Τα αγαπούσε τα οικόσιτα ζώα, απλώς δεν είχε εξοικείωση μαζί τους, όπως τόσοι άλλοι. Oταν την πλησίαζε σκύλος κουνώντας την ουρά τραβιόταν από φόβο μην τη δαγκώσει. Απέφευγε να χαϊδεύει τις γάτες από τον φόβο των μικροβίων. Oταν η κουβέντα ερχόταν στη συγκατοίκηση με τους τετράποδους φίλους μας ήταν η πρώτη που επανέφερε τη θεωρία: «Tα ζώα πρέπει να ζουν έξω και όχι να βασανίζονται μέσα σε τέσσερις τοίχους». Κοντολογίς, ήταν από τους τελευταίους ανθρώπους που πίστευα πως θα ενέδιδαν σε μια τέτοια συμβίωση.

«Απέκτησα γάτα» ανακοίνωσε προ μηνών. «Εσύ;». «Με ακολούθησε στον δρόμο, δεν έφευγε με τίποτε και τη λυπήθηκα». Eτσι απλά. «Και τι θα την κάνεις;». «Θα τη βαλσαμώσω, θα της βάλω μια λάμπα στο στόμα και θα τη μετατρέψω σε πορτατίφ». Η αλήθεια είναι πως και εγώ ως ανέκδοτο είδα τον ερχομό της Aριελ – έτσι τη βάφτισε – στο σπίτι της. Hμουν σίγουρος πως σύντομα θα την έστελνε σε κάποιο άλλο, πιο φιλικό προς τα ζώα περιβάλλον.

Oταν μας κάλεσε για να γιορτάσουμε την επέτειο (έξι μήνες) από την ημέρα που τη βρήκε, έμεινα έκπληκτος από αυτά που είδα. Το σαλόνι της ήταν στολισμένο με μπαλόνια που έγραφαν Aριελ. Δίπλα στο στρωματάκι της είχε τοποθετήσει τυλιγμένα κουτιά με δώρα. Eνας τεράστιος πύργος αναρρίχησης, με σκάλες, σκαλάκια, ονυχοδρόμια κ.λπ., για τον οποίο είχε δώσει μια περιουσία, καταλάμβανε το μισό δωμάτιο. Oταν εμφάνισε και τούρτα για γάτες, ειδική παραγγελία, επιβεβαίωσα πως είχε χάσει εντελώς την μπάλα.

Στους μήνες που ήρθαν η κατάσταση επιδεινώθηκε: Aρχισε να μιλάει μόνο για την Aριελ και να ανεβάζει στο Instagram φωτογραφίες της γάτας τις οποίες συνόδευαν λεζάντες του στυλ «δεν είμαι θεά;», «η μαμά μου μού αγόρασε καινούργιο κολιέ» κ.λπ. Για να έχει παρέα η Aριελ έφερε στο σπίτι και τον Πεπίτο. Ακολούθως μάζεψε την Μπεάτα και τον Περικλή. Τώρα ζει με τέσσερις γάτες.

Κοιμάται μαζί τους, ξυπνάει μαζί τους. Δεν τις εγκαταλείπει ποτέ. Με τη δικαιολογία «δεν έχω πού να αφήσω τα παιδιά μου» δεν μας ακολούθησε για πρώτη φορά στις καλοκαιρινές διακοπές μας. Ψήθηκε όλο το καλοκαίρι σε ένα μικρό διαμέρισμα στο Παγκράτι, ανάμεσα στις γατότριχες και στις γατομυρωδιές. Είναι η μοναδική; Ολο και περισσότεροι άνθρωποι μόνοι, απελπισμένοι, καθώς δεν βρίσκουν κανέναν να μοιραστεί τη ζωή του μαζί τους χωρίς να φαγώνονται, βυθισμένοι στη μελαγχολία και στην κατάθλιψη, αναζητούν συναισθηματικό καταφύγιο στην αγάπη ενός μικρού ζώου. Και το ζώο (ή τα ζώα) γίνεται το ηρεμιστικό τους, γίνεται το αγχολυτικό τους, το υποκατάστατο εκείνων που δεν έχουν. Γίνεται στο τέλος ολόκληρη η ζωή τους, ένας περίκλειστος κόσμος που δεν χωράει κανέναν άλλον. Μια σχέση που υπό κανονικές συνθήκες θα μπορούσε να λειτουργεί ακόμα και θεραπευτικά χάνει, φοβάμαι, τον ανιδιοτελή χαρακτήρα της και γίνεται μια εμμονή που μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε σκοτεινά μονοπάτια. Η υπερβολική και αμετροεπής ζωοφιλία εξελίσσεται σε μία από τις «ασθένειες» του σύγχρονου ανθρώπου. Oσο και αν αυτό ακούγεται δυσάρεστο και ενοχλητικό στα αφτιά ορισμένων.