Παρίσι. Μουσείο Ορσέ. Η διεύθυνση, οι έφοροι και οι συντηρητές του μουσείου ετοιμάζονται πυρετωδώς για τα εγκαίνια των ανακαινισμένων αιθουσών του και της νέας πτέρυγας Αμόν, συνολικής επιφάνειας 7.200 τετραγωνικών μέτρων. Οι νέοι χώροι παρουσιάστηκαν στο κοινό στις 20 Οκτωβρίου, ενώ μια νέα παρουσίασή του στους ειδικούς του χώρου των τεχνών ετοιμάζεται για την 1η Δεκεμβρίου, ακριβώς ένα τέταρτο του αιώνα από την ημέρα που ο σιδηροδρομικός σταθμός Παρίσι – Ορλεάνη έδωσε τη θέση του σε ένα από τα πιο γνωστά και όμορφα μουσεία στον κόσμο. Με την ευκαιρία αυτή, ο 56χρονος διευθυντής του, ο Γκι Κοζεβάλ, μας υποδέχτηκε στο γραφείο του και μας μίλησε για την προσωπική πορεία του στον χώρο του πολιτισμού, καθώς και για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον ενός μουσείου διαφορετικού από τα άλλα, το οποίο σε πείσμα πολλών ειδημόνων θα σβήσει σε έναν μήνα τα πρώτα 25 κεράκια του.

Γκι Κοζεβάλ, προτού αρχίσετε την καριέρα σας στον χώρο της τέχνης και του πολιτισμού, σπουδάσατε πολιτικές επιστήμες και εργαστήκατε ως καθηγητής Οικονομίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Οι γνώσεις σας στους τομείς αυτούς σάς βοήθησαν στη μετέπειτα πορεία σας; «Με βοήθησαν με την έννοια ότι μου έδωσαν τα εφόδια για να μπορέσω να δω την πολιτική διάσταση της τέχνης. Ετσι, όταν έγινα διευθυντής του Μουσείου Καλών Τεχνών του Μόντρεαλ, έκανα μία έκθεση με θέμα την τέχνη και την εξουσία, η σύλληψη της οποίας είχε επίκεντρο τον Ρισελιέ. Πιστεύω ότι μια έκθεση είναι καλύτερο να χτίζεται γύρω από ένα πρόσωπο, παρά με χρονολογική σειρά. Το ίδιο έκανα αργότερα με τη Μεγάλη Αικατερίνη, που ήταν από τους πιο μεγάλους συλλέκτες όλων των εποχών. Αυτή δημιούργησε στην ουσία τη συλλογή του Ερμιτάζ. Ηταν γυναίκα με απίστευτα ανεπτυγμένη αισθητική, η οποία, γυρεύοντας φιλοφρονήσεις, έλεγε: “Λαίμαργη είμαι μάλλον, παρά γνώστρια της τέχνης”.

Από πού προέρχεται η δική σας αγάπη για την τέχνη; «Από το γεγονός ότι είχα βαρεθεί τις πολιτικές επιστήμες και τα πολυάριθμα στοιχεία Δικαίου που περιείχαν. Ετσι, στα 21 μου άρχισα να σπουδάζω ιστορία της τέχνης και γρήγορα διαπίστωσα ότι είχα τους καλύτερους βαθμούς σε όλη τη Σορβόννη. Ενώ ως τότε ήμουν αρκετά μέτριος, ξαφνικά βρήκα έναν τομέα ο οποίος με ενδιέφερε πάρα πολύ και στον οποίο ήμουν εξαιρετικός. Αφιερώθηκα, λοιπόν, απόλυτα σε αυτόν και, ενώ δίδασκα Οικονομία ως τα 25 μου, παράλληλα οργάνωνα ταξίδια στην Ιταλία, έκανα ιδιαίτερα μαθήματα Λογοτεχνίας και, τελικά, στα 26 μου, έγινα δεκτός ως υπότροφος στη Βίλα Μέντιτσι, όπου έμεινα δύο χρόνια».

