ΛΙΜΑ Oταν ο Αμερικανός Χάιραμ Μπίνγκχαμ, καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ, έφθανε τον Ιούλιο του 1911 στο Κούσκο, μια πόλη του Περού σκαρφαλωμένη στους ορεινούς όγκους των Ανδεων, ήλπιζε ότι θα ήταν ο πρώτος Δυτικός που θα κατάφερνε να αντικρίσει τα ερείπια της «χαμένης πόλης» των Ινκας. Τα ευρήματα που έρχονται σήμερα στο φως απειλούν να του κλέψουν τη δόξα.
Τόσο το πανεπιστήμιο όπου δίδασκε όσο και το περιοδικό «Νational Geographic» έδειξαν εκείνη την εποχή μεγάλο ενδιαφέρον για την ανακάλυψη της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας των Ινκας, ο πολιτισμός των οποίων είχε καταστραφεί τέσσερις αιώνες νωρίτερα από τους ισπανούς «κονκισταδόρες» του Φρανσίσκο Πισάρο. Χρηματοδότησαν έτσι γενναία τη φιλόδοξη αποστολή του αμερικανού εξερευνητή επιδιώκοντας να βάλουν την αμερικανική σφραγίδα στις ανά τον κόσμο εξερευνήσεις, στις οποίες κυριαρχούσαν ως τότε οι βρετανικές αποστολές και η φυσιογνωμία του Ντέιβιντ Λίβινγκστοουν. Ο Μπίνγκχαμ δεν τους πρόδωσε. Περνώντας μέσα από τη ζούγκλα του Περού έφθασε τελικά στην «Ατλαντίδα» του, την αρχαία ακρόπολη του Μάτσου Πίτσου. Στην περιοχή ανακαλύφθηκαν στη συνέχεια από την αρχαιολογική σκαπάνη θαυμαστοί τάφοι, χρυσοί ναοί και ό,τι άλλο είχε αφήσει όρθιο η καταστροφική μανία των ευρωπαίων «εκπολιτιστών». Ο ίδιος φρόντισε να μη γυρίσει με άδεια χέρια και έτσι επέστρεψε στο Γέιλ κουβαλώντας ως «ενθύμιο» περίπου 5.000 αντικείμενα τέχνης και άλλα πολύτιμα λείψανα του πολιτισμού των Ινκας.
Σήμερα, εκτός από αυτά τα αντικείμενα τα οποία διεκδικούνται από την κυβέρνηση του Περού, τίθεται υπό αμφισβήτηση ακόμη και η «πρωτιά» του Μπίνγκχαμ από την προγενέστερη, όπως φαίνεται, ανακάλυψη ενός γερμανού μηχανικού.
Σύμφωνα με μια ομάδα περουβιανών ιστορικών, υπάρχουν χάρτες που αναφέρονται στη «χαμένη πόλη» και χρονολογούνται από το 1874.
Οπως αποδεικνύουν με άρθρο τους στο περιοδικό «South Αmerican Εxplorer», ο Αουγκουστ Μπερνς είχε ήδη από το 1860 εξουσιοδοτηθεί από την κυβέρνηση του Περού να κάνει έρευνες στην περιοχή, όπου ανακάλυψε στη συνέχεια την αρχαία ακρόπολη του Μάτσου Πίτσου. Οπως διευκρινίζει μάλιστα ένας από τους ιστορικούς, τα αρχεία του Πανεπιστημίου του Γέιλ δείχνουν ότι ο Μπερνς είχε και άδεια να μεταφέρει στην πατρίδα του μέρος των θησαυρών.
Φαίνεται όμως ότι οι «μνηστήρες» που διεκδικούν ερήμην και μετά θάνατον την πατρότητα των ανασκαφών δεν είναι μόνο δύο. Ενας ακόμη, ο ιεραπόστολος της αγγλικής Εκκλησίας των Βαπτιστών Τόμας Πέιν, φαίνεται ότι όχι μόνο ανακάλυψε την πόλη οκτώ χρόνια πριν από τον Μπίνγκχαμ αλλά ότι τον βοήθησε στις έρευνες που έκανε τα επόμενα χρόνια.