Στο παλιό, το καλό, το ορθόδοξο Χόλιγουντ, έλεγαν πως δεν υπήρχε πιο εύκολος τρόπος να κερδίσεις τις εντυπώσεις και την captatio benevolentiae (βλ. εύνοια) του κοινού από να μπολιάσεις το έργο σου με έναν χαρακτήρα παιδιού ή σκυλιού. Πάρτε για παράδειγμα τον Κέβιν Μακάλιστερ από την εποποιία του «Μόνος στο Σπίτι» ή τη θρυλική «Λάσι» από την ομώνυμη τηλεοπτική σειρά. Εχουν εντυπωθεί – πιθανότατα διά παντός – στο συλλογικό ασυνείδητο.
Κατ’ αναλογίαν, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς σήμερα, σε μια εποχή υπερπροσφοράς πληροφορίας και επιλογών ψυχαγωγίας, σε έναν κόσμο που παράγει διαρροϊκά σειρές και ταινίες και ψάχνει – τις περισσότερες φορές εις μάτην – την πρωτοτυπία, ότι δεν υπάρχει πιο σίγουρος τρόπος να κερδίσεις την προσοχή του φιλοθεάμονος κοινού (και μάλιστα χωρίς να επαιτείς γι’ αυτήν) από το να ασχοληθείς με κάτι τόσο απλό, μα και σύνθετο συνάμα, τόσο διαχρονικό αλλά και πάντα επίκαιρο, τόσο θεμελιώδες για την ανθρώπινη ύπαρξη από το Θείο.
Οι βίοι αγίων, οι ιστορίες από τα τρίσβαθα των θρησκευτικών κέντρων λήψης αποφάσεων, οι αφηγήσεις που με εργαλεία του υλικού κόσμου προσπαθούν να ερμηνεύουν τον μεταφυσικό, όχι μόνο αυξάνονται και πληθαίνουν, αλλά κατακυριεύουν την ποπ κουλτούρα.
Βίοι αγίων α λα ελληνικά
Είναι το δίχως άλλο χαρακτηριστική η επιτυχία που σημειώνει στις μετρήσεις τηλεθέασης αλλά και αξιοσημείωτες οι θετικές αντιδράσεις που δημιουργεί στα κοινωνικά δίκτυα κατά τη διάρκεια της προβολής της κάθε Παρασκευή η σειρά του MEGA για τα έργα και τις ημέρες του Αγίου Παϊσίου. Η δεύτερη σεζόν της σειράς «Αγιος Παΐσιος: Από τα Φάρασα στον Ουρανό» (σε σενάριο Γιώργου Τσιάκκα και σκηνοθεσία Στάμου Τσάμη) έχει αναδειχθεί στο πιο δημοφιλές τηλεοπτικό πρόγραμμα της prime time ζώνης – και μάλιστα χωρίς να δείχνει να απειλείται από τον ανταγωνισμό.

Στιγμιότυπο από τη δημοφιλή σειρά του Mega «Άγιος Παΐσιος: Από τα Φάρασα στον Ουρανό».
Η επιστροφή σε κάτι τόσο βαθύ, ουσιαστικό και μείζον για τον άνθρωπο, όπως η θρησκευτική πίστη, όχι μόνο ενδιαφέρει, αλλά τελικά συγκινεί τους τηλεθεατές. Ας μην ξεχνάμε πως το ελληνικό κοινό είχε δείξει εφάμιλλη ανταπόκριση και στο φιλμ «Ο άνθρωπος του Θεού» της σέρβας σκηνοθέτιδος Γελένα Πόποβιτς, το οποίο προβλήθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες το καλοκαίρι του 2021 και πλέον είναι διαθέσιμο και στην πλατφόρμα του Netflix.
