Παρίσι, 14 Νοεμβρίου 1925. Στην Galerie Pierre, του Πιερ Λεμπ (13 Rue Bonaparte), εγκαινιαζόταν μια έκθεση που επρόκειτο να αλλάξει την ιστορία της τέχνης. Τίτλος της, «La peinture surréaliste».

Ηταν η πρώτη αμιγώς εικαστική παρουσίαση του υπερρεαλιστικού κινήματος, του καλλιτεχνικού κινήματος που επεδίωξε να υπερβεί τα όρια της λογικής και του ρεαλισμού προβάλλοντας τη δημιουργική δύναμη του ονείρου, του τυχαίου και του ασυνείδητου, χωρίς λογοκρισία ή προκαταλήψεις.

Οργανωτής και θεωρητικός καθοδηγητής της έκθεσης ήταν ο συγγραφέας Αντρέ Μπρετόν, ενώ μεταξύ των συμμετεχόντων περιλαμβάνονταν καλλιτέχνες τα ονόματα των οποίων έχουν αποκτήσει σήμερα μυθικές διαστάσεις, όπως οι Μαξ Ερνστ, Μαν Ρέι, Ζουάν Μιρό, Πάουλ Κλέε, Ζαν (Χανς) Αρπ, Αντρέ Μασόν, Πιερ Ρουά, Πάμπλο Πικάσο και Τζόρτζιο ντε Κίρικο.

Η δημιουργική συνάντηση αυτών των γεμάτων φιλοδοξία και όνειρα δημιουργών (άλλων νέων σε ηλικία, άλλων ήδη καταξιωμένων) έφερε στο προσκήνιο έναν κόσμο θαυμάτων όπου το ανέφικτο και το παράλογο έγιναν πηγές έμπνευσης.

Οπου η απόρριψη του ορθολογισμού και η απελευθέρωση της φαντασίας και της δημιουργικής έκφρασης από τους περιορισμούς της κοινωνίας και της λογικής άλλαξαν ριζικά την πορεία της κουλτούρας του 20ού αιώνα, επιφέροντας επανάσταση στην αντίληψη για το τι μπορεί να είναι η τέχνη και ποια είναι η σχέση της με το υποσυνείδητο και την ανθρώπινη ψυχή.

Το μανιφέστο του Μπρετόν

Εναν χρόνο πριν, το 1924, ο 28χρονος Μπρετόν είχε δημοσιεύσει το «Manifeste du surréalisme» – η λέξη «σουρεαλισμός» είχε εμφανιστεί πρώτη φορά στο δίπρακτο έργο του Γκιγιόμ Απολινέρ «Οι μαστοί του Τειρεσία», που πρωτοπαίχτηκε το 1917 στο Παρίσι –, επιχειρώντας να δώσει σχήμα και θεωρητική βάση στις ιδέες μιας παρέας ποιητών και καλλιτεχνών που πειραματίζονταν με τα όρια του ασυνείδητου, του τυχαίου, του ονείρου.

Προσπαθώντας να απελευθερώσει τη φαντασία και το υποσυνείδητο και να φέρει σε πρώτο πλάνο το όνειρο, την τρέλα και την εσωτερική ελευθερία ως εργαλεία για την αναζήτηση της βαθύτερης αλήθειας και ως διαδικασία που οδηγεί στη χειραφέτηση.

Στο κείμενό του καταγράφονταν βασικές τεχνικές της υπερρεαλιστικής γραφής, όπως η αυτόματη γραφή, η εξερεύνηση του υπερπραγματικού μέσω των ονείρων, ο διαχωρισμός συνειδητού και ασυνείδητου και η αξιοποίηση των ψυχαναλυτικών θεωριών – αξίζει να σημειωθεί ότι πρώτο έργο του λογοτεχνικού σουρεαλισμού θεωρούνται «Τα μαγνητικά πεδία» (1920) που έγραψε ο ίδιος μαζί με τον Φιλίπ Σουπό.

