«Υπόσχομαι να εξοφλήσω τα χρέη μου». «Κηρύσσω τον πόλεμο στην Τουρκία». «Στοιχηματίζω ότι ο Παναθηναϊκός θα βγει πρωταθλητής». Οι παραπάνω προτάσεις διακρίνονται καταρχάς (ας συγκρατήσουμε το καταρχάς) ως είδος από την πρόταση του τύπου «η γάτα είναι πάνω στο χαλάκι». H τελευταία περιγράφει μια κατάσταση, οι πρώτες επιτελούν μια πράξη. Προσοχή! Δεν περιγράφουν ότι κάνω κάτι. Εκφέροντάς τις κάνω κάτι. Κατά την ορολογία του Τζων Λ. Ωστιν ονομάζονται επιτελεστικές εκφορές και διακρίνονται από τις διαπιστωτικές. Οι διαπιστωτικές είναι είτε αληθείς είτε ψευδείς. Ας πούμε, η γάτα είτε είναι πράγματι πάνω στο χαλάκι είτε δεν είναι. Αντιθέτως, για τις επιτελεστικές δεν τίθεται θέμα αλήθειας ή ψεύδους, αλλά ευστοχίας ή αστοχίας. Αν περιφέρομαι μεθυσμένος στην περιοχή ενός ναυπηγείου, σπάσω ένα μπουκάλι πάνω σε ένα πλοίο κι εκφέρω την πρόταση «το ονομάζω «Ουίσκι»» έχω αστοχήσει να το βαπτίσω, γιατί δεν πληρούνταν οι απαραίτητες συνθήκες που θα καθιστούσαν έγκυρη την ονοματοδοσία.


H λογική προτεραιότητα


Και λοιπόν; Παρουσιάζει τόσο ενδιαφέρον μια διάκριση που ο καθένας μας γνωρίζει από την εμπειρία του, άσχετα αν δεν την έχει επισημάνει με αυτούς του όρους; Ναι, έχει μεγάλο ενδιαφέρον, τουλάχιστον φιλοσοφικό. Αυτό μπορεί να γίνει κατανοητό εντάσσοντας το έργο του Ωστιν (1911-1962) στο πλαίσιο της επιλεγόμενης «γλωσσικής στροφής» που εκδηλώνεται στην αγγλοσαξονική φιλοσοφία από τις αρχές του 20ού αιώνα. Οι πρωταγωνιστές της φιλοδοξούσαν να παράσχουν μια ασφαλή, αντικειμενική βάση για τον φιλοσοφικό λόγο και να τον διασώσουν από την κρίση θεμελίων που θεωρούσαν ότι τον χαρακτήριζε. Επικεντρώθηκαν στη λογική ανάλυση της γλώσσας, η οποία, πίστευαν, όχι μόνο θα οριοθετούσε σαφώς το ίδιο το αντικείμενο του φιλοσοφικού στοχασμού, αλλά θα οδηγούσε επιπλέον σε συναίνεση ως προς την ορθή ορολογία. H καθημερινή χρήση της γλώσσας καθίσταται έτσι πεδίο έρευνας, διότι από αυτήν μπορούν να προκύψουν τα εργαλεία του φιλοσοφείν. Δεν θα ήταν απλό λογοπαίγνιο αν λέγαμε ότι το ζητούμενο δεν ήταν τόσο να αναπτυχθεί μια φιλοσοφία της γλώσσας όσο μια γλώσσα της φιλοσοφίας. Κοινή πεποίθηση μεταξύ των στοχαστών της γλωσσικής στροφής ήταν ότι οι περιγραφικές προτάσεις έχουν λογική προτεραιότητα. Επειδή αναφέρονται σε καταστάσεις πραγμάτων και μπορούν να χαρακτηριστούν ως αληθείς ή ψευδείς, είναι προνομιακές για τη φιλοσοφική έρευνα, συνιστώντας τον κεντρικό άξονα ανάλυσης της γλώσσας.


