Μετά το Συμβούλιο Υπουργών Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Eco/Fin), ήταν η σειρά του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για να απευθύνει τις γνωστές «συστάσεις» προς την ελληνική κυβέρνηση για την εφαρμογή αυστηρής οικονομικής πολιτικής. Μια «ζωή» όλο «συστάσεις» και μηνύματα για την οικονομία της λαμβάνει η χώρα μας. Γιατί οι προειδοποιήσεις αυτές δεν είναι ούτε οι πρώτες ούτε φυσικά οι τελευταίες. Σε λίγο θα «ακούσουμε» και τις γνωστές σκληρές «συστάσεις» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Επί έναν αιώνα όλο μηνύματα και προειδοποιήσεις απευθύνονται στη χώρα μας για την ανάγκη εξυγίανσης και ενίσχυσης της ελληνικής οικονομίας. Το 1898 επεβλήθη ταπεινωτική πειθαρχία από τον Διεθνή Οικονομικό Ελεγχο για τον περιορισμό του χρέους και των δαπανών. Τον Σεπτέμβριο του 1932 η χώρα μας προχώρησε σε συμβιβαστική διαπραγμάτευση του δημόσιου χρέους, αφού υποχώρησε στις διεθνείς πιέσεις. Το 1954 ετέθη για πρώτη φορά και μόνο για την Ελλάδα ως όρος για τη χορήγηση δανείου 15 εκατ. δολαρίων από τη Διεθνή Τράπεζα Ανασυγκρότησης η τακτοποίηση των παλαιών δανειακών υποχρεώσεων! Τον Νοέμβριο του 1962 πιέστηκε η χώρα μας να ρυθμίσει το προπολεμικό χρέος της με τους αμερικανούς ομολογιούχους, επί τη βάσει της αρχής «της αναγνωρίσεως του ονομαστικού κεφαλαίου», μολονότι την ίδια στιγμή οι Γερμανοί και οι Ιταλοί αρνούνταν να επιστρέψουν κατοχικές «πιστώσεις» 165 εκατ. στερλινών, όπως εγγράφως είχαν υποσχεθεί με τη Συμφωνία της Ρώμης! Οι πιέσεις και οι συστάσεις αυτές ξανάρχισαν εντονότερα μετά την κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας από τις αλλεπάλληλες ενεργειακές κρίσεις κατά τη δεκαετία του ’70, συνεχίστηκαν κατά τη δεκαετία του ’80, όταν επεβλήθη το σκληρό πρόγραμμα λιτότητας, και πύκνωσαν κατά τη δεκαετία του ’90, όταν η ελληνική οικονομία βάδιζε ακάθεκτα προς τη χρεοκοπία.


Στις 24 Ιουνίου 1992 οι ακαδημαϊκοί και καθηγητές οικονομολόγοι Ξενοφών Ζολώτας και Αγγελος Αγγελόπουλος έκρουσαν για μία ακόμη φορά τον κώδωνα του κινδύνου, που απειλούσε την ελληνική οικονομία, στη συνέντευξη Τύπου κατά την οποία παρουσιάστηκε το νέο βιβλίο του Αγγελόπουλου Οικονομικά.


«Οδεύομε προς πτώχευση» τόνισε τότε ο Αγγελος Αγγελόπουλος, ενώ ο Ξενοφών Ζολώτας πρότεινε την υιοθέτηση ενός νέου προγράμματος σταθεροποίησης της οικονομίας. Επίσης, την ίδια ημέρα εκθέσεις του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), που δημοσίευαν οι εφημερίδες, επεσήμαιναν την ανάγκη λήψης πρόσθετων σκληρότερων μέτρων για την αντιμετώπιση της επίμονης στη χώρα μας οικονομικής κρίσης.