Μπορεί η βιογραφική ταινία για τη ζωή του Αγίου Νεκταρίου, τον οποίο ανέλαβε να ενσαρκώσει στη μεγάλη οθόνη ο γνωστός για τα εκπεφρασμένα θρησκευτικά αισθήματά του Αρης Σερβετάλης, να μην έλαβε τις πιο θερμές κριτικές των ειδημόνων του σινεμά – για να είμαστε δίκαιοι και ειλικρινείς, σε κάποιες περιπτώσεις προκάλεσε πολύ κακές έως χολερικές αντιδράσεις –, όμως τα 250.000 εισιτήρια που απέφερε προσυπέγραψαν με τον πιο ανάγλυφο τρόπο ότι τα ζητήματα της πίστης και της θρησκείας δεν είναι ξεπερασμένα, ντεμοντέ ή παλιοκαιρίσια.

Η εισπρακτική επιτυχία «Ο άνθρωπος του Θεού», έφτασε και στο Netflix.
Ειδικά σε έναν κόσμο που επαναπροσδιορίζεται διαρκώς και στον οποίο όλοι αναζητούμε μία σταθερά ή ένα αραξοβόλι απάγκιο. Αντιθέτως, μπορούν να εμπνέουν σύγχρονους δημιουργούς, να γίνονται πρώτη ύλη για προϊόντα της ποπ κουλτούρας και τελικά να προσδίδουν στη θρησκεία χαρακτηριστικά soft power – που σημαίνει λιγότερα υψωμένα δάχτυλα και στείρες διδαχές που μοιράζονται δογματικά ως θέσφατα και πιο ήπια και φιλική προσέγγιση στον «χρήστη»-πιστό. Δεν μιλάμε βέβαια για κατήχηση ή προσηλυτισμό, αλλά για μια αφορμή να επανατοποθετηθεί κανείς απέναντι στην πνευματικότητα.
Λευκός καπνός στο box office
Φυσικά, δεν είναι ίδιον των ελλήνων δημιουργών ή εκείνων τέλος πάντων που απευθύνονται στο ελληνικό κοινό η ενασχόληση με βίους αγίων, ιστορίες θρησκευτικής πίστης ή με κοινούς θνητούς που θέτουν εν αμφιβόλω ή δοκιμάζουν την πίστη τους, για να επιστρέψουν σε αυτή με ακόμα μεγαλύτερη θέρμη. Η πίστη εμπεριέχει ελπίδα και μυστήριο, γεννά συναίσθημα και προσδοκία, φέρνει αντιμέτωπη τη θεϊκή δύναμη με την ανθρώπινη αδυναμία. Εχει, με άλλα λόγια, όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που λειτουργούν ως συστατικά επιτυχίας και για τα προϊόντα μαζικής ψυχαγωγίας, όπως ακριβώς οι ταινίες ή οι σειρές. Το πάντρεμά τους συνήθως εγγυάται αυτό το οποίο στην ποδοσφαιρική αργό καλείται «γκολ από τα αποδυτήρια».
Πάρτε για παράδειγμα την ταινία «Κονκλάβιο», που μπορεί να μην πρωταγωνίστησε στην εφετινή 97η απονομή των βραβείων Οσκαρ – η σοδειά της ήταν μόλις ένα βραβείο από τα οκτώ για τα οποία ήταν υποψήφια, αυτό για το διασκευασμένο σενάριο –, όμως η επιτυχία της ήρθε μάλλον αναπάντεχα, ακόμα και για τους ίδιους τους δημιουργούς της. Το φιλμ του Εντουαρντ Μπέργκερ, που έφερε τον Ρέιφ Φάινς και την Ιζαμπέλα Ροσελίνι υποψήφιους για Οσκαρ Α’ και Β’ ρόλου αντίστοιχα, παρακολουθεί την πιο κομβική, την πιο αγωνιώδη και μία από τις πιο «φωτογενείς» στιγμές της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας: την εκλογή νέου Πάπα.
Ο παλαιός Πάπας πεθαίνει άξαφνα από ανακοπή καρδιάς και το Κονκλάβιο καλείται να εκλέξει τον διάδοχό του, δηλαδή να αποφασίσει για τον ανώτατο πνευματικό ηγέτη του, απεργαζόμενο ακόμα και τα πιο χαμερπή μέσα.
