Οταν πριν από τρία χρόνια, με μια μικρή αλλά θερμή έκθεση δημοσιογραφικών ενθυμημάτων και παλιών φωτογραφιών, η «Εστία» γιόρτασε τα 100 χρόνια από την έκδοσή της ως καθημερινής εφημερίδας, ο Τύπος χαιρέτησε το γεγονός με τη σχετική αρθρογραφία. Ενώ όμως πολλά γράφηκαν τότε για την ιστορία της αιωνόβιας εφημερίδας, τις εκτυπωτικές της ιδιομορφίες και τις δημοσιογραφικές της ιδιοτροπίες, χωρίς να παραληφθούν ούτε και μερικά επίθετα (όπως της γρουσούζας ή της γεροντοκόρης), με τα οποία την είχαν κοσμήσει οι εμπαθέστεροι από τους προγόνους μας ή έστω οι πιο θερμόαιμοι πολιτικοί της αντίπαλοι, κανείς δεν είπε ότι πλησίαζε το τέλος της εκδόσεώς της με την παλιά τεχνολογία. Κατά παράδοξο τρόπο, ήταν σαν οι ίδιοι οι άνθρωποι του Τύπου που είχαν προσχωρήσει στην ηλεκτρονική τεχνολογία να μην ήταν έτοιμοι να δεχθούν ότι σύντομα θα ερχόταν η ώρα που και η τελευταία εφημερίδα θα αναγκαζόταν να σφραγίσει το παλιό τυπογραφείο της για να ακολουθήσει νέους ρυθμούς.


Από την περασμένη άνοιξη η μακροβιότερη ελληνική εφημερίδα έκλεισε το τυπογραφείο της στην Ανθίμου Γαζή και ενέδωσε στις νέες τεχνικές όχι επειδή επικράτησαν οι εκσυγχρονιστικές τάσεις της τρίτης γενιάς των εκδοτών της, αλλά από απλή έλλειψη πρώτης ύλης. Σταμάτησαν να παράγονται οι μήτρες της στερεοτυπίας. Αυτό ήταν το τελευταίο και ανυπέρβλητο εμπόδιο που παρουσιάστηκε, αφού προηγουμένως η σταδιακή έλλειψη ανταλλακτικών για τα ξεπερασμένα μηχανήματα είχε αναγκάσει τους τεχνικούς της εφημερίδας να αναπτύξουν αξιοθαύμαστη εφευρετικότητα και δεξιοτεχνία στην επισκευή των παλιών εξαρτημάτων. Τελικά όμως στο κατώφλι του 21ου αιώνα η χειροτεχνία δύσκολα επιβιώνει.


Η επιμονή όμως της εφημερίδας να συνεχίσει να εκδίδεται με την παλιά τεχνολογία παρά τις αντιξοότητες της χάρισε μια «πρωτιά». Της έδωσε τον τίτλο της τελευταίας εφημερίδας του πλανήτη που τυπωνόταν με τη μέθοδο της λινοτυπίας και της στερεοτυπίας. Οταν δηλαδή ακόμη και στις δοκιμαζόμενες χώρες της Αφρικής ή της Ασίας οι εφημερίδες προσχωρούσαν η μία μετά την άλλη στη σύγχρονη εκτύπωση, στο τυπογραφείο της Ανθίμου Γαζή η παράδοση συνέχιζε αμετακίνητη, εξασφαλίζοντας στην εφημερίδα ένα παγκόσμιο ρεκόρ. Οταν έκλεισε και το τελευταίο ειδικευμένο εργοστάσιο το οποίο κατασκεύαζε μήτρες στερεοτυπίας, ήρθε ο εκσυγχρονισμός.


Η «Εστία» τυπώνεται πια με τη νέα τεχνολογία, διπλώνεται όπως όλες οι εφημερίδες του κόσμου και ξεφυλλίζεται από δεξιά. Απέκτησε δύο διευθυντές, καθώς στον τελευταίο διευθυντή της παλαιάς τεχνολογίας προστέθηκε ο Αλέξης Ι. Ζαούσης, διάδοχος της οικογενείας από την πλευρά της μητέρας του. Η σελιδοποίηση της εφημερίδας άλλαξε και… ναι, ναι, χρησιμοποιείται ακόμη και χρώμα για την υπογράμμιση του τίτλου της. Η καθαρεύουσα όμως και η στίξη μένουν αμετακίνητες.



