Οταν η Οπρα Γουίνφρεϊ εμφανίστηκε στα Οσκαρ φορώντας γραβάτα, ένα παραδοσιακά ανδρικό αξεσουάρ που οι γυναίκες έχουν υιοθετήσει με ενθουσιασμό, έγινε με διακριτικό τρόπο μια σημαντική τομή. Το να επιζητούν οι ινφλουένσερ και οι γυναίκες ηθοποιοί την προσοχή και τα κλικ, διεκδικώντας ένα από τα πραγματικά τελευταία σήματα κατατεθέντα του ανδρικού ντυσίματος, είναι ένα πράγμα. Οταν όμως η Οπρα – μια από τις διασημότητες με τις οποίες οι Αμερικανοί εύκολα ταυτίζονται – επιλέγει να φορέσει μια περίτεχνα δεμένη γραβάτα αντί για μια βραδινή τουαλέτα στη μεγαλύτερη και πιο αστραφτερή σκηνή της χώρας, τότε κάτι μεγαλύτερο συμβαίνει.

Οι γυναίκες με γραβάτα δεν είναι κάτι καινοφανές. Η Μάρλεν Ντίτριχ, η Νταϊάν Κίτον, η πριγκίπισσα Νταϊάνα και η Αβρίλ Λαβίν υπήρξαν λάτρεις της γραβάτας. Με δεδομένες όμως τις πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις που σχετίζονται με το κοινωνικό φύλο, η σημερινή πανταχού παρουσία τους είναι αξιοσημείωτη.

Τις τελευταίες σεζόν, γυναίκες που υιοθέτησαν πρώτες το λουκ της γραβάτας, όπως η Τζίνα Ορτέγκα, η Ζεντάγια, η Αγιο Εντεμπίρι και η Ζόε Σαλντάνια, αλλά και σχεδιαστές όπως οι Σέρτζιο Χάντσον και Ντανιέλα Καλμάγερ, το υπερασπίστηκαν. Η τάση επιτάθηκε στις πασαρέλες εν όψει της άνοιξης του 2025, ιδίως στον οίκο Yves Saint Laurent.

Συνέχισε να έχει δυναμική για το φθινόπωρο του 2025. Οι street style φωτογραφίες από τις πιο πρόσφατες επιδείξεις δείχνουν αρκετές γυναίκες να φορούν κομψά δεμένους λαιμοδέτες τύπου cravat.

Αφετηρία τα φουλάρια των κροατών μισθοφόρων

Ο γαλλικός αυτός όρος για τους λαιμοδέτες μνημονεύεται συχνά ως μέρος της ιστορίας του αξεσουάρ, σύμφωνα με την οποία κατά τη διάρκεια του Τριακονταετούς Πολέμου (1618-1648) οι γάλλοι αξιωματικοί ερωτεύτηκαν τα χαλαρά και άνετα αλλά κομψά μαντίλια των κροατών μισθοφόρων.

Οι Γάλλοι υιοθέτησαν το φουλάρι και, καθώς αυτό διαδόθηκε μέσω της ηπειρωτικής Ευρώπης στην Αγγλία και στις αποικίες της, έγινε γνωστό ως cravate – μια ονομασία που παίζει με τη γαλλική λέξη croate, δηλαδή «κροατικός». Στην πραγματικότητα ωστόσο η ιταλική λέξη cravata μετρούσε ήδη τότε αρκετά χρόνια ύπαρξης. Επιπλέον, η ιδέα της γραβάτας πηγαίνει πίσω έως την Αρχαία Ρώμη, όπου οι στρατιώτες φορούσαν γύρω από τον λαιμό τους λωρίδες υφάσματος γνωστές ως focalia.

Το κατά πόσον υπήρχαν ευγενείς Ρωμαίες που φορούσαν focalia δεν το γνωρίζουμε. Ιστορικά οι γυναίκες που ντύνονταν με ανδρική αμφίεση, η οποία παρέπεμπε και σε αυξημένο κύρος, συνήθως ανήκαν στις ανώτερες τάξεις. Για παράδειγμα, η δούκισσα του Λα Βαλιέρ. Η ερωμένη του Λουδοβίκου ΙΔ’ αντέγραψε τους μαλακούς λαιμοδέτες του εραστή της και έδωσε το όνομά της στις χαρακτηριστικές μπλούζες με τον μεγάλο χαλαρό φιόγκο μπροστά, οι οποίες ονομάζονται lavallière ή «pussy bow».