«Η χώρα μας έχει μπει σε πορεία παρακμής» τόνισε τότε ο Αγγελος Αγγελόπουλος. «Χάθηκε ο ψυχολογικός παράγων» υπογράμμιζε την ίδια στιγμή ο Ξενοφών Ζολώτας. Και όλα αυτά λέγονταν ως συνέχεια επίμονων προειδοποιήσεων και «συστάσεων», διαπιστώσεων, προτάσεων διεθνών οργανισμών, επιτροπών, ειδικών και αρμοδίων που είχαν γίνει επανειλημμένα κυρίως μετά το 1985 για την αναστροφή των δυσμενών εξελίξεων στην ελληνική οικονομία και αντιστροφή της καταστροφικής πορείας της.


Με την ευκαιρία των νέων προειδοποιήσεων από το Eco/Fin και τον ΟΟΣΑ, υπενθυμίζουμε μερικές επισημάνσεις και «συστάσεις» που έγιναν για την ελληνική οικονομία από το 1985: 1985


1. Η λιτότητα


«Οπως επεσήμανα και στη Θεσσαλονίκη, πριν από λίγες εβδομάδες, η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει μια σειρά από διαρθρωτικά προβλήματα που δημιούργησαν οι οικονομικές επιλογές της τελευταίας τριακονταετίας και επιτείνει δυστυχώς η παρατεινόμενη δυσμενής οικονομική συγκυρία στο εξωτερικό… Η κατάσταση αυτή μπορεί βραχυχρόνια να συντηρηθεί μόνο με δανεισμό από το εξωτερικό. Μακροχρόνια όμως το επίπεδο του δανεισμού από το εξωτερικό δεν μπορεί να διατηρείται σε υψηλά επίπεδα, χωρίς τη σοβαρή μείωση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, και, τελικά, χωρίς την απώλεια της οικονομικής ανεξαρτησίας, δηλαδή του εθνικού μας ελέγχου πάνω στη χάραξη της οικονομικής πολιτικής… Δεν μπορούμε να δαπανάμε σαν κοινωνία πιο πολύ από ό,τι παράγουμε…». (Από τις δηλώσεις από την τηλεόραση στις 12 Οκτωβρίου 1985 του τότε πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, όταν ανακοινώθηκε το διετές πρόγραμμα λιτότητας της κυβέρνησης του ΠαΣοΚ.)


2. Πρώτη προειδοποίηση


«Η ανάπτυξη και η οικονομική πρόοδος απαιτούν ένα σταθερό οικονομικό βάθρο, απαιτούν μηχανισμούς που εξασφαλίζουν τη συνεχή βελτίωση των οικονομικών αποτελεσμάτων, όπως της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας. Η ανάπτυξη προϋποθέτει να δημιουργούμε και να επενδύουμε το πλεόνασμα της δουλειάς μας. Προϋποθέτει να παράγουμε περισσότερα από ό,τι καταναλώνουμε. Αυτό όμως δεν συμβαίνει… Σήμερα ο μέσος πολίτης για κάθε χιλιάρικο που ξοδεύει, δανείζεται από το εξωτερικό τις ογδόντα δραχμές. Από κάθε χιλιάρικο που ξοδεύει ο μέσος πολίτης μόνο οι 920 δραχμές βγαίνουν από τη δική του παραγωγή. Τα υπόλοιπα είναι δανεικά. Αυτό δεν μπορεί να συνεχισθεί. Κανένας δεν θα συνεχίσει να μας δανείζει με αυτόν τον ρυθμό. Σύντομα το φορτίο των τόκων και χρεολυσίων θα γίνει δυσβάσταχτο…». (Από την τηλεοπτική ομιλία στις 12 Οκτωβρίου 1985 του τότε υπουργού Εθνικής Οικονομίας Κ. Σημίτη, όταν ανακοίνωσε το διετές πρόγραμμα σταθεροποίησης της οικονομίας της κυβέρνησης του ΠαΣοΚ.) 1986


1. Δεύτερη προειδοποίηση


«Η εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής που προτείνεται θα μας επιτρέψει να εξασφαλίσουμε τη σημαντική βελτίωση των οικονομικών μεγεθών το 1987. Θα ενισχύσουμε έτσι μια σωστή αναπτυξιακή διαδικασία που θα γίνεται όλο και πιο αισθητή τα επόμενα χρόνια. Με αυτόν τον τρόπο και μόνο θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε τη διαρθρωτική κρίση που μαστίζει εδώ και δεκαετίες την ελληνική οικονομία, θα βελτιώσουμε σε μόνιμη και σταθερή βάση το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού και θα προωθήσουμε την κοινωνική δικαιοσύνη». (Από το κλείσιμο της εισήγησης στο Εθνικό Συμβούλιο Αναπτυξιακής Πολιτικής ­ ΕΣΑΠ ­ τον Νοέμβριο του 1986 του τότε υπουργού Εθνικής Οικονομίας Κ. Σημίτη.) 1987


1. Ο ΟΟΣΑ προτείνει:


«Το σταθεροποιητικό πρόγραμμα επέτυχε να ανατρέψει τις προηγούμενες μη ικανοποιητικές τάσεις και επιπλέον συνέβαλε σημαντικά στη βελτίωση του κλίματος εμπιστοσύνης του επιχειρηματικού κόσμου. Ωστόσο, μετά την εκπνοή του προγράμματος θα παραμείνουν οι υφιστάμενες μακροοικονομικές ανισορροπίες. Υπό αυτές τις συνθήκες θα πρέπει να εξακολουθήσουν να ισχύουν περιοριστικές πολιτικές στους τομείς της ζήτησης και της διαχείρισης. Ο βαθμός και η διάρκεια αυτού του περιορισμού θα εξαρτηθούν σημαντικά από την πρόοδο που θα σημειωθεί στην άρση δομικών και θεσμικών εμποδίων προς όφελος μιας σχετικής μετατόπισης των πόρων από τον δημόσιο προς τον ιδιωτικό τομέα». [Κατάληξη της έκθεσης του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για την ελληνική οικονομία, η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα αρχές Μαΐου του 1987 και η οποία περιείχε εκτιμήσεις για την πορεία του προγράμματος σταθεροποίησης της οικονομίας του ΠαΣοΚ καθώς και προτάσεις μέτρων για την αποτελεσματικότερη εξυγίανση στον τομέα της υπερκατανάλωσης, της φοροδιαφυγής, των δημόσιων ελλειμμάτων, των επενδύσεων και των προβληματικών επιχειρήσεων.]


2. Τρίτη προειδοποίηση


«Η εισοδηματική πολιτική αποφασίστηκε μετά από συνεχείς συνεδριάσεις και σε απόλυτη συμφωνία μαζί σας. Η ανατροπή της δεν με βρίσκει σύμφωνο. Ανέλαβα το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας για να επαναφέρω στην ελληνική οικονομία σταθερότητα και να θέσω τις προϋποθέσεις για ανάπτυξη. Η πολιτική των δύο τελευταίων ετών συνέβαλε ουσιαστικά προς τον στόχο. Η χθεσινή εξέλιξη διακυβεύει τις προσπάθειες δύο ετών.


Η εισοδηματική πολιτική ήταν πράγματι δυσάρεστη για τους εργαζομένους. Προέκυψε όμως γιατί παρά τις επανειλημμένες παροτρύνσεις μου η κυβέρνηση δεν θέλησε να περιορίσει κατά πολύ μεγαλύτερο ποσοστό το ύψος του καθαρού ελλείμματος του δημόσιου τομέα. Μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα δεν συμβιβάζονται με ελαστική εισοδηματική πολιτική, όταν στόχος παραμένει ο περιορισμός του πληθωρισμού. Η εφαρμογή μιας πολιτικής που θα οδηγήσει με βεβαιότητα σε αντίθετο αποτέλεσμα εκείνου που ισχυρίζομαι δημόσια δεν είναι σύμφωνα με τις πεποιθήσεις μου. Θέλω να παραμείνω ειλικρινής απέναντι σε εσάς και στον ελληνικό λαό. Ελπίζω οι φόβοι μου να αποδειχθούν αβάσιμοι και ο νέος υπουργός να επιτύχει εκείνο το οποίο οι αριθμητικοί υπολογισμοί, οι συσκέψεις και οι γνώμες όλων των ειδικών απέδειξαν ανέφικτο». (Από την επιστολή παραίτησης, με ημερομηνία 26 Νοεμβρίου 1987, του τότε υπουργού Εθνικής Οικονομίας Κ. Σημίτη προς τον τότε πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου, η οποία δικαιώθηκε και πάλι από τις μετέπειτα δυσμενείς εξελίξεις στην εθνική οικονομία.) 1988


