Το ερώτημα είναι γνωστό εδώ και δύο χρόνια: «Ποιος έκανε πρωθυπουργό τον Κ. Σημίτη;». Εξίσου γνωστές είναι και οι επικρατέστερες απαντήσεις.


«Τα διαπλεκόμενα συμφέροντα!» απαντούν οι αντίπαλοί του μέσα και έξω από το ΠαΣοΚ.


«Η κοινωνία!» λένε οι υποστηρικτές του.


«Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Η ανάγκη αυτοσυντήρησης ενός κόμματος που συνήθισε στην εξουσία!» ηχεί κάπως πιο λογικά η τρίτη εκδοχή.


Οπως και αν έχουν τα πράγματα, όλοι δείχνουν ακόμη να απορούν:


­ Πώς κατάφερε να διαδεχθεί τον Α. Παπανδρέου ο υπ’ αριθμόν 1 αντίπαλός του;


Η απάντηση περιέχεται στην ερώτηση: Τον διαδέχθηκε ακριβώς επειδή ήταν ο υπ’ αριθμόν 1 αντίπαλός του! Ο Α. Παπανδρέου είχε προβλέψει μάλλον ποιος θα πάρει το κόμμα μετά την αποχώρησή του. Ισως γι’ αυτό και ο ίδιος προσωπικώς ελάχιστα αποπειράθηκε να αλλάξει τη φορά των πραγμάτων. Ή δεν πρόλαβε να το κάνει.


Ανέκαθεν ο Κ. Σημίτης είχε απέναντί του μια περίεργη στάση. Οσο ήταν όρθιος ποτέ δεν τον αμφισβήτησε ευθέως. Και ποτέ δεν τον απεδέχθη ευθέως. Περίπου σαν τον Ζαν-Ζακ Ρουσό που έγραφε προς τον Βολταίρο: «Σας μισώ πράγματι αφού το θελήσατε· αλλά σας μισώ σαν έναν άνθρωπο που θα άξιζε περισσότερο να τον αγαπώ, αν το θέλατε». Ο Α. Παπανδρέου προφανώς δεν το ήθελε. Είτε είχε τους λόγους του είτε όχι, δεν υπήρξε ποτέ περίοδος «αποδοχής» του Κ. Σημίτη, όπως συνέβαινε με όλα σχεδόν τα υπόλοιπα στελέχη του ΠαΣοΚ, στο ατομικό του «χρηματιστήριο». Γύρω στο 1990 ο Π. Λάμπρου είχε κανονίσει να επισκεφθεί την Εκάλη ο Κ. Σημίτης και να υπάρξει μια καθαρή συζήτηση. Η επίσκεψη αυτή δεν έγινε ποτέ.


­ Σου το είπα, δεν με πάει, θα πει στον Π. Λάμπρου αργότερα.


Πράγματι δεν «τον πήγαινε». Είναι όμως άγνωστο πότε ακριβώς ο Κ. Σημίτης συνειδητοποίησε ότι, αν είναι να πάρει στα χέρια του αυτό το κόμμα, θα το πάρει όχι μόνον ερήμην αλλά ενδεχομένως και εναντίον του Α. Παπανδρέου. Είναι σαφές ότι, έστω και αν στο τέλος δεν χρειάστηκε μια τέτοια αναμέτρηση, γιατί έτσι αποφάσισε η μοίρα, είχε αποφασίσει να την επιχειρήσει. Ετσι το αρχικό ερώτημα επανέρχεται με άλλη διατύπωση: Πώς τα κατάφερε;


Αυτό το οποίο παραδόξως έχουν αποκλείσει οι περισσότεροι από όσους επεχείρησαν ως τώρα να βρουν απαντήσεις είναι το αυτονόητο: να οφείλεται δηλαδή η επικράτηση του Κ. Σημίτη σε ένα απλό πολιτικό σχέδιο. Και όμως, αν αυτό το σχέδιο δεν υπήρχε, ούτε η «κοινωνία» ούτε τα «διαπλεκόμενα» ούτε η «αυτοσυντήρηση» του ΠαΣοΚ μπορούσαν να κάνουν τίποτε. Ο Κ. Σημίτης έγινε πρωθυπουργός γιατί ­ όπως θα δούμε στη συνέχεια ­ φρόντισε γι’ αυτό εγκαίρως.


Οι 168 βουλευτές που επέλεξαν πρωθυπουργό τον Ιανουάριο του 1996 και οι 5.300 στελέχη του ΠαΣοΚ που αποφάσισαν για τον διάδοχο του Α. Παπανδρέου τον Ιούνιο του ίδιου έτους δεν έκαναν τυχαία τις επιλογές τους. Ψήφισαν τον Κ. Σημίτη διότι είχαν προετοιμασθεί να το κάνουν. Και αυτοί που τους προετοίμασαν δεν ήταν κάποιες σκοτεινές δυνάμεις. Ηταν μια ομάδα στελεχών περί τον Κ. Σημίτη που σκέφθηκαν εγκαίρως κάτι απλό: στην πολιτική χρειάζεται πολιτικό σχέδιο.


Οι αντίπαλοί του υστέρησαν δραματικά σ’ αυτόν τον τομέα. Δεν μπορούσαν ίσως ποτέ να φαντασθούν ότι ειδικά ο Κ. Σημίτης θα διεκδικούσε με αξιώσεις το κόμμα του Α. Παπανδρέου. Ετσι γαλουχήθηκαν επί 22 έτη. Και πίστευαν ειλικρινά ότι, αν τα μέλη του ΠαΣοΚ επρόκειτο ποτέ να εκλέξουν τον διάδοχο του Α. Παπανδρέου, δεν θα προτιμούσαν κάποιον που δεν τα πήγε ποτέ καλά με τον ίδιο. Λογικό φαίνεται. Γιατί να εκλέξουν τον Κ. Σημίτη και όχι κάποιον με περισσότερες εγγυήσεις συνέχειας της «παπανδρεϊκής» παράδοσης; Γιατί να θέλουν ειδικά αυτόν και όχι οποιονδήποτε άλλον; Την απάντηση είχε δώσει ήδη σε μια προεκλογική ομιλία του ο Τζ. Φ. Κένεντι: «Γιατί να μην ψηφίσετε, π.χ., έναν γεωργό; Λοιπόν σας πληροφορώ ότι κανένας γεωργός δεν έβαλε υποψηφιότητα για πρόεδρος εφέτος».


