Ολες οι μορφές τέχνης έχουν κατά καιρούς επιστρατευθεί για την ευαισθητοποίηση και την ενημέρωση σχετικά με τον καρκίνο. Σε ανάλογες πρωτοβουλίες πρωτοστατεί το σινεμά και η τηλεόραση, καθώς τόσο στη μεγάλη όσο και στη μικρή οθόνη μια διάγνωση αποτελεί συχνά καταλυτικό στοιχείο για την εξέλιξη της πλοκής.

Και παρότι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται η ασθένεια σε μια ταινία είναι συχνά σχηματικός, έχει μεγάλη αξία και μόνο το γεγονός ότι η μυθοπλασία δεν διστάζει να αγγίζει και τα πιο δύσκολα θέματα.

Αυτό συμβαίνει ακόμα και όταν οι κανόνες της δραματουργίας και τα σεναριακά κλισέ «επιβάλλουν» μια πιο δραματική διάσταση – η πραγματικότητα είναι συνήθως πιο σύνθετη και μάλιστα διόλου τυχαία: οι πρωτοποριακές νέες θεραπείες, οι νέες τεχνολογίες και τα καινούργια διαγνωστικά εργαλεία «τρέχουν» πολύ πιο γρήγορα από το σινεμά και την τηλεόραση, καθιστώντας δυνατή την αποτελεσματική αντιμετώπιση της νόσου, σε μια μάχη από την οποία πολλοί συνάνθρωποί μας βγαίνουν νικητές.

Ομως, τελικά, άλλος δεν είναι ο ρόλος της τέχνης; Εκεί η ζωή οφείλει να μετουσιώνεται σε κάτι άλλο, οπότε στις παρακάτω γραμμές θα κάνουμε μια σύντομη αναδρομή σε πέντε αξιομνημόνευτες ταινίες του σινεμά και της τηλεόρασης όπου το ζήτημα του καρκίνου, χωρίς να βρίσκεται διαρκώς σε πρώτο πλάνο, καθορίζει στην πλοκή και την έκβασή τους.

Ράιαν Ο’ Νιλ και Αλι Μακ Γκρο σε σκηνή από την εμβληματική ταινία «Ιστορία Αγάπης», βασισμένη στο ομώνυμο μπεστ σέλερ του Ερικ Σίγκαλ. Photo Collection Christophel-AFP-Visualhellas

Οσκαρικές συγκινήσεις

«Τι μπορείς να πεις για ένα 25χρονο κορίτσι που πέθανε;». Κάπως έτσι ξεκινά η «Ιστορία Αγάπης» (Love Story), το περίφημο μπεστ σέλερ του Ερικ Σίγκαλ, το οποίο στις αρχές της δεκαετίας του 1970 πέρασε στον κινηματογράφο από τον Αρθουρ Χίλερ με πρωταγωνιστές την Αλι Μακ Γκρο και τον Ράιαν Ο’ Νιλ.

Οι δύο ηθοποιοί, των οποίων η φήμη εκτινάχθηκε χάρη στην επιτυχία αυτής της ταινίας, υποδύονται την Τζένι Καβιλέρι και τον Ολιβερ Μπάρετ, δύο φοιτητές που, παρότι προέρχονται από διαφορετικές κοινωνικές αφετηρίες (εκείνος αριστοκράτης, εκείνη γόνος εργατικής οικογένειας), ερωτεύονται παράφορα.

Τα πάντα εμποδίζουν την εξέλιξη του έρωτά τους, όμως ενώ είναι έτοιμοι να τα αντιμετωπίσουν, έρχεται η διάγνωση της Τζένι με καρκίνο. Ο Χίλερ ακολουθεί τον δρόμο του κλασικού ταξικού μελοδράματος, από τα οποία ο κινηματογράφος έως τότε έσφυζε.

Κι όμως, αυτή η ταινία, προερχόμενη από ένα μεγάλο στούντιο, την Paramount, κατάφερε να χτυπήσει φλέβα και να γίνει φαινόμενο και σημείο αναφοράς, φθάνοντας μέχρι τα Οσκαρ, με επτά υποψηφιότητες και μία νίκη, στην κατηγορία της καλύτερης πρωτότυπης μουσικής επένδυσης (Φρανσίς Λε).

Δεκατρία χρόνια αργότερα, η ταινία «Σχέσεις στοργής» (Terms of Endearment, 1983) του Τζέιμς Λ. Μπρουκς, θα προκαλούσε παρόμοια αίσθηση παγκοσμίως, με τη διαφορά ότι εδώ πυρήνας της ιστορίας είναι η σχέση μιας μάνας με την κόρη της και τα γεγονότα που περιστρέφονται γύρω από αυτή τη σχέση, όπως το φλερτ της πρώτης με έναν εκκεντρικό γείτονα. Αν υπάρχει μία ταινία-μοντέλο στο μελόδραμα όπως διαμορφώθηκε από τη δεκαετία του 1980 και μετά, είναι οι «Σχέσεις στοργής».