Τα οποία ήταν αρκετά για να αλλάξουν τη ζωή σας εξ ολοκλήρου… «Ακριβώς. Ως τότε σκεφτόμουν ότι θα πήγαινα στη Βίλα Μέντιτσι, θα τελείωνα, θα γινόμουν βοηθός στο πανεπιστήμιο και στη συνέχεια θα έκανα ακαδημαϊκή καριέρα. Εκεί, όμως, άλλαξε ριζικά ο τρόπος σκέψης μου. Ο διευθυντής της Βίλας διοργάνωνε καταπληκτικές εκθέσεις. Μία από αυτές είχε θέμα “Ο Πικάσο και η Μεσόγειος”. Καλεσμένη ήταν, θυμάμαι, και η Ζακλίν Ροκ-Πικάσο την οποία είχα την τύχη να γνωρίσω και να συζητήσω μαζί της για τρεις ολόκληρες ώρες μέσα σε ένα ασανσέρ που είχε πάθει βλάβη! Η ζωή στη Βίλα μού επέτρεψε να γίνω μέρος ενός κόσμου μαγευτικού. Ξαφνικά, μπορούσα να καλώ σκηνοθέτες όπως ο Φελίνι ή μαέστρους όπως ο Κλαούντιο Αμπάντο ή ο Κάρλο Μαρία Τζιουλίνι, τεράστιες προσωπικότητες που ένας ιστορικός της τέχνης με τη στενή σημασία του όρου δεν θα είχε την ευκαιρία να γνωρίσει. Μάλιστα, η πρώτη έκθεση που διοργάνωσα αφορούσε τη σχέση του Κλοντ Ντεμπυσί με τον συμβολισμό. Αυτή σηματοδότησε τη μετέπειτα πορεία μου, καθώς ήταν στα όρια της αισθητικής, της ιστορίας της τέχνης και της μουσικής. Με ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τα όρια αυτά, στα οποία εντοπίζει κανείς τα κοινά στοιχεία των τεχνών. Γι’ αυτό, μετά τη διαμονή μου στη Βίλα, ειδικεύτηκα στον 19ο αιώνα και στον συμβολισμό, το αισθητικό αυτό ρεύμα που θεωρεί ότι ο ήχος και ο λόγος έχουν κοινά σημεία, ότι οι ιδέες είναι κοινές σε όλες τις τέχνες, ότι η αρχιτεκτονική μπορεί να αντανακλά μουσικούς ρυθμούς και η μουσική ποιητικά ρεύματα, ή ότι η ποίηση και η μουσική είναι φτιαγμένες για να συναντηθούν. Και εφέτος, 30 χρόνια μετά, διοργανώνουμε με έναν συνάδελφο μουσικολόγο την έκθεση “Ντεμπυσί: Η μουσική και οι τέχνες” στο Μουσείο της Ορανζερί».

Ο Ντεμπυσί σκόπευε να κάνει μια όπερα πάνω σε ένα ποιητικο-θεατρικό κείμενο του Βικτόρ Σεγκαλέν με τίτλο «Ορφέας-βασιλιάς», έργο το οποίο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ λόγω του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. «Ο Ντεμπυσί άφησε πολλά σχέδιά του ανολοκλήρωτα. Το αριστούργημά του, όμως, είναι το “Πελλέας και Μελισσάνθη”, το οποίο θεωρώ το πιο σημαντικό μουσικό έργο του 20ού αιώνα. Τώρα που τελείωσε η ανακαίνιση του μουσείου, ελπίζω να βρω τον χρόνο να ασχοληθώ περισσότερο με τη μουσική. Εφέτος κάναμε μια υπέροχη έκθεση για τα 100 χρόνια από τον θάνατο του Γκούσταβ Μάλερ. Το Μουσείο Ορσέ οφείλει να αναδείξει τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στις τέχνες. Αυτό θελήσαμε να υπογραμμίσουμε και μέσα από τον καινούργιο τρόπο διάταξης των εκθεμάτων στις ανακαινισμένες αίθουσες του μουσείου. Στην καινούργια πτέρυγα Αμόν εκθέτουμε για πρώτη φορά στον ίδιο χώρο πίνακες του Πιέρ Μπονάρ και του Ζαν Εντουάρ Βιγιάρ πλάι σε έπιπλα που εκφράζουν το γούστο της εποχής. Βάλαμε, επίσης, περισσότερα γλυπτά στις αίθουσες με τους πίνακες των ιμπρεσιονιστών».

Το Μουσείο του Ορσέ ήταν για εσάς μια επιλογή; «Ηταν το πεπρωμένο μου. Ο διορισμός μου σε αυτό δεν ήταν κάτι ευνόητο, διότι η πορεία μου ήταν ιδιαίτερα ασυνήθιστη. Είμαι βέβαια έφορος, έχω όλα τα απαραίτητα πτυχία, αλλά πάντα θεωρούμουν αντικομφορμιστής. Εχω κάνει εκθέσεις όπως “Ο Χίτσκοκ και η τέχνη” στο Κέντρο Ζορζ Πομπιντού ή για τον Γουόλτ Ντίσνεϊ στο Γκραν Παλέ. Θεωρώ σημαντική τη συνάντηση του κινηματογράφου με τη ζωγραφική. Μου αρέσει ό,τι βρίσκεται στα όρια της ιστορίας της τέχνης, γι’ αυτό και θέλησα να αλλάξω τον τρόπο παρουσίασης της συλλογής του Ορσέ, της πιο ωραίας ιμπρεσιονιστικής συλλογής του κόσμου».

