Η πιθανή επίσκεψη στην Graceland, την εμβληματική έπαυλη-ησυχαστήριο του Ελβις Πρίσλεϊ (1935-1977), είχε αρχίσει να μας απασχολεί προτού καν ξεκινήσει το μεγάλο μας road trip στον αμερικανικό Νότο.

Κυρίως λόγω της τιμής του εισιτηρίου. Τα 80 και κάτι παραπάνω (συνυπολογίζοντας το πάρκινγκ) δολάρια που έπρεπε να πληρώσουμε κατ’ άτομο για την είσοδό μας στο αξιοθέατο μας είχαν φανεί εξωφρενικά πολλά – αν και διατίθενται και πακέτα που υπερβαίνουν τα 200 δολάρια!

Αρχικά αποφασίσαμε να την προσπεράσουμε, έπειτα το ξανασυζητήσαμε, αλλάξαμε ξανά και ξανά γνώμη. Συνεχίσαμε να ταλανιζόμαστε – με εκείνη τη γνώριμη αμφιβολία που σε τρώει πριν από κάθε διάσημο τουριστικό προορισμό που όμως δεν σε έχει πείσει για την αξία του – ακόμα και τη στιγμή που πλησιάζαμε με το αυτοκίνητο το Whitehaven, το καταπράσινο προάστιο του Μέμφις όπου βρίσκεται το σπίτι.

Μόλις όμως στρίψαμε στη φαρδιά λεωφόρο που έφερε το όνομα του βασιλιά του rock and roll – την Elvis Presley Boulevard –, κάθε αμφιβολία εξαφανίστηκε. Eφταιγε μάλλον το όνομα, το οποίο, με το που το διάβαζες, αρκούσε για να σε κάνει να νιώσεις ότι μπαίνεις σε ένα άλλο, ένα παραμυθένιο σύμπαν: εκεί όπου οι ρυθμοί του ’50 δεν έπαψαν ποτέ να αντηχούν στις βεράντες με τα λευκά κάγκελα και τις κουνιστές πολυθρόνες, στους μικρούς κήπους που μύριζαν γλυκά το καλοκαίρι και στους δρόμους με τις σταθμευμένες Cadillac με τα έντονα ροζ, φούξια και τιρκουάζ χρώματα.

Σε ένα σύμπαν τόσο πολύχρωμο, εξωστρεφές και ισχυρό που σχεδόν σε υποχρέωνε να σταματήσεις για να το γνωρίσεις, να το γευθείς έστω για λίγο.

Παρκάραμε κι εμείς, σταθήκαμε μπροστά στα εκδοτήρια εισιτηρίων για να το σκεφτούμε μια τελευταία φορά (αν και στην πραγματικότητα η απόφαση είχε ληφθεί), μετρήσαμε και ξαναμετρήσαμε τα δολάριά μας, κάναμε τις πρόχειρες μετατροπές τους σε ευρώ και αποφανθήκαμε «μια φορά στη ζωή σου βρίσκεσαι σε ένα τέτοιο μέρος!».

Λίγο μετά βρισκόμασταν καθισμένοι στο μικρό λεωφορείο που μας μετέφερε στο κεντρικό συγκρότημα.

Ενα λεωφορείο ρετρό αισθητικής που κινούνταν αργά, κυλούσε σχεδόν αθόρυβα στο δρομάκι μέσα στον πυκνοφυτεμένο κήπο, σαν να ήθελε να σε βάλει σε ατμόσφαιρα προσκυνήματος. Κάποια στιγμή, ανάμεσα στα πλατάνια με τα πυκνά φυλλώματα, ξεπρόβαλε η Graceland, ένα αρχοντικό χτισμένο το 1939 (ο Πρίσλεϊ το αγόρασε το 1957) με την αισθητική του αμερικανικού Νότου, ούτε υπερβολικά μεγάλο ούτε μικρό, σίγουρα πολύ κομψό:

Με την κλασική λευκή πρόσοψη και τους κίονες που θυμίζουν κάτι από «Οσα παίρνει ο άνεμος». Οι εξουσιοδοτημένοι υπάλληλοι-φύλακες μας έδειξαν το σημείο από το οποίο «θα βγάλετε τις καλύτερες selfies για να φαίνεται πίσω σας όλο το mansion» και άρχισαν να επαναλαμβάνουν ξανά και ξανά τα «πρέπει» και (κυρίως) τα «δεν πρέπει» της επίσκεψης: «Δεν πρέπει να αγγίζετε τα έπιπλα», «δεν πρέπει να προχωρήσετε πέρα από τις σημάνσεις “απαγορεύεται η είσοδος”» κ.λπ. Aμέσως μετά μάς άφησαν να μπούμε και να περιηγηθούμε στο σπίτι: «Πάρτε τον χρόνο σας, δεν υπάρχει βιασύνη, απολαύστε το!».