Η έρευνα που ακολουθεί επιδιώκει να αποκαλύψει το πραγματικό πολιτικό σχέδιο που έφερε τον Κ. Σημίτη και όχι κάποιον «γεωργό» στην εξουσία. Καταγράφει πώς εξελίχθηκε αυτό το σχέδιο μέσα από μια αλληλουχία συσκέψεων, συναντήσεων και επαφών, που διήρκεσαν σχεδόν τρία χρόνια. Πρόκειται για την άγνωστη ως τώρα, αλλά συναρπαστική, ιστορία μιας μικρής ομάδας ανθρώπων που ξεκίνησαν για το αδύνατον: να κατακτήσουν ένα κόμμα που ανήκε σε κάποιους οι οποίοι θεωρούσαν αδιανόητο ότι θα το χάσουν. Και κυρίως ότι θα το χάσουν από αυτήν ειδικά την ομάδα, που ξεκίνησε με πέντε – έξι προσωπικούς φίλους του Κ. Σημίτη και λίγο προτού αρχίσουν να τρέχουν τα γεγονότα εξελίχθηκε σε ένα πανελλαδικό δίκτυο, αρκούντως συνωμοτικό, για την εποχή, δίκην «κόμματος μέσα στο κόμμα». Με δική του δικτύωση, με δικά του στελέχη, με ηγεσία και οπαδούς. Είναι μια έρευνα που βλέπει τα πράγματα μόνο από τη σκοπιά των νικητών. Από αυτή την άποψη μεροληπτεί. Αλλά εκείνο που επεχείρησε να καταγράψει είναι ακριβώς η διαδρομή των νικητών. 1993- 1996 Τα τρία χρόνια που συγκλόνισαν το ΠαΣοΚ


Η πρώτη συνάντηση


Το βράδυ της 1ης Δεκεμβρίου 1993 στο υπουργείο Βιομηχανίας στην οδό Μιχαλακοπούλου δέκα άνθρωποι κάθονταν γύρω από ένα τραπέζι. Ο υπουργός Κ. Σημίτης φώναξε εννέα παλαιούς συνεργάτες του προκειμένου να ζητήσει τη γνώμη τους για τις πολιτικές εξελίξεις. Δεν ήταν ακριβώς «πολιτικό επιτελείο», αλλά μια παρέα φίλων που είχαν κληθεί σε μια πολιτική σύσκεψη. Στην αίθουσα συσκέψεων του τετάρτου ορόφου, δίπλα στο γραφείο του υπουργού, συγκεντρώθηκαν εκείνο το βροχερό βράδυ του Δεκεμβρίου οι πρώτοι «συνωμότες»: Ν. Γκαργκάνας, Δ. Παπούλιας, Χρ. Βερελής, Γ. Δρυς, Ν. Θέμελης, Αντ. Αγγελίδης, Ρ. Σπυρόπουλος, Α. Μαντέλης και ο Θ. Τσουκάτος. Οι πρωτόκλητοι!


Αυτοί οι δέκα άνθρωποι θα ξεκινούσαν να ανατρέψουν την «επετηρίδα» ενός κόμματος. Πόσες πιθανότητες είχαν να πετύχουν; Εκείνη τη στιγμή απολύτως καμία. Αλλά στην περίπτωσή τους ίσχυσε αυτό που έλεγε η βασίλισσα Βικτωρία: «Δεν μας ενδιαφέρουν οι πιθανότητες της ήττας». Ο Κ. Σημίτης τούς μίλησε χωρίς να δίνει καθόλου την αίσθηση ότι κάτι σημαντικό ξεκινούσε εκείνη τη στιγμή. Αντίθετα, αν δεν ήταν ο Θ. Τσουκάτος, μπορεί να μη συνεδρίαζαν ποτέ ξανά. Αυτός θα πιέσει τις επόμενες ημέρες να μονιμοποιηθεί αυτό το επιτελείο και αναλαμβάνει να κάνει οποιαδήποτε «αγγαρεία» για να το πετύχει.


Τα κεντροδεξιά σενάρια


Η δεύτερη συνάντηση έγινε τις παραμονές των Χριστουγέννων του 1993, πάλι στο υπουργείο Βιομηχανίας. Εκεί θα εγκατασταθεί για μια μεγάλη περίοδο το στρατηγείο του Κ. Σημίτη, χωρίς ποτέ να υποψιασθεί κανείς τι κάνουν τόσοι άνθρωποι που πηγαινοέρχονται κάθε απόγευμα στο κτίριο της οδού Μιχαλακοπούλου. Ο Κ. Σημίτης μίλησε στους συνεργάτες του πιο ανοιχτά. Τους είπε ότι σκοπεύει στο εξής να παρεμβαίνει συστηματικά στις εξελίξεις και ότι πιστεύει ότι εκπροσωπεί ένα ρεύμα ­ περισσότερο στην κοινωνία και λιγότερο στο ΠαΣοΚ ­ το οποίο «πρέπει» να γίνει κυρίαρχο. Και κατέληξε: «Μη νομίζετε ότι έχω κανένα άγχος να γίνω πρωθυπουργός».