1. Τέταρτη προειδοποίηση


* «Ο πολλαπλασιασμός των οργανωμένων ομάδων παρεμποδίζει τη γρήγορη προσαρμογή, συντηρεί δομές που δεν είναι σύμφωνες με τις απαιτήσεις της παραγωγής και διανομής, δεν συμβάλλουν στην ανάπτυξη και είναι αντίθετες με τις απαιτήσεις της κοινωνικής δικαιοσύνης. Περιθώρια για λαϊκίστικες πρακτικές που εστιάζονται στην ικανοποίηση αιτημάτων χωρίς ένταξη στη μακροπρόθεσμη προοπτική του εκσυγχρονισμού ή των αλλαγών των δομών της κοινωνίας δεν υπάρχουν πια. Τα κόμματα πρέπει να δράσουν καθοδηγητικά, να αντιστρατευθούν με τη συμπεριφορά τους τη λογική της ικανοποίησης όλων. Το τίμημα αλλιώς θα είναι η οπισθοδρόμηση». (Από την ομιλία στις 23 Φεβρουαρίου 1988 του ­ απλώς τότε ­ βουλευτή του ΠαΣοΚ Κ. Σημίτη σε σεμινάριο με θέμα «Τα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας», το οποίο πραγματοποιήθηκε για τη διερεύνηση του θέματος «Το συντεχνιακό φαινόμενο» μαζί με τους καθηγητές Γ. Βέλτσο, Γ. Κριμπά και Κ. Τσουκαλά.) 1989


1. Επικίνδυνος κατήφορος


«Η ελληνική οικονομία έχει περιέλθει σε πολύ δυσάρεστη θέση και οδηγείται σε έναν επικίνδυνο κατήφορο». (Από διαπιστώσεις οικονομικής έκθεσης της ΕΟΚ του Φεβρουαρίου 1989.)


2. «Προλάβετε την έκρηξη»


«Το έλλειμμα του δημόσιου τομέα αναμένεται να φθάσει στην Ελλάδα στο τέλος του 1989 στο 14,5% του ακαθάριστου εγχωρίου προϊόντος (ΑΕΠ) με στοιχεία Απριλίου. Και το χειρότερο: η κατάσταση επιδεινώνεται στην Ελλάδα σε σχέση με τις προηγούμενες προβλέψεις της Επιτροπής της ΕΟΚ, δηλαδή τον Φεβρουάριο του 1989. Ζητάμε από τις ελληνικές αρχές να πάρουν τα απαραίτητα μέτρα και να προβούν στις ανάλογες δράσεις ώστε να προληφθεί μια έκρηξη του δημόσιου χρέους». (Από δηλώσεις σε συνέντευξη Τύπου στις 28 Ιουνίου 1989 του αρμόδιου επιτρόπου της ΕΟΚ Δανού Χένινγκ Κριστόφερσεν κατά την ανακοίνωση της οικονομικής έκθεσης για την Ελλάδα.)


3. Χαμένη δεκαετία


Στις 19 Οκτωβρίου 1989 δόθηκε στη δημοσιότητα η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ελληνική οικονομία, που ήταν καταπέλτης για την οικονομική πολιτική η οποία εφαρμόστηκε στη χώρα μας κατά τη δεκαετία του ’80. Ιδού μερικές διαπιστώσεις και προτάσεις για την εξυγίανσή της:


* «Ενώ το 1986 και το 1987 η οικονομική πολιτική ήταν επικεντρωμένη σε ένα σταθεροποιητικό πρόγραμμα που απέβλεπε στη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και του πληθωρισμού, από τις αρχές του 1988 άρχισε να αποδίδεται μεγαλύτερη σημασία στην αύξηση της παραγωγής».