Καλώς ήλθατε στην Graceland

Το ευρύχωρο λευκό σαλόνι με τα βιτρό με τα παγόνια και με το πιάνο είναι σαν να περιμένει ακόμη τον Ελβις να καθίσει για να παίξει μουσική και να τραγουδήσει. Είναι ο χώρος όπου ο σταρ υποδεχόταν φίλους και συγγενείς, πότε για κουβεντούλα, πότε για μικρά, αυτοσχέδια κονσέρτα που έκαναν τους παρευρισκομένους να νιώθουν τόσο, μα τόσο προνομιούχοι.

Η τραπεζαρία, επίσημη και καλοστρωμένη, σε μεταφέρει σε μια άλλη σκηνή: στο γιορτινό τραπέζι των Χριστουγέννων, με τον «βασιλιά» καθισμένο στην κορυφή, τη γυναίκα του, Πρισίλα, δίπλα του, την υπόλοιπη οικογένεια και πάντα με ένα πιάτο παραπάνω για όποιον τυχόν εμφανιζόταν απρόσκλητος.

Ο ίδιος, λένε, αγαπούσε τα απλά φαγητά – ανάμεσά τους το περίφημο τηγανητό σάντουιτς με φιστικοβούτυρο και μπανάνα, ενίοτε και με μπέικον –, αλλά όταν είχε καλεσμένους φρόντιζε να απολαύσουν βασιλικά εδέσματα. Συνεχίζουμε περνώντας από δωμάτιο σε δωμάτιο. Παντού γύρω μας το καλό γούστο και το κιτς συνυπάρχουν, δημιουργώντας ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον αποτέλεσμα.

Το περίφημο «Jungle Room» μοιάζει με σκηνικό θεατρικής παράστασης. Τα χαλιά παραπέμπουν σε πράσινο χορτάρι-γκαζόν και τα έπιπλα είναι κατασκευασμένα από βαρύ, σκαλιστό ξύλο, ορισμένα μάλιστα έχουν πάνω τους ανάγλυφα ζώων.

Ο χώρος ήταν αρχικά διακοσμημένος ως «δώρο» για τον πατέρα του, αλλά σύντομα μετατράπηκε σε στούντιο. Εκεί ο Πρίσλεϊ ηχογράφησε μερικά από τα τελευταία του κομμάτια για τα άλμπουμ «From Elvis Presley Boulevard, Memphis, Tennessee» (1976) και «Moody Blue» (1977). Κατεβαίνουμε μια στενή σκάλα, το ταβάνι και οι τοίχοι της οποίας είναι επενδεδυμένα με καθρέφτες.

Βρισκόμαστε στο σουρεαλιστικής αισθητικής δωμάτιο με τις τηλεοράσεις, τρεις οθόνες που λειτουργούσαν ταυτόχρονα. Λέγεται πως ο Ελβις είχε εμπνευστεί την ιδέα από τον 36ο πρόεδρο των ΗΠΑ, Λίντον Τζόνσον, που έκανε το ίδιο για να παρακολουθεί ειδήσεις.

Εκείνος όμως δεν ενδιαφερόταν για την πολιτική ενημέρωση, ήθελε να βλέπει αγώνες αμερικανικού ποδοσφαίρου, σόου, ταινίες, όλα μαζί. Παραδίπλα, το billiard room σού δίνει την αίσθηση πως βρίσκεται στο εσωτερικό μιας μεγάλης, πληθωρικά διακοσμημένης σκηνής ή και κάτω από την τέντα ενός τσίρκου, με πολύχρωμα υφάσματα (χρησιμοποιήθηκαν περισσότερα από 700 μέτρα) να «κρέμονται» από την οροφή και να καλύπτουν κάθε τοίχο.

Εκεί ο Πρίσλεϊ περνούσε ώρες χαλάρωσης με τους φίλους του, παίζοντας μπιλιάρδο μέχρι αργά το βράδυ. Κάθε δωμάτιο, από το πολυτελές σαλόνι ως το λιτό γυμναστήριο και το γήπεδο του σκουός, είναι γεμάτο αναμνήσεις και ιστορίες. Ο κόσμος μπαινοβγαίνει, φωτογραφίζει και φωτογραφίζεται. Πολύς κόσμος!

Ο «Κήπος του Διαλογισμού» βρίσκεται στο πίσω μέρος της έπαυλης, δίπλα στην πισίνα, περιτριγυρισμένος από δέντρα και πράσινο που δημιουργούν αίσθηση ηρεμίας και απομόνωσης. Εκεί αναπαύονται ο ίδιος ο Ελβις, καθώς και μέλη της οικογένειάς του, ανάμεσά τους η μητέρα του, Γκλάντις, ο πατέρας του, Βέρνον, και η μοναχοκόρη του, Λίζα Μαρί, που έφυγε από τη ζωή τον Ιανουάριο του 2023. Οι επισκέπτες περνούν σιωπηλοί, σαν να προσεύχονται, ορισμένοι αφήνουν στους τάφους λουλούδια.