Υπήρχαν και πρακτικοί λόγοι για τους οποίους θελήσατε να κάνετε τις αλλαγές αυτές; «Ναι. Στο μουσείο υπήρχε μια μεγάλη ανισορροπία. Οι επισκέπτες σταματούσαν στις αίθουσες του ισογείου μόνο για να δουν τους πίνακες του Γκουστάβ Κουρμπέ, οι οποίοι μάλιστα ήταν κακοφωτισμένοι, και ανέβαιναν κατευθείαν να δουν τους πίνακες των ιμπρεσιονιστών. Οι αίθουσες στις οποίες βρίσκονταν οι πίνακες αυτοί είχαν λευκούς τοίχους που θύμιζαν το ΜοΜΑ της δεκαετίας του ’30, αισθητική η οποία ήταν πια εντελώς ξεπερασμένη ήδη από τη δεκαετία του ’50 και του ’60. Την εποχή εκείνη τα μουσεία υποστήριζαν ότι η διακόσμηση του χώρου στον οποίο εκτίθεται η ζωγραφική πρέπει να είναι ουδέτερη. Σήμερα, όμως, πιστεύουμε ότι πρέπει να παραπέμπει στη διακόσμηση της εποχής. Γι’ αυτό θέλησα να ξαναδώσω στο Ορσέ έναν αέρα 19ου αιώνα. Τώρα μάλιστα που τελείωσαν τα έργα, δεν μιλάω πια για “σταθμό” ή για “μουσείο”, αλλά για “μέγαρο”. Αυτό σε άλλους αρέσει και άλλους τους ξενίζει. Το γεγονός, όμως, είναι ότι σήμερα μπαίνει πια κανείς σε έναν κομψό χώρο, με βαθιά χρώματα στους τοίχους και έναν συνδυασμό φυσικού και τεχνητού φωτισμού με φίλτρα για τις υπεριώδεις ηλιακές ακτίνες. Κάποτε οι αίθουσες ήταν θλιβερές. Οταν είχε συννεφιά, έβλεπες λίγα πράγματα, ενώ τις ηλιόλουστες ημέρες το εκτυφλωτικό φως σε έκανε να βλέπεις μόνο το περίγραμμα των απεικονιζόμενων μορφών και των τοπίων και όχι τη σχέση των χρωμάτων μεταξύ τους, η οποία είναι και η μεγάλη κληρονομιά του ιμπρεσιονισμού στην Ιστορία της ανθρωπότητας».

Αναδιοργανώσατε, επίσης, τις συλλογές του μουσείου, κατεβάζοντας τον μεταϊμπρεσιονισμό στον πρώτο όροφο. «Οπως ξέρετε, βρισκόμαστε στο κέντρο του Παρισιού και, ως εκ τούτου, δεν μπορούμε να κάνουμε θαύματα. Δεν μπορούμε, δηλαδή, να χτίσουμε έναν πύργο πάνω από το Μουσείο του Ορσέ ούτε να επεκταθούμε προς τον πίσω δρόμο ή προς την τράπεζα που είναι δίπλα. Οπότε, έπρεπε να περιοριστούμε σε έργα εντός του μουσείου. Μεταφέραμε, για παράδειγμα, τις αίθουσες Φρανσουάζ Κασέν στον πρώτο όροφο και κάτω από αυτές δημιουργήσαμε καινούργιες αίθουσες για τον συμβολισμό, όπου μπορεί κανείς να δει πίνακες του Γκουστάβ Μορό, του Πιερ Μπονάρ ή του Μορίς Ντενί. Επειτα, με την πτέρυγα Αμόν, θελήσαμε να δώσουμε έναν διαφορετικό τόνο στο εσωτερικό του μουσείου. Οι έφοροι και εγώ αποφασίσαμε να απομακρυνθούμε από τη φιλοσοφία της Γκάε Αουλέντι, της ιταλίδας αρχιτέκτονος που το δημιούργησε, η οποία είχε υιοθετήσει μια αισθητική απόρριψης των χρωμάτων, με αποτέλεσμα ο χώρος να μη θυμίζει σε τίποτε τον 19ο αιώνα. Πιστεύω ότι το μουσείο είναι τώρα πιο πιστό στο πνεύμα του 19ου αιώνα, ακόμη και με τις μοντέρνες πινελιές των αδελφών Καμπάνα που δίνουν δροσιά και χαρά στον χώρο. Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο 19ος ήταν ένας αιώνας με απίστευτη επινοητικότητα, τόλμη και επιχειρηματική ενέργεια. Ανθρωποι όπως ο Γουστάβος Αϊφελ ή ο Τζόζεφ Πάξτον δεν υπάρχουν στον 20ό αιώνα και αυτό ακριβώς είναι που θέλει να δείξει το Μουσείο Ορσέ».