Δύο είδη εκφορών


H συνεισφορά του Ωστιν δεν έγκειται λοιπόν τόσο στην εισήγηση της διάκρισης μεταξύ διαπιστωτικών (περιγραφικών) και επιτελεστικών εκφορών καθεαυτήν, όσο στις προεκτάσεις που της δίνει. Υποστηρίζει ότι αυτή η διχοτομία δεν είναι ετεροβαρής, δεν γέρνει υπέρ των διαπιστωτικών οι οποίες, υποτίθεται, έχουν υποδειγματικό χαρακτήρα, ενώ οι επιτελεστικές είναι παρεκκλίνουσες και προβληματικές. Αντιθέτως, αναβαθμίζει το καθεστώς των επιτελεστικών και αποφαίνεται (καταρχάς) ότι έχουμε δύο ξεχωριστά και μη αναγώγιμα είδη εκφορών που θεμελιώνονται σε διαφορετικές αρχές. Το μισό κείμενο του βιβλίου το οποίο συνολικά αποτελείται από 12 μεταγραμμένες διαλέξεις που έδωσε ο Ωστιν στο Χάρβαρντ το 1955 διερευνά υπό την προοπτική αυτή τις επιτελεστικές. Με σχολαστικότητα εξετάζει τις περιστάσεις ευστοχίας τους, εντοπίζει επί μέρους μορφές και χαρακτηριστικά τους, καταρτίζει τυπολογίες και κυρίως επιχειρεί να εμπεδώσει σαφή και λειτουργικά κριτήρια με βάση τα οποία η διχοτομία επιτελεστικών – διαπιστωτικών θεμελιώνεται κατά τρόπο αναμφίλεκτο. Οσο όμως κινείται βήμα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, τόσο ανακαλύπτει δυσκολίες, π.χ. διαπιστώνει ότι τελικά το κριτήριο ευστοχίας χαρακτηρίζει και τις διαπιστωτικές, ενώ το κριτήριο της αλήθειας αφορά και τις επιτελεστικές. Συμπεραίνει λοιπόν στην 7η διάλεξη ότι η διάκριση παραμένει μετέωρη και πρέπει να γίνει μια «νέα αρχή». Ετσι έχει δίκιο στο εκτενές και κατατοπιστικό επίμετρό του ο Χάρης Χρόνης να χαρακτηρίζει το κείμενο του Ωστιν αυτοϋπονομευόμενο.


Στις υπόλοιπες διαλέξεις του οδηγείται στη θέση ότι τελικά, υπό μια ευρεία έννοια, πάντα κάνουμε πράγματα με τις λέξεις και εισάγει την τριχοτόμηση μεταξύ λεκτικών πράξεων (πράξεις τού να λες κάτι), ενδολεκτικών (πράξεις που επιτελούνται λέγοντας κάτι) και περιλεκτικών (πράξεις που επιτελούνται με το να λες κάτι). H αρχική διάκριση επιτελεστικών – διαπιστωτικών εγκαταλείπεται αφού πρώτα παρήγαγε τα πορίσματα που την αναίρεσαν. Ακριβώς όμως η υπέρβασή της αποδεικνύεται γόνιμη, διότι υποδεικνύει μια μεγαλύτερη ανατροπή. Ο Ωστιν προτείνει πια μια ενιαία διαδικασία αποτίμησης των εκφορών. Μια εκφορά δεν μπορεί να απομονωθεί από τα συμφραζόμενα και το ευρύτερο πλαίσιό της. Το «ολικό ομιλιακό ενέργημα εντός της ολικής ομιλιακής κατάστασης» είναι το πεδίο γλωσσικής ανάλυσης που έχει ενδιαφέρον από φιλοσοφική άποψη. Ενα παράδειγμα του Ωστιν είναι η εκφορά «η Γαλλία είναι εξαγωνική». Για έναν στρατηγό είναι πιθανόν κατάλληλη, για έναν γεωγράφο όχι. Είναι μια «χοντρική» περιγραφή. Επομένως, δεν μπορεί να αποτιμηθεί μόνο σύμφωνα με τη σημασία της αλλά και την ισχύ της (με αναφορά στη χρήση, στις εφαρμογές της). Το έργο του Ωστιν έγινε κλασικό και αποτέλεσε ένα ανοικτό ερευνητικό πρόγραμμα που επηρέασε την αναλυτική φιλοσοφία της γλώσσας. H μετάφραση, που ομολογουμένως ήταν πολύ απαιτητική εργασία, είναι αξιόπιστη. Ισως μπορούν να διατυπωθούν επιφυλάξεις για επιλογές στην απόδοση κάποιων όρων. Οι τελευταίες είναι πάντως ξεκάθαρες και αιτιολογημένες.