Το φιλμ ξεκινά σαν γλυκόπικρη κομεντί χαρακτήρων, συνεχίζει σαν σχόλιο πάνω στον θεσμό της αμερικανικής οικογένειας και καταλήγει δραματικά, καθώς κάποια στιγμή γίνεται γνωστό ότι η κόρη, την οποία υποδύεται η Ντέμπρα Γουίνγκερ, πάσχει από καρκίνο. Η ειρωνεία είναι ότι η ασθένεια φέρνει κοντά την κόρη με τη μητέρα της και εκεί η ηθοποιός Σίρλεϊ Μακ Λέιν που την υποδύεται, κυριολεκτικά διαπρέπει (αρκεί να θυμηθούμε τις σκηνές της στο νοσοκομείο, όπου έρχεται σε σύγκρουση με το νοσηλευτικό προσωπικό). Ο Μπρουκς, σκηνοθετώντας την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, έπιασε τον παλμό της εποχής του.

Οι ηθοποιοί που διάλεξε «δένουν» μεταξύ τους, έστω κι αν δύσκολα θα περίμενε κανείς να δει τον Τζακ Νίκολσον να… κρέμεται από τη φούστα της Σίρλεϊ Μακ Λέιν, η οποία κέρδισε το Οσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου. Οπως άλλωστε και ο Νίκολσον και η ίδια η ταινία, καθώς και ο Μπρουκς (ήταν συνολικά υποψήφια για 11 χρυσά αγαλματίδια).

Ο Πολ Νιούμαν στα γυρίσματα της ταινίας «The Shadow Box» σκηνοθετώντας τη γυναίκα του, Τζόαν Γούντγουορντ, και τον Κρίστοφερ Πλάμερ. Photo Photo 12 via AFP-VisualHellas.

Από τη σκηνή στην οθόνη

Μία από τις λίγες φορές στην καριέρα του που ο ηθοποιός Πολ Νιούμαν βρέθηκε στην καρέκλα του σκηνοθέτη ήταν το 1980, όταν γύρισε την τηλεταινία με τίτλο «The Shadow Box», βασισμένη στο ομότιτλο θεατρικό του Μάικλ Κρίστοφερ. Τοποθετημένο σε τρεις αγροικίες στους υπαίθριους χώρους ενός μεγάλου νοσοκομείου στην Καλιφόρνια για καρκινοπαθείς σε τελικό στάδιο, το «The Shadow Box» είναι αυτό ακριβώς που δηλώνει ο τίτλος του: άνθρωποι κλεισμένοι σε ένα «σκιερό κουτί», άνθρωποι σε σκιαμαχία με τη νόσο.

Τους τρεις ήρωες υποδύονται ο Κρίστοφερ Πλάμερ, ο Τζέιμς Μπρόντερικ (πατέρας του ηθοποιού Μάθιου Μπρόντερικ) και η Σίλβια Σίντνεϊ. Η ταινία αφηγείται μια μέρα από τη ζωή τους και εξετάζει την αλληλεπίδρασή τους με τους οικείους τους και το επιστημονικό προσωπικό.

«Μπορεί εκ πρώτης όψεως να φαίνεται ότι αφορά ανθρώπους που πεθαίνουν, αλλά στην πραγματικότητα αφορά την ίδια τη ζωή» είχε αναφέρει ο Νιούμαν μιλώντας για την ταινία του την εποχή της πρώτης προβολής της. «Ερχεται μια μέρα και κάποιος σου λέει ότι όλα τελείωσαν» ακούμε σε κάποια σκηνή τον ήρωα του Μπρόντερικ να φιλοσοφεί. «Τι τελείωσε; Τι ήταν αυτό που είχαμε που τελείωσε;».

Εμβληματικές ερμηνείες

Mια παρόμοια ιδέα βρίσκεται πίσω από την ταινία «Κάτι αληθινό» (One Τrue Τhing, 1998) του Καρλ Φράνκλιν, όπου στον ρόλο της ασθενούς βρίσκεται η Μέριλ Στριπ. Η Κέιτ Γκάλντεν είναι η πιστή σύζυγος, τρυφερή μητέρα και αφοσιωμένη νοικοκυρά που δίνει μια άνιση μάχη – σε μια ερμηνεία κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της σπουδαίας ηθοποιού. Ομως την ίδια ώρα η ταινία του ταλαντούχου Φράνκλιν καταφέρνει να ξεφύγει κάπως από τις συμβάσεις, γιατί σε πρώτο πλάνο δεν βρίσκεται τόσο η Στριπ, όσο τα πρόσωπα γύρω της και το πώς το επικείμενο τέλος τα επηρεάζει.