Στο ΠαΣοΚ εκείνη ειδικά την περίοδο δεν είναι λίγοι όσοι αυτό ακριβώς νομίζουν. Και σ’ αυτό στηρίζονται τα περίφημα «κεντροδεξιά σενάρια». Αυτά τα «σενάρια» ισοδυναμούσαν με «καταγγελία» εναντίον ενός υπουργού και μέλους του ΕΓ! Μια καταγγελία τόσο απλή όσο και ασαφή:


­ Βρίσκεται σε επαφή με παράγοντες της Δεξιάς ώστε, αν το επιτρέψουν οι συνθήκες, να ανατρέψουν τον Α. Παπανδρέου και να σχηματίσουν κυβέρνηση που θα στηρίζεται σε βουλευτές του ΠαΣοΚ, της ΝΔ και… ένα τουλάχιστον στέλεχος του Συνασπισμού!


Αυτό ήταν σε γενικές γραμμές το «κατηγορητήριο». Με αυτή την «υποψία» να τον βαρύνει, ο Κ. Σημίτης πέρασε αρκετά χρόνια στο κόμμα του. Το ερώτημα είναι αν εκείνη ειδικά την εποχή μπορούσε να συμπράξει με κανέναν εκτός ΠαΣοΚ και κυρίως να στηρίξει κυβέρνηση. Γιατί δεν είχε με ποιον να την στηρίξει! Αν υποθέσουμε ότι θα εκδηλωνόταν «ανταρσία» κατά του Α. Παπανδρέου ­ και χρειάζονταν 151 ψήφοι στη Βουλή για να στηριχθεί μια κυβέρνηση ­, ο Κ. Σημίτης δεν μπορούσε να βάλει πάνω από τέσσερις και τον εαυτό του! Τους 146 έπρεπε να τους βάλουν οι άλλοι. Και η ΝΔ όταν ήταν στην αντιπολίτευση δεν είχε ποτέ πάνω από 110! Ωστόσο αυτή η «μομφή» τον ακολουθούσε επίμονα τα τελευταία χρόνια και αυτό τον έκανε σχεδόν «δακτυλοδεικτούμενο» στο ΠαΣοΚ. Και ίσως σε κάποιον άλλον θα δημιουργούσε αισθήματα μειονεξίας, σε ένα κόμμα που είχε μια ολόκληρη θεωρία για την «αποστασία» και τους «αποστάτες». Ο Κ. Σημίτης όμως έδειχνε από τότε ότι είχε «κρύο αίμα».


Μοναχική πορεία


Με αυτές τις συνθήκες λίγο προτού εκπνεύσει το 1993 και ενώ ο Α. Παπανδρέου έχει μόλις επανέλθει θριαμβευτικά στην πρωθυπουργία, ο Κ. Σημίτης με λίγους φίλους του αποφασίζουν να πάρει μέρος στο επικείμενο συνέδριο του ΠαΣοΚ με όσο πιο οργανωμένο τρόπο μπορεί. Αυτό μια κουβέντα είναι. Για να έχει κανείς τύχη σε ένα κομματικό συνέδριο το λιγότερο που χρειάζεται είναι μια στοιχειώδης επικοινωνία με τα μεσαία κομματικά στελέχη. Ητοι «μηχανισμό». Ο Κ. Σημίτης δεν διέθετε ούτε είχε επιχειρήσει ποτέ ως τότε να τον δημιουργήσει. Αλλά και αν το επιχειρούσε, θα απετύγχανε. Από τη μια υπήρχαν οι δυνάμεις του επίσημου κόμματος υπό τον Α. Τσοχατζόπουλο και από την άλλη ο υπαρκτός μηχανισμός του Γ. Γεννηματά που δεν άφηναν περιθώρια για τρίτο παίκτη.


Επιπλέον, με ποιους να «στήσει» μηχανισμό στο ΠαΣοΚ; Οι άνθρωποι που τον περιβάλλουν τη δεκαετία του 1980 μετριούνται στα δάχτυλα. Ο Αντ. Αγγελίδης, ο Ν. Θέμελης (που τότε δεν ανήκει καν στο ΠαΣοΚ), ο Α. Μαντέλης και ο Γ. Δρυς, που τον είχε Γραμματέα στο υπουργείο Γεωργίας, είναι όλοι κι όλοι το προσωπικό επιτελείο του. Και κατά περίπτωση ορισμένοι πανεπιστημιακοί με το μισό πόδι στην πολιτική. Στην Κοινοβουλευτική Ομάδα, πλην του Χ. Καστανίδη, τα ερείσματά του εξαντλούνταν στον Θ. Κοτσώνη και στον Αλ. Μπαλτά. Δεν κάνει συγκεντρώσεις στελεχών, όπως έκανε ήδη ο Γ. Γεννηματάς, και κατά κανόνα επισκέπτεται την επαρχία μόνος. Αυτοί που ποντάρουν στην επικράτησή του δεν είναι πολλοί…


Πολύ αργότερα, το 1991, όταν ο Θ. Τσουκάτος θα αρχίσει να συνεργάζεται μαζί του θα τον πιέσει να μαζέψει γύρω του κάποιους ανθρώπους και αναλαμβάνει να του… βρει τους πρώτους! Από ‘κεί και πέρα η κομματική διαδρομή του Κ. Σημίτη στο ΠαΣοΚ είναι συνδεδεμένη με τη δραστηριότητα του Θ. Τσουκάτου, ο οποίος ως Γραμματέας της Α’ Αθήνας έχει ήδη κακές σχέσεις με τον κομματικό μηχανισμό και καταψηφίζει συχνά αποφάσεις της ΚΕ.


Οι επαφές με τους «λοχαγούς»


Με τα υπόλοιπα στελέχη του ΠαΣοΚ ο Κ. Σημίτης είχε μια περίεργη σχέση: οι μισοί τον απέφευγαν και τους άλλους μισούς τούς απέφευγε. Στο ΠαΣοΚ όλοι μιλούν για την «αγοραφοβία» του, παρ’ ότι στο παρελθόν είχε δείξει πυγμή στις εσωκομματικές υποθέσεις. Π.χ., ένα βράδυ του 1977 εισέβαλε στον «Αγωνιστή» και «ξήλωσε» τους πάντες.


