Κυκλοφορεί εντός των ημερών από τις εκδόσεις Νέα Σύνορα το βιβλίο του πολιτικού και πρώην υπουργού Αναστάση Πεπονή «1961-1981. Τα γεγονότα και τα πρόσωπα». Στις 450 σελίδες του ο συγγραφέας μιλάει για τον πολιτικό, κυβερνητικό, κοινωνικό κόσμο εκείνης της εικοσαετίας με αντικειμενικότητα και παρρησία και για τα σημαντικά γεγονότα που σημάδεψαν την τότε ελληνική πολιτική ζωή. «Το Βήμα» προδημοσιεύει σήμερα ένα στοιχείο αυτής της ζωής: πώς και γιατί ο Μακάριος απέρριψε το δεύτερο σχέδιο Ατσεσον για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.



Για το σχέδιο λύσης του Κυπριακού του πρώην υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Ντιν Ατσεσον, για αποδοχή αυτού του σχεδίου από τον Γεώργιο Παπανδρέου και για ματαίωσή του από τον ίδιο τον Μακάριο, με τη συνδρομή και του Ανδρέα Παπανδρέου, έχουν γράψει και έχουν μιλήσει πολλοί. Εζησα από κοντά μια προσπάθεια να αποδεχθεί το σχέδιο η Κύπρος και μια απότομη εγκατάλειψή της. Η αφήγησή της αποκαλύπτει μια πτυχή αυτού του κεφαλαίου του Κυπριακού έως σήμερα, νομίζω, άγνωστη. Αφορά στο δεύτερο σχέδιο του Ατσεσον, αυτό που πράγματι έτεινε να το δεχθεί ο Γεώργιος Παπανδρέου. Οι σχετικές διαπραγματεύσεις διεξάγονταν στη Γενεύη από τον πρέσβη Δημήτρη Νικολαρεΐζη και από δίπλα του τον Σωσσίδη ως διπλωματικό σύμβουλο του πρωθυπουργού, με τον πρόσθετο ρόλο του συνδέσμου μαζί του.


Με τον πρωθυπουργό στο Καστρί


Με ειδοποίησε ο Λουκής Ακρίτας πως μας καλούσε για το ίδιο βράδυ ο πρωθυπουργός στο Καστρί. Ανεβήκαμε με το δικό μου υπηρεσιακό αυτοκίνητο. Το μεσημέρι είχε συνέλθει το Υπουργικό Συμβούλιο για να ενημερωθεί από τον πρωθυπουργό. Οι θετικές εκτιμήσεις του πρωθυπουργού για το σχέδιο είχαν γίνει αποδεκτές, εξουσιοδοτήθηκε για τους παραπέρα χειρισμούς. Το σχέδιο προέβλεπε την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, με την παραχώρηση όμως στην Τουρκία, υπό μορφή μίσθωσης όπως λέχθηκε, μιας ζώνης στο βόρειο τμήμα, στην περιοχή της Καρπασίας. Προέβλεπε επίσης ειδικές ρυθμίσεις για επαρχίες της Κύπρου όπου υπερείχε αριθμητικά η τουρκοκυπριακή μειονότητα. Η συνεδρίαση εκείνη του Υπουργικού Συμβουλίου χαρακτηρίστηκε από όσους την αναφέρουν «πανηγυρική» (βλ. Σπύρος Λιναρδάτος, Από τον Εμφύλιο στη Χούντα, τόμ. Ε’, σελ. 52-53, και Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, Η Ταραγμένη Εξαετία, τόμ. Α’, σελ. 207). Ο Λουκής μού είπε κατά τη διαδρομή ότι του είχε υποδείξει ο Παπανδρέου να μην πάρει το λόγο κατά τη συνεδρίαση εκείνη, ότι θα τα λέγανε το βράδυ.


Στο Καστρί μόνο το ζεύγος Ακρίτα και εγώ. Ο πρωθυπουργός εξηγούσε το σκεπτικό του, δε συγκρατώ λεπτομέρειες. Με το δεδομένο γεωστρατηγικό συσχετισμό, το κράτος της Κύπρου ήταν όμηρος της Τουρκίας. Ηθελε να πάει ο Λουκής στην Κύπρο, να είμαι και εγώ μαζί, «ως φίλος σου και της εμπιστοσύνης μου», πρόσθεσε απευθυνόμενος στον Λουκή. Αποστολή του Ακρίτα, να πείσει τους παράγοντες της Κύπρου να αποδεχθούν τη λύση του δεύτερου σχεδίου Ατσεσον. Τόνισε ότι δεν αντιλαμβανόταν μια ένωση που θα έθετε τους Κυπρίους υπό τη γραφειοκρατία του ελληνικού Δημοσίου, ότι απέβλεπε σε μια ένωση που θα καθιστούσε την Κύπρο τμήμα της Ελλάδας ως προς τη διεθνή υπόσταση και ως προς την άμυνά της. Αυτό τον ενδιέφερε. «Δε θα τους στείλω από εδώ υπαλλήλους να τους διοικήσουν». Ο Λουκής, αφού του μίλησε για την Καρπασία, δηλαδή την περιοχή που θα μισθωνόταν από την Τουρκία για να εγκαταστήσει εκεί στρατό, αναφερόμενος στην ελληνικότητα και στην ιστορία της, εξέφρασε κάποια ανησυχία για τις διαπραγματεύσεις στη Γενεύη. Προσφέρθηκε να πάει στην Κύπρο, αλλά περνώντας πρώτα από τη Γενεύη. Με σεβασμό και ευγένεια έδειξε να το θέτει ως προϋπόθεση. Δεν αναφέρθηκε στον Νικολαρεΐζη αλλά, με κάποια διαφαινόμενη ανησυχία, στον Σωσσίδη.