Αν το σπίτι είναι το κύριο αξιοθέατο, το παρακείμενο μουσείο είναι ένα τεράστιο, εντυπωσιακό, θεαματικό «σύμπαν», ενδεικτικό της αισθητικής του Ελβις και της εποχής του. Στις ευρύχωρες αίθουσές του έχεις τη μοναδική ευκαιρία να δεις από κοντά δεκάδες από τα κοστούμια του με τις πέρλες και τα στρας. Κάθε στολή είναι μια εποχή, μια φάση της ζωής του, μια ιστορία από μόνη της.

Στις γυάλινες προθήκες αστράφτουν οι χρυσοί και πλατινένιοι δίσκοι, εκεί βρίσκονται και οι κιθάρες του, τα γράμματα από θαυμαστές και θαυμάστριες, οι φωτογραφίες από τις συναυλίες του. Η συλλογή των αυτοκινήτων και των μηχανών του σταρ θα μπορούσε να αποτελεί ένα άλλο μεγάλο μουσείο: Cadillac σε όλα τα χρώματα, λιμουζίνες με πολυτελώς επενδεδυμένα σαλόνια, μπαρ και τηλεοράσεις, μοτοσικλέτες που θυμίζουν σκηνές καταδίωξης από ταινίες δράσης.

Δίπλα, σε έναν ανοιχτό χώρο, βρίσκονται τα αεροπλάνα του, με τους δερμάτινους καναπέδες, τις κρεβατοκάμαρες και τις τραπεζαρίες που κάνουν το εσωτερικό τους να μοιάζει με μικρογραφία της Graceland.

Κάπου εδώ η επίσκεψη, που διήρκεσε περισσότερες από τρεις ώρες, ολοκληρώνεται. Ενώ κατευθυνόμαστε προς την έξοδο, παρατηρώ το πλήθος που φωτογραφίζεται μπροστά σε αγάλματα και κάτω από φωτογραφίες του σταρ και που αγοράζει αναμνηστικά.

Στα ταμεία οι συνωστισμός είναι πάντα έντονος. Παντού κόσμος, άνθρωποι όλων των ηλικιών. Η αθρόα προσέλευση στην Graceland επιβεβαιώνει ότι κι αν ο Ελβις Πρίσλεϊ «έφυγε», ο «βασιλιάς Ελβις» δεν πέθανε ποτέ.

Το σπίτι του παραμένει μνημείο αφιερωμένο σε έναν από τους μεγαλύτερους σταρ στην ιστορία της ανθρωπότητας, αλλά την ίδια στιγμή και ένα μνημείο στη ματαιότητα. Ολα εκεί αποθεώνουν την υπερβολή μιας ζωής που «κάηκε» γρήγορα, τα ακριβά βελούδα, τα πολυτελή αυτοκίνητα, τα τζετ, τα κοστούμια με τα στρας.

Πίσω τους κρύβεται μια ακατέργαστη αλλά γενναιόδωρη ψυχή που κατάφερε να αγκαλιάσει όλον τον κόσμο. Που το τραγούδι της («Τake my hand, take my whole life, too…») συνεχίζει να μας ψιθυρίζει πως οι μύθοι βρίσκουν τρόπο να ανασαίνουν για πάντα. Και ναι, τελικά τα 80 δολάρια άξιζαν με το παραπάνω, για το ταξίδι σε έναν κόσμο που όμοιό του δεν είχαμε ξαναδεί και για την απρόσμενη συγκίνηση που μας χάρισε.

Επίμετρο

Μερικές εβδομάδες μετά την επίσκεψή μας και ενώ είχαμε επιστρέψει στην Ελλάδα, διάβασα στον Τύπο πως πρώην συνεργάτες της κατηγορούν την Πρισίλα Πρίσλεϊ για απάτη και παραβίαση συμβολαίων, καθώς και για την εκμετάλλευση του θανάτου της κόρης της προκειμένου να ακυρώσει συμβάσεις και να ανακτήσει τον έλεγχο της Graceland και άλλων περιουσιακών στοιχείων. Η ίδια χαρακτήρισε την υπόθεση «μια λασπολογική επίθεση εναντίον μιας 80χρονης γυναίκας».

Δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ πως εκεί όπου ο χρόνος μοιάζει να έχει παγώσει στα χρόνια της ακμής του Ελβις, η ίδια η πραγματικότητα δεν παύει ποτέ να εισβάλλει με όλη της την ασχήμια. Οσα κι αν διηγούνται τα δωμάτια του σπιτιού, όσο κι αν λαμποκοπούν οι δίσκοι και τα κοστούμια στις προθήκες, πίσω από τον αστραφτερό μύθο υπάρχει σχεδόν πάντα μια δύσκολη οικογενειακή ιστορία, με έριδες, δικαστικές διαμάχες, ανταγωνισμούς για την εξουσία και το χρήμα.

Η λάμψη και η σκόνη, η αιωνιότητα και η μιζέρια, η ειλικρινής αγάπη και το συμφέρον, η μνήμη και η λήθη… Ολα είναι στο παιχνίδι!