Το power game που εκτυλίσσεται πίσω από τις σφαλισμένες πόρτες της Καπέλα Σιστίνα έχει αποφέρει μέχρι στιγμής 101 εκατομμύρια δολάρια στο box office, ξαφνιάζοντας ακόμα και τον σεναριογράφο Πίτερ Στρον. «Δεν θα περίμενε κανείς πως μια ταινία σαν αυτή θα γινόταν θέμα συζήτησης. Ομως έγινε. Εκείνο που με εκπλήσσει πραγματικά είναι ότι συναντώ διαρκώς νέους ανθρώπους οι οποίοι μου εκφράζουν τη σύνδεση που βρίσκουν με την ταινία» είπε σε πρόσφατες δηλώσεις του ο οσκαρούχος πια δημιουργός, που εκτός του βραβείου της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών διαθέτει από εφέτος στο πλούσιο παλμαρέ του ένα ακόμη βραβείο BAFTA, καθώς και μία Χρυσή Σφαίρα.
Δεν μπορεί να παραγνωρίσει κανείς πως η πρόσφατη παρατεταμένη νοσηλεία του 88χρονου Πάπα Φραγκίσκου, οι μακρές συζητήσεις για την επιβαρυμένη του υγεία αλλά και τα δημοσιεύματα περί της διαδικασίας διαδοχής του που κατέκλυσαν τις εβδομάδες πριν από την απονομή τον παγκόσμιο Τύπο, ενδεχομένως συνέβαλαν στο virality του «Κονκλαβίου» ελέω επικαιρότητας. Ωστόσο το Βατικανό παραμένει διαχρονικά ένα προσφιλές πεδίο μυθοπλασίας, στο οποίο οι δημιουργοί επιστρέφουν ξανά και ξανά.
Το κράτος της πόλης του Βατικανού έγινε το ιδανικό σκηνικό για τα best seller βιβλία του Νταν Μπράουν «Κώδικας Da Vinci» και «Illuminati», που μεταφέρθηκαν αμφότερα – επίσης με χαρακτηριστική επιτυχία – στον κινηματογράφο, με τον Τομ Χανκς να ενσαρκώνει τον φιλοπερίεργο καθηγητή Ρόμπερτ Λάνγκτον και το κοινό να παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα την προσπάθεια αποκάλυψης μιας ομιχλώδους εκκλησιαστικής θεωρίας συνωμοσίας, η οποία, όπως επιμένει να υποστηρίζει έως σήμερα ο αμερικανός συγγραφέας, είναι από τη ζωή βγαλμένη.

Ο σκηνοθέτης της ταινίας «Illuminati», Ρον Χάουαρντ, στη διάρκεια των γυρισμάτων στη Ρώμη.
Εμπνευσμένη από την αληθινή ζωή ήταν και η ιστορία της ταινίας «Οι Δύο Πάπες» του Φερνάντο Μεϊρέγες που κυκλοφόρησε στις κινηματογραφικές αίθουσες το 2019, μπήκε κατόπιν στον κατάλογο του Netflix και σφραγίστηκε από τις ερμηνείες του Αντονι Χόπκινς και του Τζόναθαν Πράις. Σημειώνεται ότι το φιλμ είχε την τύχη του «Κονκλαβίου» στις κινηματογραφικές βραβεύσεις εκείνης της χρονιάς, δηλαδή έφτασε κοντά στην πηγή αλλά δεν ήπιε νερό (μέτρησε τρεις άγονες υποψηφιότητες για Οσκαρ). Ομως φαίνεται πως αγαπήθηκε από το κοινό, κυρίως λόγω της αληθοφάνειας των χαρακτήρων του.

Άντονι Χόπκινς και Τζόναθαν Πράις τιμήθηκαν με υποψηφιότητας για Όσκαρ για την εξαιρετική παρουσία τους στους «Δύο Πάπες».
Αλλωστε καθένας μπορούσε να αναγνωρίσει στο πρόσωπο του Χόπκινς τον παραιτηθέντα Πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ’, ο οποίος προσπαθεί μαζί με τον διάδοχό του, Πάπα Φραγκίσκο, να χαράξουν έναν νέο δρόμο για την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, ξεπερνώντας τις Συμπληγάδες αλγεινών για το γόητρο και την ακεραιότητά της αποκαλύψεων.
