«Η Αμερική είναι πολύ μεγάλη
για να κάνει μικρά όνειρα» δήλωνε ο Ρόναλντ Ρίγκαν την περίοδο της παντοδυναμίας του, εκφράζοντας ολόκληρο το αμερικανικό έθνος, το οποίο επί της ηγεσίας του επανήλθε στις παραδοσιακές εθνικές του αξίες.


Ο Ρίγκαν από ηθοποιός στα χολιγουντιανά πλατό και κυβερνήτης της Καλιφόρνιας τη δεκαετία του ’60 έγινε πρόεδρος της Αμερικής τη δεκαετία του ’80 και είναι ο πρώτος πρόεδρος που επανεξελέγη και δεύτερη φορά από την εποχή του Ντουάιτ Αϊζενχάουερ.


Ο Ρόναλντ Γουίλσον Ρίγκαν γεννήθηκε στο Τάμπικο του Ιλινόις στις 6 Φεβρουαρίου και, σύμφωνα με την οικογένειά του, όταν ο πατέρας του είδε το νεογέννητο, αναφώνησε: «Μοιάζει με παχουλό μικρό Ολλανδό αλλά ποιος ξέρει; Μπορεί κάποια μέρα, όταν μεγαλώσει, να γίνει πρόεδρος». Ετσι του έμεινε το χαϊδευτικό «Ολλανδός»… Ο πατέρας του, πωλητής παπουτσιών (με μια μικρή «αδυναμία» στο ουίσκι), μετακόμισε το 1920 στο Ντίξον του Ιλινόις. Οσο ήταν στο σχολείο, ο μικρός «Ολλανδός» έπαιζε μπάσκετ, ποδόσφαιρο, συμμετείχε σε θεατρικές παραστάσεις και για επτά χρόνια εργαζόταν τα καλοκαίρια ως ναυαγοσώστης. Δούλεψε ως σπορτσκάστερ στο ραδιόφωνο και το 1937, ύστερα από ένα δοκιμαστικό, η Warner Brothers τού πρόσφερε επταετές συμβόλαιο με πρώτο μισθό 200 δολάρια την εβδομάδα. Η καριέρα του (πρωταγωνιστικοί ρόλοι σε b movies) περιλαμβάνει 53 ταινίες και διήρκεσε ως το 1966, οπότε και εξελέγη κυβερνήτης της Καλιφόρνιας.


Ως πρόεδρος της Screen Actors Guild (κάτι σαν τον δικό μας Σύλλογο Ηθοποιών) υπήρξε ένθερμος αντίπαλος του κομμουνισμού στην κινηματογραφική βιομηχανία.


Παντρεύτηκε την ηθοποιό Τζέιν Γουάιμαν το 1940 (χώρισαν το 1948) και απέκτησαν δύο παιδιά: τη Μορίν και τον Μάικλ. Το 1950 ο Ρίγκαν άλλαξε πολιτικό στρατόπεδο και ασπάστηκε την ιδεολογία των συντηρητικών Ρεπουμπλικανών. Πολλοί αποδίδουν την αλλαγή αυτή στη μετέπειτα σύζυγό του Νάνσι, επίσης ηθοποιό, η οποία καταγόταν από άκρως συντηρητική οικογένεια. Το 1966 εξελέγη κυβερνήτης της Καλιφόρνιας, αξίωμα το οποίο κατέλαβε ξανά το 1970. Εκμεταλλευόμενος τη δημοτικότητά του στην Καλιφόρνια, ο Ρίγκαν διεκδίκησε ανεπιτυχώς το χρίσμα του προέδρου των Ρεπουμπλικανών από τον Τζέραλντ Φορντ το 1976. Πράγμα που πέτυχε το 1980, ενώ στη συνέχεια κέρδισε τον Δημοκρατικό πρόεδρο Τζίμι Κάρτερ με μεγάλη διαφορά ψήφων. Με την επανεκλογή του το 1984 ο Ρίγκαν έγινε ο πιο επιτυχημένος ρεπουμπλικανός πρόεδρος από την εποχή του Αϊζενχάουερ.


