Οταν ήμουν μεταξύ 20 και 30 χρόνων, όποτε άνοιγε το θέμα «παιδιά», έλεγα ότι δεν θέλω να κάνω. Την εποχή εκείνη όλοι μου οι φίλοι είχαν σύντροφο και δουλειά, καθώς και χρόνο και χρήμα για ξόδεμα. Περνούσαμε τα Σαββατοκύριακά μας δημιουργικά, με άφθονο αλκοόλ, γεμάτοι από τον αυθορμητισμό όσων δεν έχουν παιδιά: είχαμε μια λέσχη ανάγνωσης με θέμα τη Γαλλία, που περιλάμβανε δείπνα πέντε πιάτων που τα μαγειρεύαμε οι ίδιοι, ή περνούσαμε τεμπέλικα απογεύματα παίζοντας βελάκια στην τοπική ζυθοποιία.

«Γιατί να θέλω να χάσω αυτή την ελευθερία;» έλεγα. Εν τούτοις, η πραγματική πηγή της αποστροφής μου ήταν πιο σκοτεινή. Πίστευα ότι δεν ήμουν κατάλληλη να γίνω μητέρα. Εκείνη την περίοδο εργαζόμουν άοκνα για την επίτευξη της τέλειας ζωής, αλλά αυτό οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην ανάγκη μου να ξεφύγω από την αυτοεπίκριση που φώλιαζε βαθιά μέσα μου. Ανησυχούσα ότι αυτή η θεμελιώδης εσωτερική δυσφορία θα ήταν φρικτή για ένα παιδί.

Η θερμοπληξία που άλλαξε τα πάντα

Και τότε άλλαξαν όλα. Μια κρίση θερμοπληξίας σε μια πεζοπορία στη Σαντορίνη πυροδότησε μια λανθάνουσα νευρολογική πάθηση και μια κληρονομική διαταραχή του συνδετικού ιστού. Μέσα σε μία νύχτα, από εκεί που ήμουν μια δυνατή δρομέας και δραστήρια επιχειρηματίας, βρέθηκα να περνάω το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου μου στο κρεβάτι. Στα 28 μου χρόνια είχα μείνει οριστικά ανάπηρη.

Οι γιατροί χρειάστηκαν δύο χρόνια για να καταλήξουν σε διάγνωση και εγώ έναν ακόμα χρόνο για να το αποδεχτώ. Δεν μπορούσα πια να τρέξω, ούτε καν να περπατήσω. Και μόνο το να στέκομαι όρθια μου έφερνε τρομερή ζαλάδα. Περνούσα τις μέρες μου με αφόρητους πόνους, ναυτία και κόπωση. Σταμάτησα να δουλεύω. Η δωδεκάχρονη σχέση με τον σύντροφό μου έληξε. Οι φιλίες άλλαξαν. Αρχισα ψυχοθεραπεία.

Κανένας δεν με ρωτούσε πια για το θέμα «παιδιά», αφού δεν έμοιαζε πλέον πιθανό να γίνω μητέρα.

Και τότε συνέβη κάτι απίστευτο. Αρχισε να μου αρέσει ο εαυτός μου. Είχα περάσει δέκα χρόνια από τη ζωή μου κυνηγώντας την τελειότητα, αλλά πάντα ένιωθα ότι υστερούσα. Μπήκα στα 30 άρρωστη, άφραγκη και μόνη – αλλά και απελευθερωμένη από την προσδοκία ότι αυτή η τελειότητα ήταν έστω εφικτή. Ξαφνικά, απροσδόκητα, ένιωσα να αποδέχομαι τον εαυτό μου και τη ζωή μου με έναν καινούργιο τρόπο. Και ύστερα άρχισα να σκέφτομαι τα παιδιά.

Μήπως τελικά ήθελα να κάνω παιδιά; Μήπως δεν θα ήμουν τόσο κακή μητέρα; Είχα χάσει την ικανότητα να περπατάω με ασφάλεια από τη μία άκρη του δωματίου ως την άλλη, αλλά, με κάποιον τρόπο, ένιωθα πιο έτοιμη από ποτέ να γίνω γονιός.