Επακολούθησε τηλεφωνική επικοινωνία με τη Γενεύη. Είχε καλέσει ο Σωσσίδης. Χωρίς να έχει απαντήσει στον ίδιο τον Λουκή, άρχισε να λέει στον Σωσσίδη ότι έκρινε χρήσιμο πριν πάει ο Λουκής στην Κύπρο να περάσει από τη Γενεύη. Στη συνέχεια ο Παπανδρέου σιώπησε, άκουγε και ξαφνικά παρακολουθήσαμε μια έκρηξή του: «Τι είμαι που θα πω πρώτος στους Τούρκους ότι δέχομαι το σχέδιο; Να διακόψεις». Εκλεισε το τηλέφωνο οργισμένος. Γύρισε κοντά μας και μας μετέφερε πως οι Τούρκοι επιφυλάσσονταν να απαντήσουν αφού πρώτα ο Παπανδρέου θα δήλωνε την αποδοχή του σχεδίου. «Δε θα πάτε τώρα», πρόσθεσε. Το κλίμα ήταν βαρύ, αφήσαμε τον Παπανδρέου δύσθυμο.


Δεν έχω άμεση αντίληψη γι’ αυτά που είχαν προηγηθεί ούτε για όσα ακολούθησαν, πέρα από εκείνα που γράφανε οι εφημερίδες ή που διάβασα αργότερα ­ και έως σήμερα ­ σε βιβλία. Περιορίστηκα ξανά στα καθήκοντά μου. Ο Μακάριος είχε αργότερα δηλώσει ότι χάρη στην αντίδρασή του «ο εκ του σχεδίου Ατσεσον μέγας εθνικός κίνδυνος απεσοβήθη». Εάν ο εθνικός κίνδυνος «απεσοβήθη» το έχει αντιληφθεί ο Ελληνισμός από το 1974. Προσωπικά πιστεύω ότι, εάν ο Παπανδρέου δήλωνε αποδοχή του σχεδίου, η Αγκυρα θα κρατούσε αυτή την αποδοχή για να ζητήσει πιεστικά και άλλα, όπως την πλήρη προσάρτηση αντί της μίσθωσης. Είναι η τακτική της τουρκικής διπλωματίας.


Γιατί επισκέφθηκε την Κύπρο


Είχε σταλεί στη Λευκωσία ο Νίκος Δεληπέτρος, με επίκληση της ιδιότητας του υποδιοικητή του ΙΚΑ, για να συμβάλει δήθεν στην οργάνωση αντίστοιχων υπηρεσιών περίθαλψης. Στην πραγματικότητα όμως πήγε με τη δημοσιογραφική του ιδιότητα και εμπειρία, για να στηρίξει την προβολή της πολιτικής της ελληνικής κυβέρνησης, σταθερής στο αίτημα να ασκήσει ο κυπριακός λαός το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Επί χρόνια, έως την Αποστασία του 1965, υπήρξε αφοσιωμένος στον Γεώργιο Παπανδρέου. Η δράση του όμως στην Κύπρο προκάλεσε αντιδράσεις. Του αποδίδανε ότι εκφραζόταν ανοιχτά κατά του Μακάριου, ακόμα και άπρεπα. Συγκρούστηκε με τους φίλους του εθνάρχη.


Εβδομάδες αργότερα, λίγο καιρό αφότου ο Δεληπέτρος είχε ανακληθεί με αξίωση του Μακάριου, ο υπουργός Εξωτερικών μού μίλησε από το τηλέφωνο συνοπτικά για το δυσάρεστο κλίμα που είχε διαμορφωθεί και μου είπε ότι κρίνεται σκόπιμο να ταξιδέψω αμέσως για την Κύπρο, να κάνω χρήση μιας ανοιχτής πρόσκλησης που είχα από το ΡΙΚ.