Η οικονομική πολιτική του Ρίγκαν υποσχόταν μείωση των φόρων, «επαναρρύθμιση» της οικονομίας, αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες, έβαζε φρένο στον καλπάζοντα πληθωρισμό και μείωνε τα κονδύλια για τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας. Με το σύστημα αυτό γινόταν σαφές ότι ο κρατικός παρεμβατισμός θα μειωνόταν ουσιαστικά. Ο Ρίγκαν μείωσε τα κονδύλια των κοινωνικών δαπανών και κατάφερε να «παγώσει» τον πληθωρισμό. Η άρνησή του όμως να ανεβάσει τους φόρους και να περιορίσει τα τεράστια ποσά για την άμυνα δημιούργησε ένα συνεχώς αυξανόμενο έλλειμμα. Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του το εθνικό χρέος τριπλασιάστηκε.


Στην εξωτερική πολιτική ο Ρίγκαν υποσχέθηκε να αποσοβήσει το «κακό» που λεγόταν Σοβιετική Ενωση, πράγμα το οποίο απαιτούσε μεγάλες αμυντικές δαπάνες. Ετσι εξασφάλισε το τεράστιο κονδύλι που απαιτούσε ο «Πόλεμος των Αστρων», η μεγαλύτερη πολεμική επιχείρηση που έγινε σε περίοδο ειρήνης στην αμερικανική ιστορία. Οι αντισοβιετικοί του λόγοι όμως έγιναν απότομα πιο διαλλακτικοί στο δεύτερο μέρος της θητείας του, όταν ο νέος σοβιετικός ηγέτης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ εξέφρασε τη θέλησή του να μπει ένα τέλος στον Ψυχρό Πόλεμο, με μείωση των πυρηνικών και πολιτικό ανασχηματισμό στην Ανατολική Ευρώπη. Με το τέλος της δεύτερης τετραετίας του, ο Ρίγκαν είχε επισκεφθεί τη Μόσχα και αποκαλούσε τον Γκορμπατσόφ «φίλο» του.


Ως ηγέτης ο Ρίγκαν έδωσε εξουσία σε κατωτέρους του, ενώ αυτός συγκεντρώθηκε στις «μεγάλες αξίες». Ετσι απομονώθηκε και πιο στενός του σύμβουλος ήταν η Πρώτη Κυρία, που ασκούσε μεγάλη επιρροή τόσο σε αυτόν όσο και στο προσωπικό του Λευκού Οίκου. Η προεδρία του Ρίγκαν τελείωσε σε «χαμηλούς τόνους» εξαιτίας του σκανδάλου Ιράν – Κόντρας. Για να πετύχει την απελευθέρωση αμερικανών ομήρων που κρατούνταν αιχμάλωτοι από φιλοϊρανικές οργανώσεις στον Λίβανο, η κυβέρνηση Ρίγκαν άρχισε να πουλάει μυστικά όπλα στο Ιράν. Με τα κέρδη αυτά χρηματοδοτούνταν οι αντικομμουνιστές αντάρτες Κόντρας που πολεμούσαν το αριστερό καθεστώς στη Νικαράγουα. Το γεγονός αυτό παραβίαζε τον νόμο και τη «θέση» του Ρίγκαν ότι η Αμερική δεν έπρεπε ποτέ να παρέχει όπλα σε έθνη τρομοκρατών. Η έρευνα που διεξήχθη αποκάλυψε ότι κορυφαία στελέχη της κυβέρνησής του ήταν μπλεγμένα στην υπόθεση, πολλά από τα οποία οδηγήθηκαν στη φυλακή. Ο ίδιος ο Ρίγκαν γλίτωσε τις κατηγορίες, καθώς δεν βρέθηκε ποτέ κανένα στοιχείο που να τον συνδέει με τη μεταφορά των κεφαλαίων στους Κόντρας.


Αν και η εξωτερική πολιτική του διαπέρασε τελικά το παραπέτασμα, βάζοντας τέλος στον Ψυχρό Πόλεμο, η οικονομική πολιτική του είχε ως αποτέλεσμα ένα τεράστιο έλλειμμα και μια άνιση κατανομή του πλούτου, ωφελώντας τελικά ακόμη περισσότερο τους πολύ πλούσιους. Τα τελευταία χρόνια απέχει από τα πολιτικά πράγματα, χτυπημένος από τη νόσο του Αλτσχάιμερ.