Η Ρενέ Ζελβέγκερ (αριστερά) προσπαθεί να επικοινωνήσει με την καρκινοπαθή μητέρα της (Μέριλ Στριπ), σε σκηνή της ταινίας «Κάτι αληθινό». Photo Collection Christophel-AFP-Visualhellas

Ο Γουίλιαμ Χερτ είναι ο διανοούμενος πανεπιστημιακός καθηγητής σύζυγος που παρά τη φαινομενική στοργή του δεν μπορεί (και δεν θέλει) να αντιμετωπίσει το ζήτημα. Καλεί για βοήθεια την ακόμα πιο αποξενωμένη κόρη (Ρενέ Ζελβέγκερ), η οποία ακολουθεί καριέρα δημοσιογράφου στη Νέα Υόρκη. Η συμπαράσταση που χρειάζεται η μητέρα αποδεικνύεται αγγαρεία για τους πιο κοντινούς της ανθρώπους και ο Φράνκλιν επιμένει σε αυτό, τονίζοντας το πόσο ασήμαντες έχουν καταντήσει πια οι ανθρώπινες αξίες. Στην πραγματικότητα πρωταγωνίστρια είναι η κόρη, όμως αυτό δεν εμπόδισε τη Στριπ να κερδίσει όπως πάντα τις εντυπώσεις, που για ακόμη μία φορά την οδήγησαν στα Οσκαρ, χαρίζοντάς της άλλη μία υποψηφιότητα (μετρά συνολικά 21 και 3 χρυσά αγαλματίδια).

Tην ίδια χρονιά, τo 1998, o Κρις Kολόμπους, δημιουργός του φαινομένου «Μόνος στο σπίτι», σκηνοθέτησε τη «Ζωή σε δύο πράξεις» (Stepmom), επίσης μεγάλη επιτυχία, καθότι και αυτή πατά στα χνάρια του κλασικού μελοδράματος. Οπως ο ελληνικός τίτλος δηλώνει για τη ζωή, έτσι και η ίδια η ταινία είναι κατά κάποιον τρόπο μοιρασμένη σε δύο πράξεις.

Στην πρώτη, ο Λουκ (Εντ Χάρις), κεντρικός ήρωας της ιστορίας, προσπαθεί να κερδίσει την «έγκριση» της πρώην συζύγου του, Τζάκι (Σούζαν Σαράντον), για τη νέα του σύντροφο, Ιζαμπελ (Τζούλια Ρόμπερτς). Υπάρχουν δύο παιδιά στη μέση, που όπως η μητέρα τους, έτσι και τα ίδια δεν πολυχωνεύουν την Ιζαμπελ.

Η καρκινοπαθής Τζάκι της Σούζαν Σαράντον (αριστερά), εκπαιδεύει την «αντικαταστάτριά» της σε μητρικά καθήκοντα Ιζαμπελ (Τζούλια Ρόμπερτς) στην ταινία «Η ζωή σε δύο πράξεις». Photo Collection Christophel-AFP-Visualhellas.

Η αποδοχή είναι μάλλον ανέφικτη, ώσπου όλα κάποια στιγμή θα αρχίσουν να αλλάζουν όταν στη δεύτερη πράξη της ταινίας η Τζάκι, που πάσχει από καρκίνο, πληροφορείται από τον γιατρό της ότι δεν της απομένει πολύς χρόνος.

Η αφοσιωμένη μητέρα συνειδητοποιεί ότι αναπόφευκτα μια μέρα η αντίζηλός της θα φροντίζει τα παιδιά της και ότι είναι προτιμότερο για όλους να διευκολύνει τη μετάβαση με το να γίνει καλή «εκπαιδεύτριά» της…

Πολύ πριν από τα κινηματογραφικά σενάρια και το θέαμα όπως το γνωρίζουμε σήμερα, ο Αριστοτέλης επινόησε τον όρο «κάθαρση» για να εξηγήσει γιατί το να γινόμαστε μάρτυρες στη δοκιμασία κάποιου άλλου μέσω μιας παράστασης, μπορεί να είναι λυτρωτικό. Τα δάκρυά μας όταν παρακολουθούμε ένα από τα προαναφερθέντα φιλμ – ή και άλλα, όπως ο «Γλυκός Νοέμβρης» (2001) με τη Σαρλίζ Θερόν και τον Κιάνου Ριβς και οι «Επιθυμίες… στο παρά πέντε» (The Bucket List, 2007) με τους Τζακ Νίκολσον και Μόργκαν Φρίμαν – μας βοηθούν, τελικά, να διαχειριστούμε τα βαθύτερα συναισθήματα ή τους πιο μύχιους φόβους μας, να προβληματιστούμε, να φιλοσοφήσουμε.

Ενώ το να συγκινούμαστε για έναν φανταστικό χαρακτήρα δεν είναι σαφώς το ίδιο με το να συμπαραστεκόμαστε σε ένα πραγματικό αγαπημένο μας πρόσωπο που δοκιμάζεται, η παρακολούθηση μιας ταινίας με ανάλογο θέμα και η συναισθηματική μας φόρτιση μας υπενθυμίζουν ότι είμαστε άνθρωποι.