* «Η αναθέρμανση της οικονομικής δραστηριότητας επετεύχθη με την αύξηση των ελλειμμάτων του Δημοσίου και με μεγάλη αύξηση του συνολικού δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ, γεγονός που απειλεί τώρα να αναιρέσει την πρόοδο που σημειώθηκε στον τομέα του πληθωρισμού και του εξωτερικού ισοζυγίου».


* «Η κατάσταση των δημοσίων οικονομικών χειροτέρευσε πολύ κατά το 1989 για δεύτερη κατά σειράν χρονιά: η ανεπάρκεια των φορολογικών εσόδων ­ που ήταν ο κύριος λόγος της υπερβολικής αύξησης των δημοσίων ελλειμμάτων το 1988 ­ επέμενε και κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 1989».


* «Η χρηματοδότηση των δημοσίων ελλειμμάτων, που αυξάνονται αδιάκοπα, θα οδηγήσει σε νέες αυξήσεις των ήδη υψηλών επιτοκίων, αλλά οι νομισματικοί περιορισμοί που αυτή προϋποθέτει (σ.σ.: η χρηματοδότηση των δημοσίων ελλειμμάτων) θα επιβαρύνουν αναπόφευκτα το κόστος των επενδύσεων που είναι απαραίτητες για τον εκσυγχρονισμό και την αύξηση των δυνατοτήτων της οικονομίας».


* «Η απουσία ενός προγράμματος σταθεροποίησης των δημοσίων οικονομικών (σ.σ.: εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών) θα μπορούσε να γεννήσει πληθωριστικές πιέσεις σπρώχνοντας στην αγορά ακινήτων ή στην απόκτηση καταναλωτικών αγαθών. Ορισμένα σημεία δείχνουν ήδη ότι αυτό το αρνητικό σενάριο δεν είναι αποκύημα της φαντασίας αλλά θα μπορούσε εύκολα να γίνει πραγματικότητα».


* «Η ανάγκη για εξυγίανση σε βάθος των δημοσίων οικονομικών και ο ανησυχητικός χαρακτήρας των οικονομικών προοπτικών φαίνεται ότι τώρα έχουν γίνει γενικά κατανοητά στην Ελλάδα».


4. Επιδείνωση μετά τη λιτότητα


* «Το σταθεροποιητικό πρόγραμμα της διετίας 1986-87 δεν δημιούργησε συνθήκες για ταχύτερα εξελισσόμενη ανάπτυξη αφού μετά τη λήξη του προγράμματος οι ανισορροπίες ήταν ακόμη μεγάλες και δεν αντιμετωπίστηκαν επαρκώς τα δομικά μακροοικονομικά θέματα. Η κατάσταση χειροτέρευσε μετά τη λήξη των περιοριστικών πολιτικών, που είχαν ανάγκη επίβλεψης». (Από την έκθεση του ΟΟΣΑ για την ελληνική οικονομία η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα τον Δεκέμβριο του 1989 και κατέληγε ως εξής: «Για τον σκοπό αυτόν (σ.σ.: την επίτευξη των προτεινομένων μέτρων, δηλαδή ιδιωτικοποίηση, κατάργηση ΑΤΑ, ανάγκη εξυγίανσης του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος κ.ά.) χρειάζονται ισχυρή θέληση και συναίνεση».) 1990