Πώς θα αλλάξει η κίνηση των επισκεπτών στο εσωτερικό του μουσείου με την αναδιάταξη των συλλογών; «Οι επισκέπτες θα πηγαίνουν στον πέμπτο όροφο για να δουν το “Πρόγευμα στη χλόη” του Εντουάρ Μανέ και θα κατεβαίνουν έπειτα στον πρώτο για να δουν τα έργα του Βαν Γκογκ και του Γκογκέν. Προηγουμένως όλα αυτά τα έργα ήταν μαζί και όλοι συνωστίζονταν στον πέμπτο όροφο. Ηταν τρομερό. Εγώ, επειδή ως επισκέπτης ερχόμουν τη Δευτέρα που το μουσείο ήταν κλειστό, δεν είχα συνειδητοποιήσει το πλήθος των τουριστών που μαζευόταν στις αίθουσες αυτές. Μπορεί να βρίσκονταν ταυτόχρονα ακόμη και 1.000 άτομα εκεί μέσα. Βαγόνι του μετρό ήταν, όχι αίθουσα μουσείου! Τα πλήθη στριμώχνονταν μπροστά στους πίνακες του Βαν Γκογκ, του Πολ Γκογκέν, του Ζορζ Σερά, του Πιέρ Μπονάρ, τον Ζαν Εντουάρ Βιγιάρ ή του Μορίς Ντενί, χωρίς να μπορούν να τους δουν πραγματικά. Αποφασίσαμε, λοιπόν, να κατευθύνουμε διαφορετικά το ενδιαφέρον των επισκεπτών και παράλληλα την κίνησή τους μέσα στο μουσείο, περιμένοντας να γίνει κάποια εξωτερική επέκταση».

Ποιοι είναι οι λόγοι για τους οποίους έρχεται κανείς στο μουσείο Ορσέ; «Κατ’ αρχάς το Ορσέ είναι ένα μουσείο που μπορεί κανείς να επισκεφτεί μέσα σε μία ή ακόμη και σε μισή ημέρα. Ετσι, ο ταξιδιώτης που έρχεται, για παράδειγμα, από μια χώρα της Ευρώπης ή της Νότιας Αμερικής μπορεί γρήγορα να σχηματίσει μια ιδέα για τον γαλλικό πολιτισμό. Επειτα, έρχονται στο μουσείο μας Ελληνες, Ιταλοί ή Ισπανοί, πολιτισμικές ομάδες που διαθέτουν τεράστιο πολιτισμό, οι οποίος όμως πολιτισμός παρουσιάζει ένα “κενό” κατά τον 19ο αιώνα. Ο 19ος αιώνας ανήκει στους Παριζιάνους. Αυτοί εφηύραν και την αβανγκάρντ, η οποία βέβαια σήμερα βρίσκεται αλλού, στην Ινδία ή στην Κίνα. Τότε, όμως, οι περισσότεροι αρχιτέκτονες και ζωγράφοι, απ’ όπου και αν προέρχονταν, έπρεπε να περάσουν από τις ακαδημίες του Παρισιού για να κάνουν έπειτα αρχιτεκτονική και ζωγραφική στη χώρα τους. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι ο γαλλικός όρος “αβανγκάρντ” χρησιμοποιείται αμετάφραστος σε όλες τις γλώσσες· και αναφέρεται σε αυτούς που πρώτοι δείχνουν την κατεύθυνση την οποία θα πρέπει να ακολουθήσουμε».

Ποια είναι η σχέση σας με τα άλλα διεθνή μουσεία; «Το Ορσέ είναι το μουσείο που κάνει τις περισσότερες ανταλλαγές με τα μουσεία του εξωτερικού. Το 1987, έναν χρόνο μετά τη δημιουργία του, ο αριθμός των έργων που δάνειζε στο εξωτερικό ανερχόταν σε 400, ενώ σήμερα σε 2.000. Υπάρχουν τρία άτομα στο μουσείο που ασχολούνται μόνο με αυτό. Σήμερα, βέβαια, διοργανώνονται και πιο πολλές εκθέσεις απ’ ό,τι την εποχή εκείνη. Το 1987 υπήρχαν μόνο 15 μουσεία στον κόσμο που διοργάνωναν περιοδικές εκθέσεις. Τότε, το Ορσέ δεν είχε καμία σχέση με την Ελλάδα, την Ιταλία ή την Ισπανία. Σήμερα, οι χώρες αυτές είναι από τους κύριους συνεργάτες μας».