Μία φορά τον μήνα από τις αρχές του 1992 συναντά τους «λοχαγούς», που ήταν τότε η δεύτερη κατά σειράν γνωστή «φράξια» του ΠαΣοΚ. Επρόκειτο για επταμελή ομάδα «μεσαίων» στελεχών με θορυβώδη παρουσία. Ο Χ. Καστανίδης, που είναι από τότε δεδηλωμένος «σημιτικός», και ο Δ. Ρέππας είναι οι συνηθέστεροι συνομιλητές του, ενώ συχνά τον επισκέπτονται και οι Μ. Σταυρακάκης, Ι. Νικολάου, Μ. Νεονάκης, Ευ. Μαλέσιος και Στ. Μανίκας. Με τους «λοχαγούς» συνεργάζεται στενά εκείνη την περίοδο ο Θ. Τσουκάτος, που συνυπογράφει τις ανακοινώσεις τους, και άλλα στελέχη όπως ο Χρ. Σμυρλής. Την άνοιξη του 1992 τούς συναντά όλους μαζί στο σπίτι του Ν. Θέμελη στου Παπάγου. Πήγε συνοδευόμενος από τον Α. Μαντέλη και τους έκανε εντύπωση που τον έβλεπαν με… κόκκινο πουλόβερ και διάθεση για χιούμορ!



Η «ομάδα Γεννηματά», οι «λοχαγοί» και ο Κ. Σημίτης είναι ως το 1993 οι πιο «ορατοί» πόλοι τής ­ τότε ­ εσωκομματικής αντιπολίτευσης. Ο Θ. Τσουκάτος είναι αυτός που θα αρχίσει από τις αρχές του 1994 να αναζητεί τη συγκολλητική ουσία ανάμεσα σ’ αυτές τις τρεις πλευρές. Ο ίδιος μπήκε στο ΠαΣοΚ αργά, το 1979, με προτροπή του Θ. Καπετανάκη και το 1990 εξελέγη μέλος της ΚΕ. Ως Γραμματέας της ΝΕ Α’ Αθήνας την περίοδο 1989-91 διαδραματίζει έναν ευρύτερο ρόλο, αλλά ο επίσημος κομματικός μηχανισμός έδειχνε να τον υποτιμά και τον είχε «καταδικάσει» στον άχαρο ρόλο του β’ αναπληρωτή Γραμματέα Οικονομικού, με α’ αναπληρωτή τον Ι. Χρυσικόπουλο. Τον είχε δηλαδή υπό την εποπτεία τού ­ πανίσχυρου τότε ­ Π. Λάμπρου, που ήταν από τους πιο στενούς συνεργάτες τού Α. Παπανδρέου. Πολύ συχνά στη Χαριλάου Τρικούπη δεν δίσταζαν να αναφέρονται υποτιμητικά στον Θ. Τσουκάτο.


­ Αν περιμένει ο Σημίτης να του φτιάξει μηχανισμό ο Τσουκάτος…


Ο Π. Λάμπρου είναι ο πρώτος που διαισθάνεται τις δραστηριότητές του και προσπαθεί να του κλείσει μια συνάντηση με τον Α. Παπανδρέου για ευνόητους λόγους. Αυτός όμως αρνείται:


­ Δεν πάω αν δεν είσαι και εσύ με τον Χρυσικόπουλο μπροστά.


Και δεν πήγε.


Η πρώτη μάχη


Την άνοιξη του 1994 οι «λοχαγοί» πήραν πρωτοβουλία για συνεννόηση μεταξύ των στελεχών που αποτελούσαν την «ομάδα Γεννηματά» και των λίγων φίλων του Κ. Σημίτη, που έδωσε τη συγκατάθεσή του για «διαβουλεύσεις». Ο Α. Μαντέλης και ο Γ. Δρυς από την πλευρά του Κ. Σημίτη, ο Μ. Παπαϊωάννου, ο Λ. Κανελλόπουλος και ο Α. Παπαθανασόπουλος από την πλευρά των «γεννηματικών» και οι Μ. Νεονάκης και Ι. Νικολάου από τους «λοχαγούς» αρχίζουν έναν κύκλο διαπραγματεύσεων.


Οι περισσότερες συναντήσεις γίνονται στο γραφείο του Μ. Παπαϊωάννου, που είναι τότε Γραμματέας στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, και στα γραφεία του ΕΛΚΕΠΑ στην Κηφισιάς, που διοικούν εκείνη την εποχή οι Μ. Σταυρακάκης και Ι. Νικολάου. Συζητούν κυρίως πώς θα οργανώσουν τη σταυροδοσία κατά την εκλογή της νέας Κεντρικής Επιτροπής. Ούτε λόγος για ευθεία αμφισβήτηση του Α. Παπανδρέου. Μια συνάντηση έγινε και στο σπίτι του Ρ. Σπυρόπουλου και πήραν μέρος οι Χρ. Ροκόφυλλος, Ελ. Παπαζώη, Αννα Διαμαντοπούλου, Ν. Θέμελης, Θ. Τσουκάτος, Κ. Γείτονας, Θ. Κολιοπάνος κ.ά. Συζητούν για την οργάνωση του κόμματος και τους «σκεπτόμενους πολίτες», αλλά όταν έρχεται η ώρα για τις λίστες υπάρχουν διαφωνίες.


Το συνέδριο του 1994



Το συνέδριο του 1994 δεν έμοιαζε με το συνέδριο κανενός άλλου κόμματος. Ο Α. Παπανδρέου ήταν ήδη καταβεβλημένος, αλλά ο πιθανότερος διάδοχός του είχε ανακοινώσει ήδη ότι έπασχε από ανίατη ασθένεια. Ολοι γνωρίζουν ότι ο Γ. Γεννηματάς δεν θα μπορέσει καν να πάρει μέρος στο συνέδριο. Και να μπορούσε, δεν θα το επέτρεπε ο ίδιος στον εαυτό του, έτσι όπως τον είχε καταβάλει η αρρώστια. Ηταν υπερήφανος και ήθελε να τον θυμούνται όρθιο. Γι’ αυτό αποφάσισε να στείλει μόνο ένα μήνυμα.