Ενας νέος σύντροφος, ο γάμος, η οικογένεια

Εχουν περάσει 13 χρόνια από εκείνη την πεζοπορία στη Σαντορίνη. Γνώρισα κάποιον. Παντρευτήκαμε και αποκτήσαμε δύο παιδιά, που σήμερα είναι οκτώ και ενός έτους. Μου είχαν πει ότι μια εγκυμοσύνη θα ήταν πολύ επικίνδυνη για εμένα, οπότε γίναμε γονείς μέσω υιοθεσίας στο πρώτο μας παιδί και παρένθετης μητέρας στο δεύτερο. Εξακολουθώ να περνάω τον περισσότερο καιρό στο κρεβάτι, όπου μαζί με τα παιδιά τρώμε, διαβάζουμε, παίζουμε με τα τουβλάκια, ζωγραφίζουμε και τραγουδάμε. Τον υπόλοιπο καιρό είμαι στο ηλεκτροκινούμενο αμαξίδιό μου, συχνά με το μωρό πάνω στα πόδια μου και με το χέρι του μεγαλύτερου χωμένο κάτω από τον αγκώνα μου.

Κάθε μέρα φέρνει μαζί της μια ολόκληρη συλλογή συμπτωμάτων: ναυτία, ζαλάδα, αίσθημα παλμών, πόνους και ημικρανίες. Παρ’ όλα αυτά, όχι μόνο μου αρέσει να είμαι γονιός, αλλά νιώθω ότι είμαι και αρκετά καλή σε αυτό. Μια και πλέον βιοπορίζομαι γράφοντας για θέματα γονεϊκότητας, έχω ανακαλύψει ότι δεν αποτελώ εξαίρεση. Τα άτομα με αναπηρία, όπως αποδεικνύεται, είναι απολύτως συμβατά με τη γονεϊκότητα με έναν μοναδικό τρόπο.

Τα πλεονεκτήματα και τα άγχη του 21ου αιώνα έχουν κάνει πολύ δύσκολο το εγχείρημα της γονεϊκότητας. Πολλοί πασχίζουν να είναι τέλειοι, όπως κάποτε εγώ, και δουλεύουν σκληρά για να προφυλάξουν τα παιδιά τους από κάθε πόνο. Ωθούμαστε να ασχολούμαστε εμμονικά με το μέλλον τους και προσπαθούμε να εξαλείψουμε κάθε αβεβαιότητα, ενώ εγκλωβιζόμαστε σε δείκτες επιτυχίας που συχνά είναι ανέφικτοι. Αναπόφευκτα, οι γονείς αποτυγχάνουν και ύστερα νιώθουν ντροπή για τις υποτιθέμενες ανεπάρκειές τους.

Βλέποντας τη ζωή με άλλα μάτια

Το γεγονός ότι τα ανάπηρα άτομα έχουν ανυπάκουο σώμα και νου τούς εκπαιδεύει να είναι δημιουργικά, δεκτικά και ευέλικτα. Εστιάζουμε λιγότερο στη δημιουργία ενός λαμπρού μέλλοντος γιατί κατανοούμε πόσο λίγα είναι αυτά που ελέγχουμε στ’ αλήθεια.

Η δική μου αναπηρία σήμαινε ότι δεν μπορούσα πλέον να ξεφύγω από τη θεμελιώδη δυστυχία μου. Ημουν αναγκασμένη να καθίσω επιτέλους και να καταλάβω ποια είμαι και τι είχε αξία για εμένα πέρα από τα πιο συμβατικά επιτεύγματα.

Οταν ανακάλυψα πόσο μικρό είναι το κομμάτι της ζωής που μπορούσα να υποτάξω στη θέλησή μου, κατάφερα να εκτιμήσω καλύτερα πόσο θαυμαστή μπορεί να είναι. Τώρα βλέπω ότι αυτό το θαύμα, αυτή η ταπεινότητα, με έκανε να ανοιχτώ στις υπέροχες αβεβαιότητες της μητρότητας.

Το τελευταίο βιβλίο της Jessica Slice με τίτλο «Ακατάλληλος γονιός» (Unfit Parent) κυκλοφορεί από την Beacon Press.