Πώς κρίνετε την απόφαση του Λούβρου να δημιουργήσει παράρτημα στο Αμπου Ντάμπι; «Θα δούμε τι θα γίνει με την υπόθεση αυτή. Εμείς δεν έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε κάτι τέτοιο, αφού είμαστε πιο μικροί από το Λούβρο. Το Λούβρο έχει 4.000.000 αντικείμενα, ενώ εμείς περίπου 230.000. Βέβαια, όλες οι γαλλικές πόλεις θα ήθελαν να έχουν ένα παράρτημα του Ορσέ. Για εμάς, όμως, είναι δύσκολο να κάνουμε τέτοιου είδους παραρτήματα και, να σας πω την αλήθεια, ούτε το επιθυμούμε. Δεν συμφωνώ καθόλου, για παράδειγμα, με την καταστροφική κατ’ εμέ πολιτική του Γκούγκενχαϊμ, η οποία, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα, συνίστατο στο να πουλά αριστουργήματα από τις συλλογές του για να χτίσει παραρτήματα σε άλλες χώρες».

Το μουσείο σας έχει επηρεαστεί από την κρίση; «Το Ορσέ δεν ήταν ποτέ σε καλύτερη κατάσταση απ’ ό,τι τα τελευταία χρόνια. Φανταστείτε ότι τα έργα της ανακαίνισης αυτοχρηματοδοτήθηκαν κατά τα δύο τρίτα. Το κράτος μάς δίνει όλο και λιγότερα χρήματα. Μουσεία όπως το Λούβρο, το Κέντρο Πομπιντού και το Ορσέ είναι πια σε σημαντικό βαθμό αυτόνομα. Το κράτος δίνει μεν λιγότερα χρήματα, αλλά μας ασκεί και λιγότερη πίεση ως προς την πολιτιστική πολιτική που ακολουθούμε, κάτι που είναι πολύ θετικό για εμάς. Από τότε που ανέλαβα τη διεύθυνση του μουσείου, το κράτος δίνει σταθερά 20 εκατ. ευρώ τον χρόνο, ενώ ο προϋπολογισμός μας είναι όλο και πιο υψηλός. Τον καλύπτουμε, όμως, κατά ένα μεγάλο μέρος μόνοι μας».

Αυτό είναι ενθαρρυντικό… «Μόνο ενθαρρυντικό; Υπέροχο είναι! Η έκθεση του Κλοντ Μονέ στο Γκραν Παλέ συγκέντρωσε πάνω από ένα εκατομμύριο επισκέπτες! Αυτό αποδεικνύει ότι, παρά την κρίση, το κοινό των εκθέσεων αυξάνεται».

Την 1η Δεκεμβρίου το Ορσέ γιορτάζει τα 25α γενέθλιά του. Ποιο είναι το όνειρό σας για τα επόμενα 25 χρόνια; «Το όνειρό μου είναι να έχουμε όσο το δυνατόν περισσότερες συνεργασίες με τα μουσεία του εξωτερικού. Το 2012, άλλωστε, θα είναι η χρονιά των μεγάλων συνεργασιών, αφού τον Μάρτιο ετοιμάζουμε την έκθεση “Ο Ντεγκά και το γυμνό” σε συνεργασία με το Μουσείο της Βοστώνης, που διαθέτει μία από τις πιο μεγάλες συλλογές ιμπρεσιονιστών. Στη συνέχεια έχουμε προγραμματίσει μια άλλη έκθεση, σε συνεργασία με το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης και το Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγου, με τίτλο “Ο ιμπρεσιονισμός και η μόδα”. Πρόκειται για μια καταπληκτική έκθεση, η οποία θα κινείται στα όρια της μόδας, της αισθητικής και της ιστορίας της τέχνης. Αν με ρωτάτε, όμως, για το μακρινό μέλλον των επόμενων 25 χρόνων, οφείλω να ομολογήσω ότι ως τότε σίγουρα θα έχω αφήσει σε κάποιον άλλον τη θέση μου!».

Αυτή η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜagazino στις 30 Οκτωβρίου 2011.