Στο ΠαΣοΚ προτού ακόμη γίνει γνωστή η αρρώστια του είχαν κυκλοφορήσει φήμες που ανέφεραν ότι ο Γ. Γεννηματάς και ο Κ. Σημίτης είχαν καταλήξει σε μια άτυπη συμφωνία: όταν έλθει η ώρα της διαδοχής, τον πρώτο λόγο θα έχει ο Γ. Γεννηματάς. Ο Κ. Σημίτης είχε αποδεχθεί αυτή την «επετηρίδα». Ισως εξ ανάγκης, αφού παρ’ ότι ήταν ένα στέλεχος με αυξημένο κύρος οι επιρροές του στην οργάνωση του ΠαΣοΚ ήταν ελάχιστες. Οι φήμες ξεκίνησαν από μια συνάντηση που είχαν ένα βράδυ στις αρχές του 1992 οι Γ. Γεννηματάς, Κ. Σημίτης και Κ. Λαλιώτης. Στην πραγματικότητα ήταν μια κοινωνική έξοδος μετά συζύγων. Αλλωστε ο ίδιος ο Κ. Σημίτης σε μια συζήτηση με φίλους του την επομένη είναι σαφής όταν τον ρωτούν τι είπαν:


­ Περισσότερο μιλούσαν οι γυναίκες μας.


Είναι γνωστό ότι τις παραμονές του συνεδρίου ο Γ. Γεννηματάς φώναξε στο σπίτι του στη Βούλα τον Κ. Λαλιώτη και του ζήτησε «να στηρίξει τον Κώστα». Είχε ζητήσει όμως να πάρει και ο Α. Τσοχατζόπουλος μέρος στις συνεννοήσεις για το μέλλον, αλλά αυτός αρνήθηκε κρίνοντας ότι ελέγχει την κατάσταση. Αλλωστε δεν ήταν δύσκολο να προβλέψει ότι το συνέδριο δεν θα ήταν παρά μια διαμάχη για την κατάληψη θέσεων. Τις προθέσεις του εν όψει εξελίξεων ουδείς θα ομολογούσε εκεί μέσα. «Δεν θα γίνουμε πατροκτόνοι» έλεγαν τα στελέχη του ΠαΣοΚ, επαναλαμβάνοντας μια διατύπωση του Κ. Λαλιώτη. Ετσι πολλοί επικρίνουν τον «κεντρικό μηχανισμό» και την «ηγεσία», αλλά κανένας δεν αγγίζει τον Α. Παπανδρέου. Πριν από μερικούς μήνες άλλωστε είχε θριαμβεύσει στις εκλογές και άνοιξε τις εργασίες του συνεδρίου γνωρίζοντας ότι ουδείς θα τον αμφισβητήσει εκεί μέσα. Και στις 17 Απριλίου, αμέσως με την διά βοής επανεκλογή του, προτίμησε έναν γρίφο: «Το ΠαΣοΚ ούτε χαρίζεται, ούτε κληρονομείται, ούτε χωρίζεται σε τιμάρια». Δηλαδή;


Παρ’ όλα αυτά όλοι διαισθάνονται ότι η «μετά Παπανδρέου εποχή» πλησιάζει και σπεύδουν να πάρουν θέση. Ακόμη και ο «κεντρώος» Ι. Αλευράς καταγγέλλει από το βήμα του συνεδρίου παρεκκλίσεις από τον σοσιαλιστικό δρόμο. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα η ψηφοφορία για την ΚΕ ήταν σκληρή. Δημοφιλέστατος, αλλά και ετοιμοθάνατος ο Γ. Γεννηματάς πήρε μόλις 3.235 ψήφους. Δηλαδή σχεδόν δύο στους πέντε συνέδρους, παρ’ ότι είχαν στη διάθεσή τους 70 σταυρούς, δεν έδωσαν έναν στον άνθρωπο που, αν δεν τον είχε χτυπήσει η μοίρα, θα ήταν ο αδιαμφισβήτητος διάδοχος του Α. Παπανδρέου.


Η πρώτη νίκη



Ο Κ. Σημίτης επεχείρησε να κερδίσει σε εκείνο το συνέδριο όσα μπορούσε να κερδίσει. Πρώτον, μια ακήρυκτη αναμέτρηση που είχε με τον Γ. Αρσένη, απέναντι στον οποίο εμφανίστηκε ως εκπρόσωπος του «ιστορικού ΠαΣοΚ. Ο Γ. Αρσένης ήλθε αργά στο ΠαΣοΚ και «κατέβηκε από το τρένο» νωρίς, για να ανεβεί πάλι μόνον όταν απέτυχε να γίνει αρχηγός υπαρκτού κόμματος. Ωστόσο αρχίζει να κερδίζει έδαφος όταν έγινε γνωστή η ασθένεια του Γ. Γεννηματά. Το δεύτερο που κέρδισε ήταν μια αναμέτρηση με τον Α. Τσοχατζόπουλο, από τον οποίο στέρησε τη μία από τις δύο θέσεις που επεδίωκε: και Γραμματέας στο κόμμα και μέλος της κυβέρνησης. Αυτά τα δύο αθροιζόμενα ισοδυναμούσαν με ανοιχτή σύγκρουση με τον κεντρικό μηχανισμό. Ορισμένοι τον είχαν συμβουλεύσει προηγουμένως να το αποφύγει. Τους απάντησε με ένα «ανέκδοτο» για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο: «Λογικά, οι επιχειρήσεις έδειχναν ότι θα νικούσαν οι Γερμανοί. Και οι Γάλλοι ­ πάντοτε λογικοί ­ υπέκυψαν». Στις προσυνεδριακές συναντήσεις είχαν γίνει πολλές συζητήσεις για το «ασυμβίβαστο» μεταξύ της ιδιότητας του υπουργού και του Γραμματέα τής ΚΕ. Οι περισσότεροι έκριναν ότι δεν έπρεπε να διακινδυνεύουν μια τέτοια σύγκρουση.


