περιείχε χημικά εξασθενημένες τοξίνες τετάνου-διφθερίτιδας.

3. Ινφλουέντζας τύπου Β (Ηib)

Η μικρότερη ηλικία χορήγησης είναι οι έξι εβδομάδες και χορηγείται σε τέσσερις συνολικά δόσεις.

4. Εμβόλιο πολιομυελίτιδας (IPV)

Είναι απαραίτητη η χορήγηση τεσσάρων δόσεων.

5. Εμβόλιο κατά του πνευμονιόκοκκου, συζευγμένο (PCV) – Εμβόλιο κατά του πνευμονιόκοκκου, πολυσακχαριδικό (PPSV)

Το συζευγμένο εμβόλιο συνιστάται για όλα τα υγιή παιδιά ως πέντε ετών. Συνιστάται επιπλέον του συζευγμένου και η χορήγηση του 23δύναμου πολυσακχαριδικού εμβολίου (PPSV), τουλάχιστον δύο μήνες μετά την τελευταία δόση του συζευγμένου σε παιδιά άνω των δύο ετών που ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου (π.χ. σε ανοσοκαταστολή, με ασπληνία, δρεπανοκυτταρική νόσο, νεφρική ανεπάρκεια, διαβήτη, καρδιακή νόσο). Στα παιδιά αυτά συνιστάται να γίνεται και μια αναμνηστική δόση του PPSV πέντε χρόνια μετά την πρώτη.

6. Εμβόλιο κατά του μηνιγγιτιδόκοκκου, συζευγμένο (ΜCC και MCV4)

Το ΜCC γίνεται σε τρεις δόσεις (μικρότερη ηλικία χορήγησης οι έξι εβδομάδες), ενώ το MCV4 συνιστάται από την ηλικία των 11 ως 55 ετών, ανεξάρτητα από το αν έχει προηγηθεί εμβολιασμός με MCC.

7. Εμβόλιο κατά της ιλαράς-παρωτίτιδας-ερυθράς (ΜΜR)

Συνιστώνται δύο δόσεις του εμβολίου (η δεύτερη δόση πρέπει να χορηγείται σε ηλικία τεσσάρων ως έξι ετών ή και νωρίτερα, αρκεί να έχουν περάσει τουλάχιστον τέσσερις εβδομάδες από την πρώτη). Και οι δύο δόσεις πρέπει να χορηγούνται μετά το πρώτο έτος ζωής.

8. Εμβόλιο ανεμοβλογιάς

Η χορήγηση συνιστάται μετά την ηλικία των 12 μηνών για παιδιά που δεν έχουν νοσήσει (η δεύτερη δόση πρέπει να γίνεται σε ηλικία τεσσάρων ως έξι ετών, αλλά και νωρίτερα, αρκεί να έχουν περάσει τρεις μήνες μετά την πρώτη δόση). Εάν η δεύτερη δόση χορηγηθεί σε μεσοδιάστημα τεσσάρων εβδομάδων από την πρώτη σε παιδιά 12 μηνών ως 12 ετών δεν χρειάζεται επανάληψη.

9. Εμβόλιο ηπατίτιδας Α

Συνιστώνται δύο δόσεις με μεσοδιάστημα έξι μηνών και η μικρότερη ηλικία χορήγησης είναι οι 12 μήνες.

10. Εμβόλιο ιού ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV)

Υπάρχουν δύο εμβόλια: ένα τετραδύναμο και ένα διδύναμο (και τα δύο συνιστώνται για την πρόληψη των προκαρκινικών αλλοιώσεων και καρκινικών βλαβών του τραχήλου της μήτρας, ενώ το τετραδύναμο προστατεύει και από τα κονδυλώματα). Το τετραδύναμο έχει έγκριση χορήγησης στις ηλικίες 9 – 45 ετών και το διδύναμο στις ηλικίες 10 – 26 ετών, ενώ στη χώρα μας και τα δύο εμβόλια χορηγούνται δωρεάν στα κορίτσια ηλικίας 12 – 26 ετών.

