Σε τρία μυθιστορήματα του Γιασουνάρι Καουαμπάτα αναφέρθηκε ειδικότερα η Σουηδική Ακαδημία όταν το 1968 τού απένειμε το Βραβείο Νομπέλ: τηΧώρα του χιονιού, τουςΧίλιους γερανούςκαι τηνΠαλιά πρωτεύουσα . Στο σκεπτικό τονιζόταν η αφηγηματική μαεστρία του συγγραφέα που«με μεγάλη ευαισθησία εκφράζει την ουσία του ιαπωνικού πνεύματος».

Ο Καουαμπάτα φρόντισε να μη διαψεύσει το παραπάνω σκεπτικό. Στον λόγο του κατά τη διάρκεια της απονομής γι΄ αυτήν ακριβώς την ευαισθησία της Απω Ανατολής μίλησε, η οποία χαρακτηρίζει τον ιαπωνικό πολιτισμό, και ειδικότερα για τη στάση ζωής που προϋποθέτει. Τα περισσότερα όμως από τα παραδείγματα που χρησιμοποίησε στην ομιλία του δεν προέρχονταν από την πεζογραφία αλλά από την ποίηση. Γιατί αν κάτι διαφοροποιεί την ιαπωνική πεζογραφία από την αντίστοιχη δυτική είναι αυτό ακριβώς: η ποιητική της- και όχι αυτό που γενικώς και αορίστως αποκαλούμε ποιητικότητα-, η οποία παραπέμπει σε ένα κοίταγμα του κόσμου όπου η ανθρώπινη ευαισθησία παρουσιάζεται τόσο εύθραυστη όσο και τα άνθη της κερασιάς και της ροδακινιάς, ενώ ο κόσμος λειτουργεί ως τεράστια προβολή της ανθρώπινης συνείδησης, όπως την εκφράζει η φιλοσοφία του ζεν.

Μπορεί ένας Δυτικός να εισχωρήσει σε αυτόν τον κόσμο; Οταν ο συγγραφέας είναι της αξίας του Καουαμπάτα, τότε μπορεί. Και όταν διαβάζει ένα βιβλίο γραμμένο με τέτοια λεπτότητα όπως τοΟμορφιά και θλίψη νιώθει πως το περιεχόμενό του διαπερνά τον φθορισμό ενός πολύπτυχου ιμπρεσιονιστικού πίνακα όπου το συγγραφικό παιχνίδι οδηγεί στην αποθέωση της εναλλαγής των αποχρώσεων και στη συνέχεια στο δαιμονικό ξεπέρασμά τους.

ΤοΟμορφιά και θλίψηείναι από τα τελευταία μυθιστορήματα του κορυφαίου συγγραφέα και εκδόθηκε το 1964, οκτώ χρόνια πριν από την αυτοκτονία του. Στον πυρήνα του βρίσκουμε τη σύγκρουση ανάμεσα στον σύγχρονο κόσμο και στην παράδοση, στην κοινωνία που έρχεται και σε αυτήν που σβήνει μέσα στο λυκόφως μιας ανεπαίσθητης πίκρας, στην οποία ωστόσο δεν δυσκολεύεται κανείς να διακρίνει το πνεύμα της οργής.

Το μυθιστόρημα ξεκινά σε ένα τρένο, στο οποίο επιβαίνει ο κεντρικός ήρωας Οκι Τοσίο, ένας μεσήλικος συγγραφέας που μεταβαίνει στο Κιότο για να συναντήσει μια γνωστή ζωγράφο, την Οτόκο Ουένο, η οποία υπήρξε ο μεγάλος έρωτας της ζωής του,«για να ακούσει μαζί της τις καμπάνες της πρωτοχρονιάς», δηλαδή για να συναντήσει και να ξαναζήσει το παρελθόν του. Η Οτόκο ζει με τη μαθήτριά της Κέικο Σακάμι. Το τρίο που δημιουργείται θα έχει καταστροφικές συνέπειες, οι οποίες ωστόσο διαχέονται μέσα στο κλίμα της ανείπωτης θλίψης που διαποτίζει αυτό το διαβρωτικό βιβλίο. Ο φθόνος, οι αντιφάσεις, που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ανθρώπινης φύσης, και τα ακραία συναισθήματα όπως η ζήλια κυριαρχούν σε αυτό το λαμπρό μυθιστόρημα με τις εξαίσιες και λιτές περιγραφές, παραπέμποντας στην τεχνική των ποιημάτων τάνκα. Πάνω και πέρα από όλα αυτά όμως υπάρχει το μείζον θέμα της ζωής και του θανάτου. Το πώς αντιμετωπίζει αυτός ο πολιτισμός, τόσο διαφορετικός σε πολλά από τον δικό μας, ένα τέτοιο θέμα πιστοποιείται και από τη στάση του έναντι του ζητήματος της αυτοκτονίας, του περάσματος από τον κόσμο των ζώντων στο βασίλειο των πνευμάτων. Διά της αυτοκτονίας άλλωστε αποφάσισε να φύγει στις 16 Απριλίου 1972 από τη ζωή, χωρίς μάλιστα να αφήσει κανένα σημείωμα, και ο ίδιος ο Καουαμπάταμε γκάζι και όχι τελετουργικά και θεαματικά, όπως ο έτερος σημαντικός ιάπωνας συγγραφέας Γιούκιο Μισίμα δύο χρόνια νωρίτερα.