Την ιστορία του τελευταίου αιώνα της παλαιάς τυπογραφίας αλλά και της γηραιότερης εφημερίδας αφηγείται ο Αδωνις Κύρου, ο τελευταίας διευθυντής της «Εστίας» με την παλιά τεχνολογία, σε ένα φωτογραφικό λεύκωμα με τίτλο «Το απολεσθέν θέλγητρον…». Πρόκειται για μια νοσταλγική αλλά χειρουργικά ακριβή και λεπτομερή περιγραφή όλης της διαδικασίας της έκδοσης με τη μέθοδο της λινοτυπίας – στερεοτυπίας, έτσι όπως την έζησε και όχι απλώς την είδε, ένας εκδότης που γνωρίζει τη δουλειά στο μάρμαρο όσο και οι τυπογράφοι. Είναι, όπως λέει ο ίδιος ο κ. Κύρου, «μία καταγραφή σκέψεων και αναμνήσεων από έναν κόσμο που έσβησε για πάντα, αλλά του οποίου η απώλεια πληγώνει όσους τον έζησαν και προκαλεί αισθήματα νοσταλγίας σε όσους δεν παρασύρονται από τους αγχώδεις ρυθμούς και την πεζότητα της σύγχρονης εποχής». Το πόσο λίγο όμως μπορούν οι νοσταλγοί να αντισταθούν στην πεζότητα της σύγχρονης εποχής φαίνεται ακόμη και από την… επωνυμία της εταιρείας που ανέλαβε τη στοιχειοθεσία του βιβλίου. Ονομάζεται «Νοοτροπία Πολυμέσων».


Το βιβλίο χωρίζεται ουσιαστικά σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος είναι αφιερωμένο σε μια πολύ κατατοπιστική πληροφόρηση για την ιστορία της τυπογραφίας από τον περασμένο αιώνα ως πρόσφατα. Η αφήγηση δένεται με την ιστορία του εντύπου από την εποχή που εκδιδόταν ως φιλολογικό περιοδικό από τον Γεώργιο Δροσίνη το 1876 για να μετατραπεί το 1894 σε απογευματινή εφημερίδα. Σε αυτό το μέρος, που καταλαμβάνει περίπου τον μισό τόμο, η εικονογράφηση βασίζεται κυρίως σε αρχειακό υλικό. Σε σχέδια, γελοιογραφίες, πίνακες και παλιές φωτογραφίες, ενώ οι αναφορές στους λογίους της εποχής που αποτέλεσαν τον λεγόμενο «Κύκλο της Εστίας» καθώς και στα πολιτικά γεγονότα που τάραξαν την Ελλάδα στο γύρισμα του αιώνα μεταφέρουν τον αναγνώστη στους ρυθμούς μιας άλλης εποχής.


Το δεύτερο μισό του λευκώματος είναι κυρίως φωτογραφικό, στηρίζεται στον φακό της Νατάσσας Κοτσάμπαση και του Κώστα Ξενάκη και ο συγγραφέας απλώς συμπληρώνει την εικονογράφηση με την αμεσότητα του ανθρώπου που γνωρίζει την κάθε λεπτομέρεια της δουλειάς. Σε κάθε σελίδα οι ρεαλιστικές φωτογραφίες «κονταροχτυπιούνται» με τη νοσταλγία του μαρμάρου με τις μαυρισμένες χαρακιές, της συρμάτινης βούρτσας που καθαρίζει τα στοιχεία από τα ρινίσματα του μολυβιού, της ξύλινης κάσας, του μαγκαζίνου, του ρολού για το μελάνωμα της στοιχειοθετημένης σελίδας, του ρυθμικού κτυπήματος των πλήκτρων της λινοτυπικής μηχανής και αυτής της ιδιαίτερης μυρωδιάς που είχαν τα τυπογραφεία. Ηταν ένα περίεργο μείγμα, που είχε να κάνει με το πυρακτωμένο μολύβι, το αντιμόνιο και τα λάδια της μηχανής. Σε αυτό λοιπόν το τελευταίο μέρος του βιβλίου, όπου οι φωτογραφίες είναι τόσο έντονες και ζωντανές και η περιγραφή τους τόσο δωρική, γίνεται αισθητή η σχέση που γεννήθηκε ανάμεσα στους ανθρώπους που δούλεψαν τις παλιές μηχανές. Και εδώ, σχεδόν αναρωτιέται ο αναγνώστης αν προσθέτουν τίποτε οι στίχοι που σποραδικά συνοδεύουν την εικονογράφηση, έστω και αν ανήκουν στον Σικελιανό, στον Καβάφη ή στον Ρίτσο.


Τα ρολά του παλιού τυπογραφείου είναι τώρα κατεβασμένα, τα λάδια ξεραίνονται στις παλιές μηχανές, ο τελευταίος διευθυντής της εφημερίδας της παλιάς τεχνολογίας αφιέρωσε στους συνεργάτες του και στις μηχανές ένα λεύκωμα. Είναι όμως αμφίβολο αν η νέα γενιά των δημοσιογράφων που κάθονται μπροστά στον ηλεκτρονικό υπολογιστή θα μπορέσει να καταλάβει την ιδιαίτερη αίσθηση του λαδωμένου μετάλλου, του ξασπρισμένου από τη χρήση πενταλιού της μηχανής και ακόμη και την κρυφή ικανοποίηση των παλιών διευθυντών όταν με το μελανί μολύβι διόρθωναν στη βρεγμένη σελίδα το όποιο λάθος. Ζούμε στην εποχή που στα χαρτοπωλεία δεν υπάρχει πια μελανί μολύβι και οι μηχανές του παλιού τυπογραφείου που δούλευαν ως πέρυσι έχουν αποκτήσει μουσειακή αξία.