11. Εμβόλιο κατά της φυματίωσης (ΒCG)

Προσοχή: Συνιστάται εμβολιασμός στη γέννηση σε παιδιά πληθυσμιακών ομάδων με υψηλό δείκτη διαμόλυνσης, όπως ορισμένες ομάδες μεταναστών, Αθίγγανοι κ.ά., ή όταν υπάρχει ιστορικό φυματίωσης στο άμεσο οικογενειακό περιβάλλον. Συνιστάται παράλληλα μαζικός προληπτικός έλεγχος με δερμοαντίδραση Mantoux στις ηλικίες 12-15 μηνών, 4-6 ετών (πριν από τον εμβολιασμό) και στις ηλικίες 11 ως 12 ετών στα ανεμβολίαστα παιδιά.

12. Εμβόλιο κατά της γρίπης

Συνιστάται για παιδιά κάτω των έξι μηνών που ανήκουν σε ομάδες αυξημένου κινδύνου (π.χ. με χρόνιες πνευμονοπάθειες, καρδιακή νόσο, ανοσοκαταστολή, δρεπανοκυτταρική νόσο, διαβήτη, νεφροπάθειες, νευρομυϊκά νοσήματα, παιδιά που κάνουν μακροχρόνια λήψη ασπιρίνης για νόσους όπως η Kawasaki ή η ρευματοειδής αρθρίτιδα). Δύο δόσεις εμβολίου απαιτούνται σε παιδιά έξι μηνών ως οκτώ ετών που εμβολιάζονται για πρώτη φορά ή που πρωτοεμβολιάστηκαν τον προηγούμενο χρόνο με μία μόνο δόση εμβολίου.

13. Εμβόλιο κατά του ροταϊού (rota)

Στην Ελλάδα διατίθενται δύο εμβόλια που χορηγούνται είτε σε τρεις δόσεις (ηλικίες δύο, τεσσάρων και έξι μηνών) είτε σε δύο δόσεις (δύο και τεσσάρων μηνών αντίστοιχα). Η πρώτη δόση πρέπει να χορηγείται στην ηλικία του ενάμιση μήνα ως τον τρίτο μήνα ζωής και ο εμβολιασμός πρέπει να έχει ολοκληρωθεί το αργότερο στην ηλικία των έξι μηνών. Μετά τον έκτο μήνα απαγορεύεται η χορήγηση του εμβολίου διότι υπάρχει κίνδυνος εγκολεασμού (εντερική απόφραξη που θέτει σε κίνδυνο την αιμάτωση του εντέρου).

ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ

Τα εμβόλια των ενηλίκων

1. Εμβολιασμός κατά της γρίπης

Συνιστάται για όλους τους ενηλίκους άνω των 60 ετών μια δόση ετησίως. Προσοχή: Η ίδια σύσταση ισχύει και για όλα τα ενήλικα άτομα που ανήκουν σε ομάδες αυξημένου κινδύνου για σοβαρές επιπλοκές από τη γρίπη, όπως επαγγελματίες υγείας, άτομα με χρόνιες πνευμονοπάθειες, με ανοσοκαταστολή, με καρδιακή νόσο, μεταμοσχευμένοι, ασθενείς με νεφροπάθειες, διαβήτη.

2. Εμβολιασμός κατά διφθερίτιδας, τετάνου και κοκκύτη (Τd, TdaP)