Οι πρόσφατες εκθέσεις

Με αφορμή εκείνη την επέτειο, τα 100 χρόνια από τη δημοσίευση του ιδρυτικού μανιφέστου του Μπρετόν, το Κέντρο Πομπιντού στο Παρίσι είχε παρουσιάσει μεγάλη έκθεση από τον Σεπτέμβριο του 2024 ως τον Ιανουάριο του 2025 με τίτλο «Le surréalisme. L’exposition du centenaire (1924-1969)».

Ακολούθως, από τον Ιούνιο έως τον Σεπτέμβριο του 2025 στη Hamburger Kunsthalle, στο Αμβούργο, φιλοξενήθηκε η έκθεση «Rendezvous of Dreams – Surrealism and German Romanticism», με έργα σουρεαλιστών καλλιτεχνών να αντιπαραβάλλονται με εκείνα ζωγράφων του γερμανικού ρομαντισμού, σε μια προσπάθεια να ανιχνευθούν οι αμοιβαίες επιρροές. Και στο Fundación MAPFRE της Μαδρίτης φιλοξενήθηκε η έκθεση «1924. Other surrealisms».

Τώρα και ως τις 16 Φεβρουαρίου 2026, στο Philadelphia Museum of Art, στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ, φιλοξενείται μία ακόμη σχετική έκθεση, αυτή τη φορά υπό τον τίτλο «Dreamworld: Surrealism at 100».

Σε συνεργασία με το παρισινό Centre Pompidou και άλλα ευρωπαϊκά μουσεία, παρουσιάζονται περίπου 200 έργα περισσότερων από 70 καλλιτεχνών που συνδέονται με το διεθνές σουρεαλιστικό κίνημα – ονομάτων όπως ο Νταλί, ο Μαγκρίτ, ο Μιρό, ο Ρέι και ο Ερνστ.

Ο οίκος Sotheby’s, μετά το Λονδίνο, το Αμπου Ντάμπι, το Χονγκ Κονγκ και το Παρίσι, παρουσιάζει και στη Νέα Υόρκη, από την περασμένη εβδομάδα, τη συλλογή «Exquisite Corpus». Πρόκειται για μία από τις πιο διακεκριμένες ιδιωτικές συλλογές υπερρεαλιστικής τέχνης διεθνώς.

Τολμηροί και ονειροπόλοι

Εναν αιώνα πριν, η έκθεση «La peinture surréaliste» στη μικρή αίθουσα του Παρισιού ήρθε να δοκιμάσει αν τα «πνευματικά πειράματα» του Μπρετόν και των ομοϊδεατών του μπορούσαν να σταθούν και ως εικαστική πρόταση που θα απευθυνόταν στο ευρύ κοινό.

Στους τοίχους της Galerie Pierre (αλλά στη συνέχεια και αλλού) ο Μαξ Ερνστ παρουσίασε ζωγραφικά έργα και κολάζ που προανήγγελλαν την τεχνική του φροτάζ, την οποία θα ανέπτυσσε λίγο αργότερα μέσα στο ίδιο έτος. Ο Πάουλ Κλέε εξέφρασε το μυστήριο και το συμβολικό μέσω αφηρημένων σχημάτων και χρωμάτων, ανοίγοντας τον δρόμο σε νέες μορφές αφήγησης, και ενέπνευσε τους υπερρεαλιστές με τη συμβολική γλώσσα του.

Ο Ζαν Αρπ έφερε στον υπερρεαλισμό την κληρονομιά τού νταντά. Ο Καταλανός Ζουάν Μιρό με τα πολύχρωμα αιωρούμενα σύμβολά του άνοιξε τον δρόμο σε ένα εικαστικό λεξιλόγιο βγαλμένο κατευθείαν από τα όνειρα. Ο Μαν Ρέι με φωτογραφίες και αντικείμενα που έπαιζαν ανάμεσα στο αίνιγμα και τον ερωτικό υπαινιγμό συνδύασε το χιούμορ με την πρόκληση.

Ο Αντρέ Μασόν με τις αυτόματες γραφές και τα «χαοτικά» σχέδιά του αποτύπωσε μοναδικά το πνεύμα της υπερρεαλιστικής ψυχανάλυσης που θα τον απασχολούσε τόσο πολύ στο έργο του. Δίπλα σε αυτούς, ο Πάμπλο Πικάσο συνέχισε να πειραματίζεται με μορφές και ποιητικές προσεγγίσεις που απελευθέρωναν τη φαντασία και ο καταξιωμένος Τζόρτζιο ντε Κίρικο με τις αινιγματικές, ονειρικές, γεμάτες συμβολισμούς σκηνές του αποτέλεσε σημαντική επιρροή για τους νέους ανήσυχους καλλιτέχνες.