Ωστόσο για τις περισσότερες γυναίκες το να αποκτήσουν πρόσβαση στην εξουσία της ανδρικής ενδυμασίας σήμαινε ότι είχαν ξεπεράσει και την κοινωνική απόρριψη και τις νομικές απαγορεύσεις της παρενδυσίας. Η συγγραφέας Γεωργία Σάνδη (George Sand), γεννημένη με το όνομα Amantine Lucile Aurore Dupin, ξεκίνησε να φορά ανδρικά κοστούμια και γραβάτες τη δεκαετία του 1830, επικαλούμενη την άνεση και τις προσωπικές της προτιμήσεις – πρώτα όμως έπρεπε να εξασφαλίσει την άδεια της παρισινής αστυνομίας.

Η επανάσταση που έφερε το «κορίτσι του Γκίμπσον»

Εως τα τέλη του 19ου αιώνα, οπότε αναδύθηκε το πρώτο κύμα του φεμινισμού, η γραβάτα ήταν ένα αξεσουάρ της μόδας. Το κοστούμι με φούστα, το ταγέρ, ήταν ένας θρίαμβος της αμερικανικής βιομηχανίας ετοίμων ενδυμάτων και υιοθετήθηκε σαν στολή από τη νέα στρατιά γυναικών υπαλλήλων γραφείου, οι οποίες το συνδύαζαν με μπλούζες και λαιμοδέτες.

Το λεγόμενο «κορίτσι του Γκίμπσον», η οπτική ενσάρκωση της ανεξάρτητης «νέας γυναίκας» η οποία υποστήριζε το δικαίωμα των γυναικών στη μόρφωση και στην ψήφο, φορούσε γραβάτες, όπως και οι γυναίκες που οδηγούσαν ασθενοφόρα και στελέχωναν τους σταθμούς του Ερυθρού Σταυρού κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η γραβάτα ήταν σύμβολο της προόδου που έκαναν οι γυναίκες και όσο συνδυαζόταν με την ασφαλώς θηλυκή φούστα δεν ξεσήκωνε αντιδράσεις. Ωστόσο, τη δεκαετία του 1930, όταν η Ντίτριχ υιοθέτησε την πλήρη εξάρτυση του ανδρικού ντυσίματος – γραβάτα, πουκάμισο, κοστούμι και ίσια παπούτσια – η ένταση στην κοινή γνώμη αυξήθηκε σημαντικά.

Αυτό είναι το λουκ που υιοθετούν σήμερα πολλές θαυμάστριες της γραβάτας. Οι σημερινές λιγότερο αυστηρές αντιλήψεις για τους έμφυλους ρόλους έχουν ως αποτέλεσμα να μην υπάρχει δημόσια κατακραυγή. Αλλά το να φοράς γραβάτα, ειδικά σε μια εποχή που λίγα πράγματα μπορούν να θεωρηθούν δεδομένα, παραμένει μια πράξη που, αναπάντεχα, εξακολουθεί να εκπέμπει αυτοπεποίθηση. Η Κάιτλιν Μπερκ, στυλίστρια στον οίκο Kallmeyer, γνωστό για τα κοστούμια του, λέει ότι όταν φοράει γραβάτα νιώθει «ισχυρή, ότι έχω τον έλεγχο. Οτι μπορώ να αντιμετωπίσω τα πάντα».

Η ιδρύτρια του οίκου, η Ντανιέλα Καλμάγερ, προτρέπει τις πελάτισσές της να νιώσουν έτσι. «Θέλω να έχουν πρόσβαση στον ενδυματολογικό κώδικα και την άνεση που έχουν οι άνδρες» λέει. «Να ξέρουν ότι μπορούν να είναι καλοντυμένες για κάθε περίσταση».     

Ας γυρίσουμε όμως στην Οπρα. Η δική της γραβάτα ήταν απαστράπτουσα και τη συνδύασε με μια μακριά φούστα (στην πραγματικότητα η εμφάνισή της παρέπεμπε αρκετά στο «κορίτσι του Γκίμπσον»). Δεν έπαψε όμως να είναι μια κανονική γραβάτα. Θα έρθει άραγε κάποτε η εποχή που αυτό δεν θα είναι αξιοσημείωτο; Ο Σέρτζιο Χάντσον, ένας σχεδιαστής γνωστός για τις δημιουργίες του που έχουν φορεθεί από γυναίκες που δημιουργούν τάσεις, όπως η Μισέλ Ομπάμα και η Μπιγιονσέ, έτσι πιστεύει. «Ολες οι γυναίκες θέλουν να αισθάνονται ισχυρές, γιατί συχνά τις κάνουν να πιστεύουν ότι δεν είναι» λέει. «Υπήρχε μια εποχή κατά την οποία μια γυναίκα με κοστούμι, με παντελόνι, θεωρούνταν τρελή. Τώρα είναι απολύτως αποδεκτό».