1. Προειδοποίηση Ζολώτα


«Μετά την πρόσφατη αναπροσαρμογή των τιμολογίων των δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών (ΔΕΚΟ), την αύξηση της τιμής της βενζίνης κτλ., και με την προϋπόθεση ότι οι επιτροπές οικονομιών θα περικόψουν δαπάνες ύψους 100 δισ. δραχμών, μπορεί να γίνουν εκτιμήσεις για την πορεία των μεγεθών του προϋπολογισμού το 1990. Συγκεκριμένα προβλέπεται ότι, αν δεν ληφθούν πρόσθετα μέτρα εγκαίρως, κατά το τετράμηνο Ιανουαρίου-Απριλίου 1990 το καθαρό έλλειμμα του γενικού κρατικού προϋπολογισμού θα ανέλθει στα 565 δισ. δρχ. σε σχέση με το εκ 448 δισ. δρχ. έλλειμμα την ίδια περίοδο πέρυσι. Για όλο το 1990 το καθαρό έλλειμμα (χωρίς δηλαδή τις δαπάνες για χρεολύσια) εκτιμάται σε 1.950 δισ. δρχ. από 1.620 δισ. δρχ. που ήταν το 1989. Αυτό σημαίνει ότι θα έχουμε αύξηση των δανειακών αναγκών του κράτους ως ποσοστού του ΑΕΠ κατά μία ποσοστιαία μονάδα, ενώ ο προγραμματικός στόχος ήταν οι δανειακές ανάγκες να μειωθούν κατά 2,5-3 ποσοστιαίες μονάδες επί του ΑΕΠ. Το έλλειμμα μήνα προς μήνα προβλέπεται να πάρει εκρηκτικές διαστάσεις, ιδιαίτερα από τον Μάρτιο και μετά. Πρόσθετα μέτρα θα πρέπει αμέσως να ληφθούν προκειμένου η κυβέρνηση να είναι συνεπής με τις προγραμματικές δηλώσεις που προβλέπουν μείωση του ελλείμματος ως ποσοστού του ΑΕΠ και όχι αύξηση, όπως δείχνουν οι σημερινές τάσεις. Η κάλυψη των μηνιαίων ελλειμμάτων με δανεισμό και προκαταβολές από την Τράπεζα της Ελλάδος δεν επαρκεί και υπολογίζεται ότι θα υπάρξει το πρώτο εξάμηνο του 1990 ένα ακάλυπτο έλλειμμα της τάξεως των 300 δισ. δρχ. (το ποσό αυτό είναι διπλάσιο από εκείνο του πρώτου τετραμήνου του 1989)». (Από το «Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Διαχείρισης το 1990. Προβλέψεις ­ Προτάσεις ­ Μέτρα» που έδωσε στις 3 Ιανουαρίου 1990 ο τότε πρωθυπουργός της οικουμενικής κυβέρνησης ακαδημαϊκός και καθηγητής Ξενοφών Ζολώτας.)


2. Αγγελόπουλος: «Βουλιάζουμε…»


«Βουλιάζουμε και δεν το έχουμε καταλάβει. Υποτίμηση της δραχμής μπορεί να γίνει, αλλά δεν θα λύσει το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας. Κινδυνεύουν να χαθούν για τους αποταμιευτές οι καταθέσεις τους. Αφού η κυβέρνηση Ζολώτα δεν μπορεί να πάρει κάποια μέτρα για την ελληνική οικονομία ­ γιατί δεν την αφήνουν ­, καμία κυβέρνηση μετά τις εκλογές δεν θα μπορέσει να ανορθώσει την οικονομία. Τα κόμματα σκέπτονται ήδη προεκλογικά και όχι εθνικά. Δεν έχουμε επίγνωση της δραματικής κατάστασης. Η μετεκλογική κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει τεράστια προβλήματα. Ενα χάος». (Από βαρυσήμαντη συνέντευξη του ακαδημαϊκού και καθηγητή Αγγελου Αγγελόπουλου στα «Νέα» της 29ης Ιανουαρίου 1990.)


3. Τραγική δεκαετία


«Κατά τη δεκαετία του 1980 η απόδοση της ελληνικής οικονομίας υπήρξε μία από τις λιγότερο καλές μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ». (Από τις διαπιστώσεις έκθεσης του ΟΟΣΑ που δόθηκε στη δημοσιότητα στις αρχές Φεβρουαρίου 1990, η οποία συνοδευόταν από μελαγχολικά στοιχεία για τη χαμένη δεκαετία κατά τομείς.)


4. «Δραματική η κατάσταση»


«Η οικονομική κατάσταση είναι δραματική αλλά ανατρέψιμη». (Από τις δηλώσεις στις αρχές Φεβρουαρίου 1990 του τότε πρωθυπουργού της οικουμενικής κυβέρνησης Ξενοφώντος Ζολώτα.)