Συστήνεται σε όλους τους ανεμβολίαστους ενηλίκους, ανεξαρτήτως ηλικίας, να εμβολιάζονται πλήρως με δύο δόσεις του εμβολίου Τd (για τέτανο και διφθερίτιδα) με μεσοδιάστημα τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων και με μια τρίτη δόση 6-12 μήνες μετά τη 2η δόση. Για τους ενηλίκους που έχουν λάβει λιγότερες από τρεις δόσεις συστήνεται η συμπλήρωση των δόσεων που δεν έχουν γίνει. Και στις δύο περιπτώσεις ο εμβολιασμός συνεχίζεται με μια αναμνηστική δόση Td ανά 10ετία. Συνιστάται όμως αντικατάσταση της μιας δόσης Td (είτε από τις τρεις αρχικές είτε από τις ανά 10ετία αναμνηστικές) από μια δόση Tdap (εμβόλιο κατά του τετάνου, της διφθερίτιδας και του κοκκύτη) ανεξαρτήτως ηλικίας, ως 65 ετών. Πρέπει επίσης να εμβολιάζονται με μια δόση Tdap όλες οι γυναίκες μετά τον τοκετό, τα άτομα που έρχονται σε στενή επαφή με βρέφη κάτω των 12 μηνών όπως βρεφοκόμοι, οικιακές βοηθοί, γιαγιάδες, παππούδες και το υγειονομικό προσωπικό.

3. Εμβολιασμός κατά της ιλαράς, της παρωτίτιδας, της ερυθράς (ΜΜR)

Σε ό,τι αφορά την ιλαρά και την παρωτίτιδα συστήνεται εμβολιασμός με δύο δόσεις MMR με ελάχιστο μεσοδιάστημα τεσσάρων εβδομάδων σε ενηλίκους που έχουν πρόσφατα εκτεθεί σε κρούσμα ιλαράς ή βρίσκονται σε κοινότητα με επιδημική έξαρση ιλαράς, σε φοιτητές που διαμένουν σε φοιτητικές εστίες, σε εργαζομένους σε υγειονομικές μονάδες και σε άτομα που πρόκειται να ταξιδέψουν σε άλλες χώρες. Σε ό,τι αφορά τον εμβολιασμό κατά της ερυθράς συστήνεται εμβολιασμός με δύο δόσεις ΜΜR σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας που έχει αποδειχθεί εργαστηριακά ότι δεν έχουν ανοσία κατά της ερυθράς. Οι έγκυες χωρίς ανοσία πρέπει να εμβολιάζονται πρέπει να εμβολιάζονται μετά τον τοκετό και πριν από την έξοδό τους από το μαιευτήριο με μια δόση MMR.

4. Eμβολιασμός κατά της ανεμοβλογιάς

Ολοι οι ενήλικοι χωρίς ένδειξη ανοσίας στην ανεμοβλογιά (προηγηθείσα νόσηση ή εμβολιασμός) πρέπει να εμβολιάζονται με δύο δόσεις του εμβολίου με ελάχιστο μεσοδιάστημα τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων ή με μία δόση αν έχουν κάνει την πρώτη δόση σε μικρή ηλικία. Ειδικότερα πρέπει να εμβολιάζονται συγγενείς ατόμων με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα όπως τα άτομα με ανοσοανεπάρκειες και ανοσοκαταστολή, εκπαιδευτές, νηπιαγωγοί, πληθυσμοί ιδρυμάτων, φοιτητές που διαμένουν σε φοιτητικές εστίες, στρατιώτες, έφηβοι, μη έγκυες γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία, άτομα που ταξιδεύουν στο εξωτερικό, υγειονομικό προσωπικό.

5. Εμβολιασμός για τον ιό των ανθρωπίνων θηλωμάτων (ΗPV)

Παρ’ ότι συστήνεται η χορήγηση του εμβολίου (είτε του διδύναμου είτε του τετραδύναμου) πριν από την έναρξη της σεξουαλικής ζωής των κοριτσιών και της πιθανής έκθεσής τους στον ιό, η χορήγηση μπορεί να γίνει και μετά την έναρξη της σεξουαλικής δραστηριότητας και της πιθανής έκθεσης στον HPV (το τετραδύναμο εμβόλιο μπορεί επίσης να χορηγηθεί σε αγόρια 9-26 ετών για την πρόληψη εμφάνισης κονδυλωμάτων). Και αυτό διότι ακόμη και αν ένα κορίτσι έχει μολυνθεί με κάποιον από τους τύπους που περιέχονται στο εμβόλιο, μπορεί να προστατευθεί από κάποιους άλλους που επίσης περιέχονται σε αυτό.