­ Τι πάμε να κάνουμε; θα καταστραφούμε, έλεγαν ο Λ. Κανελλόπουλος και ο Ευ. Μαλέσιος στις συσκέψεις.


Ο Κ. Σημίτης τούς άκουγε όλους σιωπηλός. Στις 16 Απριλίου 1994 αγνόησε τους «Γάλλους» και σχεδόν απροσδόκητα σήκωσε το χέρι και διαχώρισε τη θέση του από τα λοιπά μέλη του ΕΓ οδηγώντας το επίμαχο θέμα του «ασυμβιβάστου» σε ψηφοφορία. Εκείνη τη στιγμή κέρδισε τις εντυπώσεις. Την επομένη κέρδισε και την ψηφοφορία: ο Γραμματέας τής ΚΕ του κόμματος δεν μπορούσε να είναι ταυτοχρόνως μέλος του υπουργικού συμβουλίου.


Ηταν η πρώτη ένδειξη στο ΠαΣοΚ ότι η πλειοψηφία των μεσαίων στελεχών δεν συντασσόταν απαραιτήτως με τον κεντρικό κομματικό μηχανισμό. Ο Κ. Σημίτης μάλλον το αντελήφθη και κέρδισε μια μάχη εκεί που κανένας δεν το περίμενε. Κατά τα λοιπά τα πράγματα δεν του πήγαν και πολύ καλά. Εξελέγη μόλις 11ος στην ΚΕ με 1.637 ψήφους, πίσω από τους Γ. Γεννηματά, Θ. Πάγκαλο, Δ. Τσοβόλα, Π. Αυγερινό, Κ. Λαλιώτη, Β. Παπανδρέου, Απ. Κακλαμάνη, Μ. Χαραλαμπίδη, Α. Τσοχατζόπουλο, Ευ. Βενιζέλο. Και μόλις λίγες ψήφους μπροστά από τους Κ. Σκανδαλίδη, Α. Πεπονή, Γ. Αρσένη και Χρ. Παπουτσή. Από εκεί και πέρα δεν υπήρχε καν πρόβλεψη για τη μετασυνεδριακή τακτική. Οταν λίγο πριν από τη συνεδρίαση της νέας ΚΕ η Αννα Διαμαντοπούλου εκδηλώνει την επιθυμία να είναι υποψήφια για το νέο ΕΓ, ο Κ. Σημίτης την απογοητεύει:


­ Εχω συνεννοηθεί με τους γεννηματικούς να υποστηρίξουμε τη Μαρία Αρσένη.


«Χρειαζόμαστε σχέδιο»


Μετά το συνέδριο του 1994 τα σχέδια του Α. Τσοχατζόπουλου έπρεπε να αλλάξουν. Αλλά αυτό που άλλαξε ήταν τα σχέδια του Κ. Σημίτη. Στις 20 Απριλίου 1994, την ημέρα που ο Α. Παπανδρέου βρίσκεται στην Αμερική και ετοιμάζεται να συναντήσει τον πρόεδρο Κλίντον, οι συνεργάτες του Κ. Σημίτη συνεδριάζουν για πρώτη φορά μετά το συνέδριο και καταλήγουν στο συμπέρασμα:


­ Πρέπει να κινηθούμε βάσει σχεδίου.


Αντιλαμβάνονται ότι δεν αρκούν πλέον οι πολιτικές παρεμβάσεις του Κ. Σημίτη, αλλά χρειάζεται και οργανωτική προετοιμασία αν θέλουν να έχουν καλύτερη τύχη στο μέλλον. Χωρίζονται σε τομείς. Οι Θ. Τσουκάτος, Ρ. Σπυρόπουλος, Α. Μαντέλης αναλαμβάνουν το «οργανωτικό», οι Χ. Καστανίδης και Γ. Δρυς αναλαμβάνουν την Κοινοβουλευτική Ομάδα. Τα υπόλοιπα δεν τα ανέλαβε κανείς, γιατί δεν υπήρχε κανείς.


Τον Μάιο του 1994 μπαίνει το «Σκοπιανό» στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας. Το δεύτερο θέμα είναι η πρόταση βουλευτών του ΠαΣοΚ για σύσταση προανακριτικής επιτροπής της Βουλής εναντίον του Κ. Μητσοτάκη για την υπόθεση της ΑΓΕΤ. Ταυτοχρόνως τα κόμματα ετοιμάζονται για τις ευρωεκλογές.


Το βράδυ της Τρίτης 10 Μαΐου η «ομάδα Σημίτη» συνέρχεται και προσπαθεί να εκτιμήσει πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Γίνεται εκτεταμένη συζήτηση για τις επαφές που διατηρεί, από το 1990 ήδη, ο Κ. Σημίτης με τη Βάσω Παπανδρέου και ορισμένους άλλους. Αποφασίζουν να αναθερμάνει τις προσωπικές σχέσεις του και να πλησιάσουν όσους είχαν κακές σχέσεις με τη Χαριλάου Τρικούπη. Ελπίζουν ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο θα προκαλέσουν «αντιηγετική κινητικότητα» και θα προσελκύσουν έναν κύκλο στελεχών γύρω από ένα θέμα – ταμπού ως εκείνη τη στιγμή: την μετά Παπανδρέου εποχή στο ΠαΣοΚ.


Καταλήγουν ότι πρέπει να εκμεταλλευθούν το καλοκαίρι, όπου θα ατονήσει η δράση του κομματικού μηχανισμού ­ που ήδη έχει αφεθεί στις δάφνες του νικητή του συνεδρίου ­, και να πάρουν πρωτοβουλίες, κυρίως μέσω του ΟΠΕΚ, μιας οργάνωσης «κοινωνικού προβληματισμού» που είχε ιδρύσει τα προηγούμενα χρόνια ο Κ. Σημίτης με ορισμένους φίλους του.