Από το Παρίσι ο υπερρεαλισμός εξαπλώθηκε σύντομα στη Νέα Υόρκη, το Λονδίνο και την Πράγα, ανοίγοντας τον δρόμο για μια διεθνή αισθητική επανάσταση που διείσδυσε στη φωτογραφία, τον κινηματογράφο, τη διαφήμιση και τη λογοτεχνία.

Οι αντιδράσεις

Στην πραγματικότητα η Galerie Pierre δεν ήταν ένας μεγαλοπρεπής χώρος. Χωρούσε λίγα έργα, οπότε τις μέρες που διήρκεσε η έκθεση οι τοίχοι της ήταν υπερφορτωμένοι. Οι επισκέπτες
– ποιητές, δημοσιογράφοι, ζωγράφοι, αλλά και φιλότεχνοι και απλώς περίεργοι περαστικοί – έβλεπαν για πρώτη φορά μπροστά τους έναν πυκνό εικαστικό κόσμο που αψηφούσε όλα όσα γνώριζαν, ό,τι θεωρούσαν πως μπορεί να είναι τέχνη.

Αρκετοί από τους επισκέπτες αντιμετώπισαν τα εκθέματα με αμηχανία ή και ειρωνεία, χαρακτηρίζοντας παιδικά τα έργα του Μιρό, αδυνατώντας να κατανοήσουν και να εκτιμήσουν τα φωτογραφικά πειράματα του Ρέι. Ο ίδιος ο Μπρετόν, δυναμικός και επίμονος, ήταν παρών σχεδόν καθημερινά, παρουσιάζοντας το όραμα του κινήματος και υπερασπιζόμενος τα έργα απέναντι στους δύσπιστους κριτικούς.

Κάποιες εφημερίδες μίλησαν για πρόκληση και για ακρότητες, υπήρξαν όμως και ορισμένες που εντόπισαν κάτι νέο και ενδιαφέρον. Η έκθεση δεν ήταν εμπορικά επιτυχημένη, τα περισσότερα έργα δεν πουλήθηκαν. Ομως, σε επίπεδο ιδεών, άνοιξε έναν καινούργιο δρόμο.

Εθεσε τις βάσεις για τη διεθνή διάδοση του υπερρεαλισμού, ο οποίος μέσα σε λίγα χρόνια θα γινόταν κίνημα με τεράστια ακτινοβολία και με καλλιτέχνες όπως ο Σαλβαντόρ Νταλί ή ο Ρενέ Μαγκρίτ να τον αποθεώνουν με τα μοναδικά τους έργα, πίνακες και γλυπτά, μέσα από τα οποία η τέχνη απομακρύνεται οριστικά από τον ρόλο της ως μίμησης της πραγματικότητας και ανακηρύσσει τον εαυτό της σε εργαστήριο του ασυνείδητου.

Ακριβώς έναν αιώνα αργότερα, η μνήμη της έκθεσης στην Galerie Pierre παραμένει ζωντανή ως η καθοριστική στιγμή όπου μια μικρή ομάδα καλλιτεχνών στο Παρίσι του Μεσοπολέμου αποφάσισε ότι η λογική δεν είναι αρκετή για να περιγράψει τον κόσμο, ούτε για να τον ερμηνεύσει.

Από εκεί ξεκίνησε ένα ταξίδι που μεταμόρφωσε τον κόσμο της τέχνης, της λογοτεχνίας, του κινηματογράφου, που άλλαξε την ίδια την πολιτιστική φαντασία του 20ού αιώνα. Αν σήμερα ο υπερρεαλισμός δεν σοκάρει πια, συνεχίζει να θυμίζει πως η τέχνη δεν οφείλει να εξηγεί, αλλά να αποκαλύπτει πως το όνειρο, το παράλογο και το τυχαίο έχουν τη δική τους, εξίσου αναγκαία, αλήθεια.