6. Εμβολιασμός κατά του πνευμονιόκοκκου (PCV13)

Συστήνεται εμβολιασμός όλων των ατόμων άνω των 50 ετών με μια δόση του συζευγμένου εμβολίου (PCV13). Για τα άτομα ηλικίας 19-50 ετών συστήνονται 1-2 δόσεις του πολυσακχαριδικού (PPSV) εμβολίου όταν ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου για μόλυνση με πνευμονιόκοκκο (π.χ. χρόνιοι καπνιστές, ασθενείς με κοχλιακά εμφυτεύματα καθώς και άτομα με συγγενείς αντισωματικές ανεπάρκειες, ανοσοκαταστολή, ασπληνία, νεφρική ανεπάρκεια, σακχαρώδη διαβήτη, καρδιακή νόσο, χρόνια πνευμονοπάθεια συμπεριλαμβανομένου του άσθματος).

7. Εμβολιασμός κατά του μηνιγγιτιδόκοκκου (ΜnCV4)

Συστήνεται εμβολιασμός με μία δόση του τετραδύναμου συζευγμένου μηνιγγιτιδοκοκκικού εμβολίου σε άτομα υψηλού κινδύνου για μηνιγγοκοκκική νόσο (φοιτητές σε φοιτητικές εστίες, στρατιώτες, ταξιδιώτες σε ενδημικές περιοχές όπως η υποσαχάριος Αφρική, ταξιδιώτες στη Μέκκα) καθώς και σε άτομα με λειτουργική ή ανατομική ασπληνία ή άτομα με HIV λοίμωξη. Αν τα άτομα αυτά έχουν ήδη λάβει το παλαιότερο μη συζευγμένο πολυσακχαριδικό εμβόλιο πρέπει να επανεμβολιασθούν και με το συζευγμένο (λήψη δύο δόσεων του εμβολίου με μεσοδιάστημα δύο μηνών).

8. Εμβολιασμός κατά της ηπατίτιδας Α

Ο εμβολιασμός συστήνεται σε ενήλικες που ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου (όπως ομοφυλόφιλοι, τοξικομανείς, επαγγελματίες υγείας, προσωπικό καθαριότητας εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, άτομα με χρόνια ηπατική νόσο).

9. Εμβολιασμός κατά της ηπατίτιδας Β

Ο εμβολιασμός συστήνεται σε όλους τους ενηλίκους χωρίς ένδειξη ανοσίας. Είναι όμως απαραίτητος σε ενηλίκους που ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου για μόλυνση με τον ιό της ηπατίτιδας Β (π.χ. άτομα με περισσότερους από έναν ερωτικούς συντρόφους στη διάρκεια των τελευταίων έξι μηνών, άτομα με σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, ομοφυλόφιλοι, τοξικομανείς).

10. Εμβολιασμός κατά του έρπητα ζωστήρα

Στη χώρα μας δεν κυκλοφορεί εμβόλιο για τον έρπητα ζωστήρα. Γενικώς συστήνεται χορήγηση μιας δόσης του εμβολίου για ενηλίκους 60 ετών και άνω ανεξάρτητα από το αν αναφέρεται προηγούμενο επεισόδιο έρπητα ζωστήρα. Δεδομένης της έλλειψης του ειδικού εμβολίου, μπορεί να γίνει εμβολιασμός με το εμβόλιο της ανεμοβλογιάς αφού ο ίδιος ιός προκαλεί και τον έρπητα ζωστήρα.

ΜΗΝΙΓΓΙΤΙΔΑ

Νέα «όπλα» στη μάχη με τον μηνιγγιτιδόκοκκο

Σημαντικά βήματα για την πρόληψη της μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου, μιας άκρως απειλητικής για τη ζωή ασθένειας που «πλήττει» κυρίως τα μικρά παιδιά και τους εφήβους και μπορεί να οδηγήσει στον θάνατο μέσα σε 24-48 ώρες από την πρώτη εκδήλωση των συμπτωμάτων, έχουν κάνει τα τελευταία χρόνια οι επιστήμονες.