Την ίδια περίοδο προσπάθειες να δημιουργήσει μηχανισμό καταβάλλει και η Βάσω Παπανδρέου, με την άντληση στελεχών από τη δεξαμενή των «γεννηματικών». Οταν επιστρέφει από τη Βρετανία ο συνεργάτης της Ι. Δατσέρης, αυτές οι προσπάθειες κλιμακώνονται ­ κυρίως στη Βόρειο Ελλάδα ­ και για ένα διάστημα εξελίσσονται παράλληλα με τις προσπάθειες που γίνονται για λογαριασμό του Κ. Σημίτη. Με τη Βάσω Παπανδρέου έχουν επαφή ο Λ. Σακελλάρης και ο Αρ. Παπαδόπουλος στη Θεσσαλονίκη, ο δήμαρχος Λιτόχωρου Γ. Παπαβασιλείου στην Πιερία, ο Π. Λούσκος και ο Γ. Κυριόπουλος στη Β’ Αθήνας, ο δήμαρχος Χαλανδρίου Κ. Παττακός κ.ά. Κάτι ανάλογο προσπαθούν να δημιουργήσουν επίσης και οι «λοχαγοί», ενώ οι «γεννηματικοί», που έχουν ήδη πανελλαδική δικτύωση, χωρίς τον Γ. Γεννηματά αποτελούν στόχο διανομής. Το τοπίο ωστόσο είναι θολό και είναι σύνηθες το φαινόμενο πολλοί να συμμετέχουν ταυτοχρόνως στις συγκεντρώσεις τής Β. Παπανδρέου και του Κ. Σημίτη αλλά να έχουν και καλές σχέσεις με τον κομματικό μηχανισμό.


Στις 14 Μαΐου 1994 συνεδριάζει η ΚΕ του ΠαΣοΚ για να εκλέξει το νέο ΕΓ και τον Γραμματέα της. Ο Α. Παπανδρέου προτείνει τον Α. Τσοχατζόπουλο, που παίρνει 103 ψήφους από 148 ψηφίσαντες. Για πρώτη φορά σε εκλογή αυτού του επιπέδου στο ΠαΣοΚ υπάρχει και δεύτερος υποψήφιος: ο Δ. Τσοβόλας προτείνει τον εαυτό του και παίρνει 13 ψήφους. Η έκπληξη έρχεται στην ψηφοφορία για την εκλογή του νέου ΕΓ: δεν εκλέγονται ο Θ. Πάγκαλος, η Β. Παπανδρέου, ο Ευ. Βενιζέλος, ο Κ. Παπούλιας και ο Γ. Παπανδρέου. Η Χαριλάου Τρικούπη, που ελέγχει την ΚΕ, κάνει επίδειξη ισχύος.


Στις 18 Μαΐου ο Α. Παπανδρέου ανακοινώνει το ευρωψηφοδέλτιο του ΠαΣοΚ και ενώ όλοι στρέφονται στις ευρωεκλογές, το επιτελείο του Κ. Σημίτη σχεδιάζει τις κινήσεις του μετά από αυτές. Ο ίδιος έχει μπει για τα καλά πλέον στο παιχνίδι της αναζήτησης ερεισμάτων στο κόμμα. Το «οργανωτικό» της επιτελικής ομάδας, που αποτελείται πλέον από τους Θ. Τσουκάτο, Α. Μαντέλη, Δ. Παπούλια, Χρ. Βερελή, Ν. Θέμελη, Αλ. Μπαλτά, Α. Αγγελίδη και Γ. Δρυ, αρχίζει να καταγράφει τις οργανώσεις του ΠαΣοΚ αναζητώντας ρήγματα και συμμαχίες. Σε μια συνεδρίαση στα τέλη του μήνα εκτιμούν ότι μετά το συνέδριο αρχίζει να δημιουργείται «ρεύμα κόντρα στον μηχανισμό» και αποφασίζουν να το εκμεταλλευθούν. Ο Κ. Σημίτης τούς ανακοινώνει ότι θα αρχίσει επαφές με στελέχη και τις επόμενες ημέρες συναντά τον Θ. Πάγκαλο, τη Βάσω Παπανδρέου, τον Παρασκευά Αυγερινό και τον Κ. Λαλιώτη.


Η άνοδος του Πάγκαλου



Εν τω μεταξύ οι φήμες για μεταπήδηση του Α. Παπανδρέου στην Προεδρία της Δημοκρατίας είναι πυκνές. Αυτό εκ των πραγμάτων επιταχύνει τις εξελίξεις και φέρνει τη διαδοχή προ των πυλών. Αν ο Α. Παπανδρέου ετοιμάζεται να εγκαταλείψει την πρωθυπουργία και το κόμμα, κάποιον θα έχει υπόψη του για τη διαδοχή του. Ποιον όμως; Ολες οι ενδείξεις οδηγούν σε ένα όνομα:


­ Θεόδωρος Πάγκαλος.


Ο ελευσίνιος πολιτικός ήταν πάντα δημοφιλής: είχε αριστερή διαδρομή, προσωπική κουλτούρα, ευρωπαϊκή στόφα και ήταν εξαίρετος ρήτορας. Οσοι αναζητούσαν έναν «χαρισματικό» ηγέτη μετά τον Α. Παπανδρέου δεν θα έβρισκαν καλύτερο. Ο ίδιος όμως δεν έκανε ποτέ το παραμικρό για να «δέσει» αυτή τη διάχυτη πεποίθηση. Δεν είχε ποτέ ομάδα ή «μηχανισμό» παρ’ ότι είχε προσωπικούς οπαδούς. Ισως ο μόνος βουλευτής που ανήκε ποτέ στην ­ ανύπαρκτη ­ «ομάδα Πάγκαλου» ήταν ο Δ. Αλαμπάνος, που τον πήρε μαζί του στο υπουργείο Μεταφορών, αλλά αργότερα οι δρόμοι τους χώρισαν.