Αν βέβαια «Οι Δύο Πάπες» εκτιμήθηκαν για την πνευματική ενατένιση που προσέφεραν, η σειρά «Οι Βοργίες» (2011-2013), που αναβίωσε τα έργα και τις ημέρες της διαβόητης οικογένειας του 15ου αιώνα στη μικρή οθόνη, καθήλωσε το κοινό για τους ακριβώς αντίθετους λόγους. Ιντριγκες, δολοπλοκίες, διαγκωνισμοί, δολοφονίες και σεξ και μάλιστα με φόντο το Βατικανό αποδείχθηκαν παραπάνω από προσφιλή για τους τηλεθεατές, με αποτέλεσμα η σειρά να προβληθεί για τρεις σεζόν, με πρωταγωνιστή τον, υποδειγματικό στον ρόλο του Πάπα Αλέξανδρου ΣΤ’, Τζέρεμι Αϊρονς.

Αναπαράσταση της εκλογής του προκαθήμενου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στο εσωτερικό της Καπέλα Σιστίνα, από την ταινία «Οι Δύο Πάπες».
Η Αγία Εδρα στη μικρή οθόνη
Το ίδιο «άξιοι» ως Πάπες αποδείχθηκαν τόσο ο Τζουντ Λο όσο και ο Τζον Μάλκοβιτς στη σειρά «The Young Pope» (2016) και στο sequel αυτής με τίτλο «The New Pope» (2020), αμφότερες διά χειρός Πάολο Σορεντίνο.

Ο Τζουντ Λο ενσάρκωσε μία παράδοξη εκδοχή του Ποντίφικα στη σειρά «The Young Pope» του Πάολο Σορεντίνο.
Ο ναπολιτάνος σκηνοθέτης και μάστορας – σε βαθμό ψυχαναγκασμού – της εικόνας δημιούργησε μάλλον την πιο ποπ και την πιο υπερβατική μυθοπλαστική εκδοχή του προκαθήμενου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Ας μη λησμονούμε τις περίφημες σκηνές του Λο ως Πάπα Πίου ΙΓ’ με λευκό μαγιό τύπου speedo, την εμμονή του χαρακτήρα με τις διασημότητες – στη σειρά έκαναν ένα πέρασμα ο Μέριλιν Μάνσον και η Σάρον Στόουν υποδυόμενοι τους εαυτούς τους – ή την απόφαση του Σορεντίνο να δείξει στο τηλεοπτικό κοινό τι θα συνέβαινε εάν η Πιετά γινόταν στόχος τρομοκρατικής ενέργειας. Ο σκηνοθέτης δήλωνε το 2016, όταν έκανε πρεμιέρα η σειρά, πως ήθελε να δημιουργήσει έναν Ποντίφικα με εκ διαμέτρου αντίθετη στάση και θέση από τον Πάπα Φραγκίσκο.
Ετσι γεννήθηκε ο πολύς, αψύς και αναθεωρητικός (προς τα πίσω) Αρχιεπίσκοπος Νέας Υόρκης Λένι Μπελάρντο που από συγκυρία βρέθηκε να είναι ο πρώτος Αμερικανός στην κορυφή της πυραμίδας της Αγίας Εδρας, ανατρέποντας μετά την ανάληψη των καθηκόντων του ό,τι πίστευαν οι άλλοι για εκείνον και προκαλώντας συνεπώς την μήνιν τους. Ναι, το γεγονός ότι ο νέος Πάπας δεν είχε ούτε όσιο ούτε ιερό αποδείχθηκε πολύ σκανδαλοθηρικό για να το προσπεράσει το τηλεοπτικό κοινό.
Ισως αυτό το πάντρεμα ιερού και ανίερου είναι για κάποιους από τους δημιουργούς η αφετηρία για να καταπιαστούν στην εικονογραφία τους με την Εκκλησία, την πίστη, το μεταφυσικό και το Θείο. Ισως πάλι η θρησκεία προβάλλει ολοένα και περισσότερο ως αφορμή για σειρές και ταινίες, με την ελπίδα πως ο Θεός θα βάλει το χέρι του – για την επιτυχία. Αν δηλαδή δεν ρίξει φωτιά να μας κάψει.