5. Επιστολή Ντελόρ


Με ημερομηνία 19 Μαρτίου 1990 ο τότε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζακ Ντελόρ έστειλε στον τότε πρωθυπουργό Ξενοφώντα Ζολώτα επιστολή με δραματικό περιεχόμενο για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και δραματική έκκληση για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων. Δημοσιεύουμε μερικά αποσπάσματα της επιστολής αυτής:


«Καθ’ όλο το διάστημα από την είσοδο της χώρας σας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και μετά η Κοινότητα κατέβαλε κάθε προσπάθεια για να διευκολύνει την ενσωμάτωση της Ελλάδας και να τη βοηθήσει να φθάσει στο επίπεδο των πιο ανεπτυγμένων οικονομιών. Επειτα από μερικές αρχικές επιτυχίες προς αυτή την κατεύθυνση (π.χ. οι χρηματοδοτικές ανάγκες του δημόσιου τομέα μειώθηκαν από 18% το 1985 σε 13,5% το 1987) η κατάσταση στην Ελλάδα επιδεινώθηκε και πάλι σοβαρά, ιδιαίτερα κατά το 1989, έτσι ώστε να αποτελεί σήμερα η οικονομική και δημοσιονομική κατάσταση της χώρας σας σοβαρή αιτία ανησυχίας για όλους μας.


Οι σημαντικότεροι διαθέσιμοι οικονομικοί δείκτες, καθώς και οι πληροφορίες που συνέλεξε η πρόσφατη αποστολή της Επιτροπής στην Αθήνα δείχνουν πράγματι ότι η κατάσταση έγινε πολύ ανησυχητική:


* Οι χρηματοδοτικές ανάγκες του δημόσιου τομέα αυξήθηκαν μαζικά σε δύο χρόνια, δηλαδή το 1988 και 1989 (σ.σ.: υπενθυμίζεται ότι το σταθεροποιητικό πρόγραμμα του 1985 στόχευε στη μείωση του ποσοστού από 18% σε 10% το 1987).


* Η νομισματική πολιτική δεν κατόρθωσε να επιτύχει τους στόχους της, δεδομένου ότι η αύξηση της κυκλοφορίας χρήματος υπό την ευρεία έννοια (Μ3) ανέρχεται σε 24%.


* Η αύξηση των τιμών επιταχύνθηκε φθάνοντας το 15%, ποσοστό ανώτερο κατά 10 μονάδες του κοινοτικού μέσου όρου. Η αύξηση των μισθών ήταν ακόμη σημαντικότερη, φθάνοντας το 20%.


* Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών επιδεινώθηκε σοβαρά, δεδομένου ότι το έλλειμμα έφθασε από 1 δισ. δολάρια το 1988 σε 2,5 δισ. δολάρια το 1989 (περίπου 5% του ΑΕΠ), παρά τη σημαντική μεταφορά πόρων εκ μέρους της Κοινότητας, ιδιαίτερα κατά το τέλος του χρόνου.


Η κατάσταση αυτή επιβάλλει τη λήψη, χωρίς καθυστέρηση, δραστικών μέτρων και την εκπόνηση και εφαρμογή πολυετούς προγράμματος ανόρθωσης της οικονομίας το ταχύτερο δυνατόν. Αν δεν γίνει αυτό, η χώρα σας διατρέχει δύο σοβαρούς κινδύνους: Από τη μία πλευρά, το μέγεθος και η αύξηση του δημοσίου και του εξωτερικού χρέους της χώρας σας κινδυνεύουν να βλάψουν τη φερεγγυότητα της Ελλάδας. Από την άλλη πλευρά, η σοβαρή διαφορά που διαπιστώνεται ανάμεσα στην οικονομική εξέλιξη της Ελλάδας και σε εκείνη των άλλων χωρών της Κοινότητας κινδυνεύει να υπονομεύσει μόνιμα την πορεία της χώρας σας προς την Ενιαία Αγορά, την Οικονομική και Νομισματική Ενωση και την ευρωπαϊκή ενοποίηση.


6. Η Επιτροπή Αγγελόπουλου


Στις 6 Απριλίου 1990 η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων, η οποία είχε συσταθεί από τον τότε πρωθυπουργό Ξενοφώντα Ζολώτα υπό τον ακαδημαϊκό και καθηγητή Αγγελο Αγγελόπουλο, ως πρόεδρο, έδωσε στη δημοσιότητα την έκθεσή της με τις τραγικές διαπιστώσεις για την κατάσταση της οικονομίας μας και με σκληρά μέτρα για την αντιμετώπισή της.


«Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία» επισημαινόταν στην έκθεση της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων «η πορεία της οικονομίας παρουσιάζει, για αρκετό ήδη χρόνο, συνεχή επιδείνωση, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε εξελίξεις οι οποίες θα ήταν ενδεχομένως πολύ δύσκολο να ελεγχθούν, αν οι τάσεις που επικρατούν τελευταία δεν αναστραφούν το συντομότερο δυνατόν». Και η Επιτροπή εξειδίκευε τις διαπιστώσεις αυτές με τις ακόλουθες επισημάνσεις:


* Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διευρύνεται επικίνδυνα και οι πληθωριστικές πιέσεις εντείνονται.


* Τα ελλείμματα του δημόσιου τομέα τείνουν να πάρουν εκρηκτικές διαστάσεις, η δε μερική κάλυψή τους με βραχυπρόθεσμο εξωτερικό δανεισμό είναι ενδεικτική των δυσχερειών που αντιμετωπίζονται.


* Η νομισματική και πιστωτική επέκταση κινείται με ταχείς ρυθμούς, ενώ τα πραγματικά επιτόκια δανεισμού διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα, με αρνητικές επιπτώσεις στην παραγωγική διαδικασία.


* Οι υπερβολικές, μερικές φορές, εισοδηματικές και θεσμικές διεκδικήσεις, που ικανοποιούνται υπό την πίεση απεργιών, διαβρώνουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και ενισχύουν τις πληθωριστικές πιέσεις.


«Η δύσκολη αυτή κατάσταση» τονιζόταν στην έκθεση «της οικονομίας περιπλέκεται, αν δεν επιδεινώνεται, από την παρατεταμένη πολιτική αβεβαιότητα και την ασάφεια ως προς την κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής. Το γεγονός αυτό δεν επιτρέπει τη λήψη των αναγκαίων διορθωτικών μέτρων και τον σχεδιασμό αξιόπιστης μεσοπρόθεσμης πολιτικής. Η οικονομία φαίνεται να έχει εμπλακεί σε ένα κρίσιμο αδιέξοδο, η αντιμετώπιση του οποίου έχει ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας, αν γίνει κατά πρόχειρο και αποσπασματικό τρόπο».


7. Το ΔΝΤ πρότεινε, αλλά…


Μετά τα οικονομικά μέτρα που εξήγγειλε η νέα τότε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας τον Απρίλιο του 1990 το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) κατάρτισε συμπληρωματική έκθεση για την ελληνική οικονομία (δόθηκε στη δημοσιότητα περί τα μέσα Ιουνίου 1990) στην οποία πρότεινε αλλαγές στο συνταξιοδοτικό σύστημα της χώρας μας και απόλυση των υπεράριθμων εργαζομένων στον δημόσιο τομέα, σημαντική μείωση των δημόσιων δαπανών, διεύρυνση της φορολογικής βάσης και πάταξη της φοροδιαφυγής.


Περιττό να αναφερθεί ότι και μετά το 1992 δεν σταμάτησαν ποτέ οι διεθνείς οργανισμοί (Ευρωπαϊκή Ενωση, ΟΟΣΑ, ΔΝΤ) να δίνουν στη δημοσιότητα εκθέσεις με επισημάνσεις και «συστάσεις» για την ελληνική οικονομία, με τη διαφορά ότι, κυρίως μετά το 1996, το περιεχόμενό τους ήταν συνήθως πιο «γλυκό» και διπλωματικό, αφού περιείχαν και «ευχάριστες» διαπιστώσεις για την πρόοδο και τα επιτεύγματα της χώρας μας στον οικονομικό τομέα.