Αλλού το πήγαινα κι αλλού με πήγε. Λογάριαζα προεκλογικό το μονοτονικό, με τίτλο «το λίγο και το πολύ». Λέγοντας μέσα μου, ενόψει και της επερχόμενης εκλογικής αναμέτρησης: το πολύ έφυγε, το λίγο έμεινε. Και ξαφνικά ένα ημερολογιακό κλικ με πέταξε 33 (αριθμητικώς) χρόνια πίσω: 27 Φεβρουαρίου 1971, δύο μέρες δηλαδή νωρίτερα από σήμερα, δημοσιεύτηκε, πρωτοσέλιδη τότε, η πρώτη επιφυλλίδα μου στο «Βήμα». Και τώρα με θυμήθηκε, όπως μας θυμούνται κάποτε τα βαθιά σημάδια μας, όταν το πολύ της ζωής έχει φύγει, κι απόμεινε το λίγο της.


Μαζεύοντας τώρα σκόρπια μέλη της επιφυλλίδας εκείνης, λέω να ξαναπιάσω τον σφυγμό της, να δω αν σταμάτησε ή αν χτυπά ακόμη. Τα πολλά συμφραζόμενα παραλείπονται, υπολείπονται τα λίγα και συνθηματικά. Τέταρτος χρόνος της επτάχρονης δικτατορίας. Διωγμένος από το πανεπιστήμιο, στερημένος το δασκαλίκι, μεταξύ Βαλαωρίτου και Αμύντα. Γράφοντας την «Αναζήτηση και τον νόστο του Οδυσσέα», με πείσμα και θυμό. Σ’ αυτό το χάσμα έπεσε το πρώτο κείμενο του «Βήματος». Τίτλος του: Σημείο αναφοράς. Μεταφέρω τρία σπαράγματα.


1. «Το κοινό μιας επιφυλλίδας (ποσοτικά και ποιοτικά διάφορο από εκείνο του λογοτεχνικού δοκιμίου ή της επιστημονικής διατριβής) είναι νευρικό, ανυπόμονο και εξαιρετικά επίμονο στις απαιτήσεις του για συντομία, σαφήνεια και ακρίβεια. Παρά ταύτα, πίσω από αυτού του είδους τα γραψίματα, βλέπει και κάποιο φυσικό πρόσωπο. Οσμίζεται εύκολα την περιστατική σου άνεση ή τη στενόχωρη σφίξη σου· την ασφαλισμένη λογική σου ή τις φανερές ρωγμές της· την αυτάρεσκη αυτάρκειά σου ή τη γνήσια επιθυμία σου και ανάγκη για επικοινωνία. Κι ακόμη, διακρίνει το στίγμα σου μέσα στο πλέγμα των καιρών: αν φωλιάζεις σε βολικές καμπύλες ή αγκυλώνεσαι σε άβολες αιχμές».


2. «Αγανακτεί ο αναγνώστης με την εμμονή σε θέματα «εσωτερικού χώρου», όταν ο έξω χώρος καίγεται. Δοσμένα μάλιστα μόνο στην παγκόσμιά τους κλίμακα: διηπειρωτικά άγχη, ευρωπαϊκή διαμαρτυρία για τη βαναυσότητα της καιροσκοπικής πολιτικής, και άλλες παρόμοιες γενικότητες. Οταν του αραδιάζουμε με έκδηλη απαισιοδοξία (που σπάνια συνεπάγεται για τους κήρυκές της έναν αντίστοιχο ασκητισμό, κι ακόμη σπανιότερα οδηγεί στην αναμενόμενη εξέγερση ή στη λογικά αναπόδραστη αυτοκτονία) τις αρπάγες που συνθλίβουν τον σύγχρονο άνθρωπο σ’ όλα τα πλάτη της γης. Οχι πως είναι άχρηστη αυτή η φυγόκεντρη παραφιλολογία, αλλά καταντά παραπλανητική, όσο δεν προϋποθέτει τη μελέτη και της δικής μας άδικης γης, που άλλους τους παραχορταίνει και άλλους τους καταδικάζει σε υποσιτισμό και μαρασμό».


3. «Οχι, βέβαια, άσκοποι και άκαιροι αυτοχειριασμοί. Αλλά, για να ασφαλίσουμε το ψωμί και το μυαλό μας, δεν χρειάζεται τάχα, πλάι στην αναγκαία οικονομία δυνάμεων, να λειτουργήσει και η άλλη, αντίρροπη, ριψοκίνδυνη τάση; να χάσουμε στην ανάγκη και το ψωμί και το μυαλό μας, αν είναι να τα παραδώσουμε στα παιδιά μας μολυσμένα; Οι καιροί δεν είναι πρόσφοροι για αργές και κομψές κινήσεις. Τα λόγια (και οι πράξεις μας) πρέπει σήμερα κάπου να καρφώνονται, όχι να εκτονώνουν την οργή μας για ό,τι συμβαίνει μέσα μας και γύρω μας».


Τα άμεσα επακόλουθα της αμήχανης αυτής πολιτικής ομολογίας (είχαν προηγηθεί και τα «Δεκαοχτώ Κείμενα») απογράφονται στην τελευταία παράγραφο του Προλόγου στην «Ανεμόσκαλα», όπου μαζεύτηκαν οι πρώτες δώδεκα επιφυλλίδες του «Βήματος», με ημερομηνία έκδοσης: 4 Δεκεμβρίου 1972. Αντιγράφω:


«Και μια ανάμνηση, για να τελειώνουμε. Τις πρώτες επτά, άφωνες μέρες, που ήμουν σε απομόνωση, κατόρθωσα το ακατόρθωτο. Εβγαλα από τον ψωραλέο πάγκο μου με τα νύχια μου τρεις πινέζες τόσο πατημένες, που έλεγες πως είχαν πια χωνέψει μέσα στο ξύλο. H άσκηση κράτησε έξι ώρες. Οποιος νομίζει εύκολο τον πρώτο άθλο, ας δοκιμάσει τον δεύτερο. Εβαλα ξανά στον άξονά του, δίχως να βγάλω το γυαλί, τον λεπτοδείχτη του ρολογιού μου. Αυτό βάστηξε κοντά τρία μερόνυχτα. Αληθινά ζητώ συγγνώμη για τη γλώσσα μου. Αλλά ένας θεός ξέρει πόσο μου αρέσουν τα ελληνικά». Τότε και τώρα.