Ηταν Οκτώβρης του 1964. Η κατάσταση στην Κύπρο ακόμα τεταμένη. Κάποιες περιοχές, όπως της Κυρήνειας, αποκλεισμένες. Ημουν εκεί την 28η Οκτωβρίου. Θυμάμαι τη δοξολογία στη Μητρόπολη της Λευκωσίας. Ατμόσφαιρα βυζαντινή. Συγκρατώ την εντύπωση από τον πανηγυρικό λόγο του Φρίξου Πετρίδη, ένα λόγο πατριωτικής αδιαλλαξίας. Το ίδιο πρωί παρακολούθησα και εγώ από την εξέδρα την επιβλητική παρέλαση στρατιωτικών σχηματισμών. Παρελαύνανε σχεδόν επί μία ώρα.


Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ «Αποδέχομαι την ένωση αν η Κύπρος δεν ενταχθεί στο ΝΑΤΟ»


Ο Μακάριος με δέχθηκε νωρίς το πρωί της 29ης ή της 30ής Οκτωβρίου στο μέγαρο της Αρχιεπισκοπής. Φορούσε το αντερί. Ξεκίνησα με αναφορά στη συνεργασία ΕΙΡ – ΡΙΚ, για να καταλήξω στην πρόταση μιας άμεσης σύνδεσης για ορισμένες εκπομπές. Τόνισα τη συμβολική σημασία αυτής της σύνδεσης, έχοντας πάντα στο μυαλό μου ως δεδομένη μια κοινή πολιτική με αίτημα το δικαίωμα αυτοδιάθεσης, που με την άσκησή του, όπως όλοι πιστεύαμε στην Ελλάδα, η πλειοψηφία του λαού της Κύπρου θα επέλεγε την ένωση. Η συζήτηση μεταφέρθηκε εκεί. Ο Μακάριος μου είπε απερίφραστα ότι αποδεχόταν την ένωση υπό την προϋπόθεση ότι η Κύπρος δε θα εντασσόταν, δε θα υπαγόταν, στο ΝΑΤΟ. Ξαφνιάστηκα. Δεν ήξερα αν αυτή τη θέση του την είχε ήδη γνωστοποιήσει στην ελληνική κυβέρνηση, δεν ήμουν προετοιμασμένος για το θέμα, πολύ περισσότερο να ακούσω από τον Μακάριο μια τοποθέτηση με την οποία ουσιαστικά απέκλειε την ένωση. Παρατήρησα ότι η ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ ήταν δεδομένη από το 1952. Για την ένωση με αυτή την Ελλάδα είχε πρωτοστατήσει ο ίδιος και, πάντως, με αυτό το δεδομένο έγινε ο πρώτος απελευθερωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ. Θυμάμαι περίπου τα λόγια του: Η Ελλάδα είναι μέλος του ΝΑΤΟ, η Κύπρος να μην υπάγεται. Επέμενα, το ύφος μου και η προσεκτική διατύπωση επιβεβαίωναν το σεβασμό και την αναγνώριση, όμως θα του έγινα δυσάρεστος. Του θύμισα τις βρετανικές βάσεις στο κυπριακό έδαφος και τη συμμετοχή της Μεγάλης Βρετανίας στο ΝΑΤΟ. Τον ρώτησα αν πίστευε πως σε περίπτωση σύγκρουσης των δύο συνασπισμών η Μεγάλη Βρετανία θα εξαιρούσε αυτές τις βάσεις από την υπαγωγή στο ΝΑΤΟ. Δεν απάντησε.


Μήνες μετά είχα μέσα στην ίδια μέρα δύο σημαντικές συναντήσεις. Η δεύτερη αφορούσε στην τηλεόραση, ήταν αυτή με τον λόρδο Τόμσον. Από τα χαρτιά μου προκύπτει η ημερομηνία: 5 Φεβρουαρίου 1965. Η πρώτη είχε σχέση με το Κυπριακό. Είχα κληθεί σε γεύμα από τον τότε πρεσβευτή της ΕΣΣΔ. Με τον μορφωτικό ακόλουθο της πρεσβείας του είχαμε αποκαταστήσει μια πολύ καλή συνεργασία. Βρήκα εκεί άλλους καλεσμένους, τον υφυπουργό Τύπου Γιώργο Μυλωνά, τον γενικό διευθυντή του ίδιου υπουργείου Γιώργο Καβουνίδη. Στο τραπέζι ο πρεσβευτής φανέρωσε αμέσως το ζήτημα για το οποίο έκανε εκείνο το γεύμα. Χωρίς περιστροφές, μίλησε κατά της προοπτικής της ένωσης, την τοποθέτησε ως κίνηση για την ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ. Μιλούσε αρκετά έντονα, απευθυνόταν κυρίως σε εμένα. Θυμάμαι τη βασική μου απάντηση: «Το γεγονός ότι εσείς οι Μεγάλοι δεν καταφέρνετε να εξασφαλίσετε την ειρήνη και να ξεπεράσετε την πόλωση μεταξύ των δύο στρατιωτικών συνασπισμών δεν μπορεί να στερήσει από ένα λαό το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης». Ο διάλογος κράτησε αρκετά. Εφυγα πρώτος. Θα ακολουθούσε η άλλη συνάντηση, εκείνη για την τηλεόραση.