Το ρεύμα υπέρ του Θ. Πάγκαλου ανησυχεί τους πιο στενούς συνεργάτες του Κ. Σημίτη, αλλά δεν έγινε ποτέ γνωστό πώς το αντιμετώπισε ο ίδιος. Οι δικοί του πάντως άρχισαν να «αγχώνονται» γιατί ο Θ. Πάγκαλος είχε ένα προσόν που ως τότε σπάνιζε στο ΠαΣοΚ: γνώριζε καλά την Ευρώπη και συνεπώς εξουδετέρωνε ένα πλεονέκτημα του Κ. Σημίτη. Το «άγχος» ενισχύεται ακόμη και από τυχαία περιστατικά. Ο Θ. Τσουκάτος πήγαινε κάθε πρωί στη Χαριλάου Τρικούπη και συζητούσε με τον Π. Λάμπρου. Ενα πρωί εκείνη την περίοδο καθώς διάβαζαν τις εφημερίδες ο Π. Λάμπρου σχολίασε:


­ Ο Πάγκαλος έχει στόφα ηγέτη.


Το απόγευμα ο Θ. Τσουκάτος συνάντησε στο υπουργείο Ναυτιλίας τον Γ. Κατσιφάρα και αφού είπαν διάφορα ο Κατσιφάρας τού λέει:


­ Ξεκαθάρισε το θέμα της ηγεσίας: Πάγκαλος.


Από τη Βουλή έρχονται παρόμοιες πληροφορίες.


­ Ο Λιβάνης πιάνει τους βουλευτές και τους μιλάει με τα καλύτερα λόγια για τον Πάγκαλο.


Η «ομάδα Σημίτη» αρχίζει να υποψιάζεται πλέον ότι όλη αυτή η φιλολογία δεν μπορεί παρά να είχε την έγκριση του ίδιου του Α. Παπανδρέου. Ετσι εξηγούν και το γεγονός ότι ο Θ. Πάγκαλος επιδεινώνει τις σχέσεις του με τον Α. Τσοχατζόπουλο ή παίρνει πρωτοβουλίες. Π.χ., στις 20 Μαΐου τού ζητεί να συγκληθεί η ΚΕ εν όψει των ευρωεκλογών.


Ο Α. Παπανδρέου συγκαλεί το νέο ΕΓ στις 26 Μαΐου, αλλά δεν ξεκαθαρίζει τη θέση του για το ενδεχόμενο μεταπήδησής του στην Προεδρία της Δημοκρατίας: «Υπάρχει πρόεδρος, είναι κακόγουστο να μιλάμε γι’ αυτό» λέει. Λίγες ημέρες αργότερα θα δηλώσει στα «Νέα» ότι «δεν είναι στις προοπτικές του» να αλλάξει ρόλο και «ο ίδιος θα κρίνει πόσο θα μείνει στην ενεργό πολιτική και πότε θα αποσυρθεί». Και σχεδόν χωρίς να ερωτηθεί, προειδοποιεί: «Οποιος επιχειρήσει να διασπάσει το ΠαΣοΚ θα το πληρώσει». Ποιον εννοεί;


Η μεγάλη έκπληξη


Στις 12 Ιουνίου, ύστερα από μια υποτονική προεκλογική περίοδο γίνονται οι ευρωεκλογές. Πρώτο το ΠαΣοΚ με 37,60% και δέκα έδρες, ακολουθεί η ΝΔ με 32,63% και 9 έδρες. Η Πολιτική Ανοιξη κάνει την έκπληξη με 8,67% και δύο έδρες. Ωφελημένος βγαίνει και ο Συνασπισμός με 6,26% και δύο έδρες, αλλά και το ΚΚΕ. Είναι προφανές ότι τα μεγάλα κόμματα χάνουν, αλλά το αποτέλεσμα ενισχύει στο ΠαΣοΚ τη θέση του Α. Παπανδρέου. Η ελεγχόμενη από τον Θ. Τσουκάτο όμως ΝΕ της Α’ Αθήνας θα χαρακτηρίσει το αποτέλεσμα «καθαρή εκλογική ήττα». Είναι σαφές ότι όλοι πιστεύουν πως ο Α. Παπανδρέου θα αποσυρθεί στο Προεδρικό Μέγαρο και ετοιμάζονται για τη μεγάλη μάχη.


Προς το τέλος του μήνα ο Α. Παπανδρέου προαναγγέλλει από την Κέρκυρα ανασχηματισμό για να «δώσει φτερά στην κυβέρνηση» του. Αρχίζουν διεργασίες και στις 7 Ιουλίου 1994 ανακοινώνεται η νέα κυβέρνηση: έχει επτά μέλη περισσότερα από τα 47 της προηγούμενης! Δεν μετέχει όμως ο Δ. Τσοβόλας ούτε η Βάσω Παπανδρέου. Ο Α. Τσοχατζόπουλος μένει στη Χαριλάου Τρικούπη, ως Γραμματέας τής ΚΕ. Είναι προφανές ότι αυτός θα οργανώσει το επόμενο συνέδριο.


Στον απόηχο του ανασχηματισμού ο Ευ. Γιαννόπουλος, που μένει εκτός κυβερνήσεως, βάλλει ευθέως εναντίον της Εκάλης. Ο Α. Παπανδρέου αδιαφορεί για τις αντιδράσεις, αλλά για πόσο; Το κλίμα είναι βαρύ και στη συνεδρίαση τής ΚΕ στις 22 Ιουλίου ο Α. Παπανδρέου αποφεύγει πάλι να ανοίξει τα χαρτιά του: «Η προεδρική εκλογή ούτε ανοίγει ούτε κλείνει κανέναν ιστορικό κύκλο. Η Βουλή θα εκλέξει πρόεδρο». Σύμπτωση: την προηγουμένη ανακοινώνεται στο Λονδίνο ότι το συνέδριο των Εργατικών εξέλεξε στην ηγεσία του κόμματος έναν νεαρό 41 ετών: τον Τόνι Μπλερ. Εκπληξη!