Από τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου βρίσκεται αυτές τις μέρες, ο Αντρέι Κούρκοφ δηλώνει σε μια σύντομη συνομιλία με «Το Βήμα» ότι το κυρίαρχο συναίσθημα που νιώθει έναν χρόνο μετά τη ρωσική εισβολή είναι η αποφασιστικότητα.

«Αποφασιστικότητα για τη χώρα μου αλλά και για τον εαυτό μου, να κάνουμε ό,τι είναι απαραίτητο προκειμένου να ξεπεράσουμε αυτή τη φρικτή περίοδο. Δεν είμαι στρατιωτικός, ξέρω όμως ότι η Ρωσία έχει στη διάθεσή της πληθώρα πόρων, ανθρώπινων και υλικών, και ότι το καθεστώς του Κρεμλίνου δεν θα φεισθεί αυτών όσο οι ηγέτες του πιστεύουν ότι μπορούν να επωφεληθούν από την επιθετικότητά τους. Βέβαια, στην πραγματικότητα η Ρωσία έχει ήδη χάσει πάρα πολλά, σχεδόν τα πάντα, συμπεριλαμβανομένης της φήμης της, αν την είχε ποτέ, ως μεγάλου έθνους. Το Κρεμλίνο κλείνει τα μάτια μπροστά σε όλα αυτά. Στέλνει ανθρώπους από μακρινές επαρχίες και υποτελή κράτη να πεθάνουν στην Ουκρανία υποτιμώντας πλήρως τη ζωή τους. Μια εξέγερση στη Ρωσία θα βοηθούσε, αλλά κάτι τέτοιο δεν φαίνεται στον ορίζοντα».

Η Δύση και το τέρας

Είναι πλέον κοντύτερα η Ουκρανία και η Ευρώπη μετά τη δοκιμασία του πολέμου;

«Πολλοί Ουκρανοί αισθάνονται Ευρωπαίοι εδώ και χρόνια. Ηταν η Ευρώπη που τους κράτησε σε απόσταση διευκολύνοντας έτσι την επιρροή της Ρωσίας στην ίδια και την ενίσχυση της ρωσικής οικονομίας. Η Πορτοκαλί Επανάσταση το 2005 και η Επανάσταση της Αξιοπρέπειας το 2013-2014 έδειξαν την πολιτική συνείδηση των Ουκρανών και τη βούληση για υπεράσπιση των δημοκρατικών αξιών. Και τους δύο αυτούς αγώνες προκάλεσε η φιλοδοξία του Κρεμλίνου να ελέγξει την Ουκρανία. Η Δύση παρακολουθούσε με ορθάνοιχτα μάτια και δεν έκανε τίποτα. Ηλπιζε ότι θα επωφελούνταν από τον ρωσικό πλούτο και τα ενεργειακά αποθέματα, δεν πίστευε ότι εξέθρεφε ένα τέρας που ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να στραφεί εναντίον της. Η Ρωσία ήδη πραγματοποιούσε τρομοκρατικές επιθέσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο – τα θύματα του Novichok μπορεί να ήταν ρωσικής καταγωγής, ήταν όμως βρετανοί πολίτες. Κράτη όπως η Πολωνία και οι Βαλτικές Χώρες είχαν αντιληφθεί από καιρό τον κίνδυνο και προσπαθούσαν να στηρίξουν την Ουκρανία. Νομίζω πλέον ότι τον κίνδυνο έχουν αρχίσει να αντιλαμβάνονται και οι χώρες που βρίσκονται δυτικότερα».

 

Μετά το τέλος του πολέμου

«Θα έλεγα ότι οι Ουκρανοί είναι μάλλον άνθρωποι της δράσης παρά της ελπίδας» συνέχισε, μιλώντας για το πώς βλέπει το μέλλον. «Μακροπρόθεσμα, στοχεύουν στο να γίνει η χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης και να ενισχυθεί η διαφάνεια και η δημοκρατία στο εσωτερικό της. Τη στιγμή που μιλάμε, φυσικά, ελπίζουν να τελειώσει αυτή η εισβολή, να επιστρέψουν οι στρατιώτες στις οικογένειές τους, να λείψει ο φόβος και η αγωνία. Τα ουκρανικά μέσα ενημέρωσης συχνά εστιάζουν σε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες ευρωπαϊκών χωρών. Η Λιθουανία έχει αναλάβει να βοηθήσει στην ανασυγκρότηση της περιοχής του Ζιτομίρ. Μια γαλλική κατασκευαστική εταιρεία εργάζεται για την ανοικοδόμηση των πόλεων Μπούτσα και Ιρπίν, οι οποίες καταστράφηκαν τόσο βάναυσα από τους Ρώσους. Οι σκέψεις για το τέλος του πολέμου, όμως, προξενούν και πολλά ερωτήματα. Θα επιστρέψουν όσοι εγκατέλειψαν τη χώρα για την Ευρώπη; Θα εκτιμήσει και θα προστατέψει η Ουκρανία τις μειονότητές της, έχοντας προηγουμένως εστιάσει τόσο έντονα, αν και κατανοητά, στην «ουκρανικότητα»; Πώς θα προστατευθούν τα ανατολικά και τα βόρεια σύνορά μας; Πώς θα βοηθήσουμε τους Τατάρους της Κριμαίας να συνέλθουν από άλλη μία τρομερή επίθεση στην κουλτούρα και το δικαίωμά τους στην αυτοδιάθεση; Η μεταπολεμική περίοδος θα απαιτήσει περαιτέρω συμμετοχή στον αγώνα κατά της διαφθοράς – και όλα αυτά ζώντας δίπλα στην πληγωμένη ρωσική αρκούδα. Αν αποδεχθούμε ότι ως πέρυσι η Ευρώπη, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ λάμβαναν αποφάσεις βασισμένες σε λανθασμένες προϋποθέσεις, τότε θα πρέπει και εδώ να υπάρξει μια μεγάλη αλλαγή. Αυτό ακούγεται ίσως ανησυχητικό, τα πάντα μετατοπίζονται, ίσως όμως αποδειχθεί ευκαιρία να στερεωθούν ακόμη περισσότερο οι δημοκρατικές αξίες και να πάψουν πια οι οικονομικές παράμετροι να ορίζουν την ατζέντα».

Το τελευταίο βιβλίο του Αντρέι Κούρκοφ στα ελληνικά είναι το μυθιστόρημα «Γκρίζες μέλισσες». Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη.