Για να καταλάβουμε την πολιτική επικαιρότητα που μας απασχόλησε την περασμένη εβδομάδα, πρέπει να φανταστούμε τη χώρα ολόκληρη σαν ένα σχολείο. Τι σχολείο; Μα, φυσικά, Δημοτικό – αεί παίδες, ως γνωστόν. Στο σχολείο αυτό, λοιπόν, η κυβέρνηση έχει τον ρόλο των δασκάλων και στην κορυφή βρίσκεται ο Πρωθυπουργός. Αυτός είναι ο διευθυντής του σχολείου!

Ο,τι παράπτωμα και αν κάνουν οι μαθητές, το χειρότερο που μπορεί να τους συμβεί είναι τους καλέσει στο γραφείο του για έναν εξάψαλμο, με το συνακόλουθο ψάρωμα, που όμως πάντα διαρκεί λίγο. Τι άλλο να κάνει κι αυτός ο άνθρωπος; Με παιδάκια του Δημοτικού έχει να κάνει, σε μια εποχή μάλιστα στην οποία η παιδικότητα είναι υπέρ το δέον εξιδανικευμένη.

Αυτό ακριβώς είδαμε στην περίπτωση της συνάντησης του Πρωθυπουργού με τους πρυτάνεις, την περασμένη Δευτέρα στο Μαξίμου, κατόπιν δικής του προσκλήσεως. Ηταν το αντίστοιχο της παραγγελίας που δίνει ο δάσκαλος στον άτακτο να περάσει μετά το τέλος της ώρας από το γραφείο του διευθυντή, που θέλει να του πει δυο λόγια για την απαράδεκτη συμπεριφορά του.

Μετά από τόσα χρόνια και τόση υπομονή όλοι πια το γνωρίζουμε ότι οι προσπάθειες που γίνονται για την αποβολή του φαινομένου της οργανωμένης πολιτικής βίας από τα πανεπιστήμια (αυτό που η κυρία Κωνσταντοπούλου ονομάζει «παράδοση» η οποία αδίκως δαιμονοποιείται) σκοντάφτουν πάντα σε ένα εμπόδιο: την απροθυμία των πρυτάνεων να συνεργαστούν με την πολιτεία.

Η απροθυμία είναι του διδακτικού προσωπικού, για να μην κοροϊδευόμαστε, ή, τέλος πάντων, όσων ψηφίζουν στις πρυτανικές αρχαιρεσίες, γιατί αυτούς εκπροσωπούν οι πρυτάνεις, οι οποίοι κατά κανόνα πολιτεύονται με τον κυνισμό υποψήφιων βουλευτών. Θέλετε, επειδή έχουν βρει ένα modus vivendi με αυτή την ανωμαλία του συστήματος τόσα χρόνια και φοβούνται την αναστάτωση που θα φέρει η ανατροπή του;

Μήπως, με άλλα λόγια, επειδή εμμέσως αναγνωρίζουν τη συγκεκριμένη μορφή βίας ως παράδοση, κατά την προσέγγιση της κυρίας Κωνσταντοπούλου; Θέλετε, επειδή κατά πάσα πιθανότητα υπερισχύει η ιδεολογική ανοχή; Δεν είναι υπερβολικός αυτός ο ισχυρισμός, γιατί η τάση είναι διεθνής.

Μια πρόσφατη έρευνα στην Αμερική για τον ιδεολογικό προσανατολισμό των καθηγητών στην ανώτατη εκπαίδευση δίνει κάτι περισσότερο από το 90% των ερωτηθέντων να αυτοπροσδιορίζονται ως «liberals», δηλαδή αριστερίζοντες προοδευτικοί. Πριν από μισό αιώνα η ίδια έρευνα έδινε τους προοδευτικούς και τους συντηρητικούς στο ίδιο ποσοστό, περί το 50%.

Εν πάση περιπτώσει, όποιος και αν είναι η αιτία της απροθυμίας τους, αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο «τους κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο του», για να το πω στη σχολική διάλεκτο. Οχι μόνο για να τους επιπλήξει, αλλά και επειδή με τον τρόπο αυτόν ανέδειξε στην ελληνική κοινωνία τις ευθύνες των πρυτάνεων. Ο Πρωθυπουργός, τέλος πάντων, μπορεί να παίζει τον ρόλο του διευθυντή γιατί έχει και τη δυνατότητα να απειλεί με τιμωρία.

Αυτό το νόημα είχε η αναφορά του στη δυνατότητα έκπτωσης από το πρυτανικό αξίωμα: ήταν μια απειλή που την άφησε να αιωρείται, εν όψει του νομοσχεδίου που ετοιμάζεται στο υπουργείο Παιδείας. Ο καημένος ο Γιάννης ο Βρούτσης, όμως, γιατί πήγε να παραστήσει τον διευθυντή, ενώ δεν είχε το ειδικό βάρος για να σηκώσει τον ρόλο;

Για την περίπτωση του αναπληρωτή υπουργού Αθλητισμού είναι που ισχύει το τραγικό στο βάθος του ερώτημα: «Πού πας, ρε Καραμήτρο;». Ολα ήταν μια κωμωδία – περίεργου γούστου, είναι αλήθεια. Στην αρχή, ο κ. Βρούτσης κάλεσε τους προέδρους των ΚΑΕ να προσέλθουν μαζί, λες και ο ίδιος δεν είχε δει ούτε είχε ακούσει τα όσα είχαν συμβεί στο γήπεδο. Με την ίδια αφέλεια που ο Τραμπ κάλεσε τον Πούτιν για να συζητήσουν το τέλος του πολέμου στην Ουκρανία. Αρνήθηκαν, όπως ήταν επόμενο, οπότε τους κάλεσε ατομικά.

Με τα πολλά, έγινε μια συμφωνία, διασώθηκαν κάποια κουρέλια από τα προσχήματα και οι τελικοί έγιναν. Στο υπόβαθρο όμως όλων αυτών υπήρχε το θέμα του αυτοφώρου, το οποίο όλοι οι φορείς του κράτους και, φυσικά, της κυβέρνησης το αγνόησαν! Η Αστυνομία δεν νομίζω να μπήκε καν στον κόπο να τους αναζητήσει, έτσι τυπικά, για να τους δώσει την ευκαιρία να κρυφτούν. Κανείς στο κυβερνητικό επιτελείο δεν σκέφτηκε να ρωτήσει πώς γίνεται η κυβέρνηση να προσκαλεί για νουθεσίες πρόσωπα που ενδεχομένως να καταζητούνται για αυτόφωρα αδικήματα;

Τον κ. Βρούτση, όμως, τον εξαιρώ και δεν τον μέμφομαι. Γιατί να υπολογίσει το αυτόφωρο, αφού ήξερε ότι η πολιτεία δεν σκόπευε να το εφαρμόσει; Οχι, κύριε! Αν κάτι απεχθάνεται περισσότερο ο Γιάννης ο Βρούτσης  – μαζί με την αχαριστία – είναι η υποκρισία. (Δεν μου το έχει πει, αλλά είμαι βέβαιος ότι έτσι είναι…)

Να του καταλογίσουμε ότι στις συνεντεύξεις, με τις οποίες προσπαθεί να εξηγήσει τη στάση του, λέει ακαταλαβίστικες υπεκφυγές, που ισορροπούν άτσαλα στα όρια της μπουρδολογίας; Ναι, από τέτοια άλλο τίποτα. Ψέμα όμως όχι. Με τίποτα! Αυτό βέβαια έχει το κόστος του στον Γιάννη και μπορεί να το παρατηρήσει ο καθένας. Δεν προσέξατε πώς αφότου ανέλαβε τον ακάνθινο στέφανο του υπουργείου του άσπρισαν ξαφνικά τα μαλλιά του;

JAMAIS KOROPI

Με φρίκη, ομολογουμένως, διάβασα σε ρεπορτάζ των «Νέων», σχετικά με τις αλλαγές ονομασιών στους δήμους της χώρας, ότι «αίτημα κατέθεσε και ο Δήμος Κρωπίας, ζητώντας να ενταχθεί το Κορωπί στις ηρωικές πόλεις, κάτι που όμως δεν έγινε δεκτό». Ηθελαν δηλαδή από απλό, σκέτο Κορωπί να γίνουν ηρωικό Κορωπί και οι άκαρδοι αρμόδιοι τους απάντησαν «ζαμέ Κορωπί»…