Οπως αναφέρει μιλώντας στο «Βήμα» η καθηγήτρια Παιδιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, λοιμωξιολόγος, αντιπρόεδρος του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕΕΛΠΝΟ) κυρία Μαρία Θεοδωρίδου, έχουμε πλέον στα χέρια μας αποτελεσματικά εμβόλια για τον μηνιγγιτιδόκοκκο, τα οποία, σε αντίθεση με τα παλαιότερα, μπορούν να εφαρμοστούν σε μικρές ηλικίες. Τον τελευταίο χρόνο μάλιστα είναι διαθέσιμο στην ελληνική αγορά το πρώτο τετραδύναμο συζευγμένο εμβόλιο για τον μηνιγγιτιδόκοκκο, το οποίο ενδείκνυται για χορήγηση σε εφήβους ηλικίας άνω των 11 ετών και καλύπτει τις τέσσερις βασικές οροομάδες του βακτηρίου Neisseria meningitides που προκαλεί μηνιγγιτιδοκοκκική νόσο (πρόκειται για τις οροομάδες Α, C, W135 και Υ). Σύμφωνα με την καθηγήτρια, στις ΗΠΑ και σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες το εμβόλιο έχει πάρει άδεια για χορήγηση και σε μικρά παιδιά ηλικίας δύο ετών και άνω ενώ ανάλογη έγκριση αναμένεται σύντομα και στη χώρα μας. Μεγάλη νίκη όμως ενάντια στη βακτηριακή μηνιγγίτιδα αναμένεται να επέλθει όταν «κατατροπωθεί» και η οροομάδα Β του βακτηρίου. Η κυρία Θεοδωρίδου τονίζει: «Η συγκεκριμένη είναι μια από τις μεγάλες προκλήσεις στον τομέα της ανάπτυξης εμβολίων. Εκτιμάται ότι ένα τέτοιο εμβόλιο θα είναι διαθέσιμο στα τέλη του 2012».

ΠΝΕΥΜΟΝΙΕΣ

«Ασπίδα» το εμβόλιο για τον πνευμονιόκοκκο

Μια από τις μεγαλύτερες απειλές, με υψηλή μάλιστα θνητότητα, αποτελεί η πνευμονιοκοκκική νόσος, η οποία «προτιμά» τα παιδιά κάτω των πέντε ετών καθώς και τους ενηλίκους άνω των 50 ετών – κυρίως όταν συνυπάρχουν υποκείμενα νοσήματα, όπως η συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, το βρογχικό άσθμα, ο σακχαρώδης διαβήτης. Σύμφωνα με μελέτη της Ευρωπαϊκής Πνευμονολογικής Εταιρείας το συνολικό κόστος της πνευμονίας (σε ό,τι αφορά τόσο φάρμακα και νοσοκομειακή περίθαλψη όσο και χαμένες ημέρες εργασίας) ανέρχεται σε 10 δισ. ευρώ ετησίως μόνο στην Ευρώπη. Την ίδια στιγμή στοιχεία δείχνουν ότι στη χώρα μας η χορήγηση του 13δύναμου συζευγμένου πνευμονιοκοκκικού εμβολίου οδηγεί σε εξοικονόμηση μεγαλύτερη από 4 εκατ. ευρώ τον χρόνο. Ο πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών κ. Ανδρέας Κωνσταντόπουλος σημειώνει πως υπάρχουν νέα δεδομένα σε ό,τι αφορά τη χορήγηση του συγκεκριμένου εμβολίου. «Είδαμε ότι ύστερα από χορήγηση δύο δόσεων του παλαιού πολυσακχαριδικού εμβολίου, στη χορήγηση της τρίτης δόσης αυτό σταματά να είναι αποτελεσματικό.

Από μελέτες προέκυψε λοιπόν ότι η χορήγηση δύο δόσεων του νέου εμβολίου για τον πνευμονιόκοκκο, με απόσταση τουλάχιστον δύο μηνών μεταξύ τους, μπορεί να καλύψει το άτομο εφ’ όρου ζωής».