Ο κ. Σπύρος Αρταβάνης-Τσάκωνας είναι ομότιμος καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ και του Κολεγίου της Γαλλίας (Collège de France) στο Παρίσι. Η αξιοθαύμαστη σταδιοδρομία του και η πολύχρονη διεθνής εμπειρία του – εντάχθηκε στο Χάρβαρντ, όπου διατηρεί ακόμη ενεργό εργαστήριο, το 1998 και εξελέγη καθηγητής στην Εδρα Αναπτυξιακής Γενετικής του Κολεγίου της Γαλλίας το 1999 – τον καθιστούν ιδανικό συνομιλητή σε ερευνητικά θέματα.
Τον αναζητήσαμε λοιπόν προκειμένου να μας δώσει την εκτίμησή του για τα τεκταινόμενα στον χώρο της έρευνας και της εκπαίδευσης στις ΗΠΑ. Και καθώς από τη θέση του επικεφαλής του ΕΣΕΤΕΚ (του ανώτατου γνωμοδοτικού συμβουλίου της χώρας μας για την έρευνα) για σχεδόν μία πενταετία, μέχρι την πρόσφατη παραίτησή του, είχε την ευκαιρία να γνωρίσει εκ των έσω το ελληνικό ερευνητικό γίγνεσθαι, τον ρωτήσαμε κατά πόσο η αμερικανική συγκυρία ευνοεί τον επαναπατρισμό ελλήνων επιστημόνων.
«Είναι πράγματι μια άριστη περίοδος για να φύγει ένας ερευνητής από τις ΗΠΑ, διότι έχει δημιουργηθεί ένα κλίμα ανασφάλειας για το μέλλον. Η επίθεση στο Χάρβαρντ δεν είναι καθόλου τυχαία. Προσπαθώντας να βυθίσει τη ναυαρχίδα της εκπαίδευσης και της έρευνας, ο Τραμπ δημιουργεί μια κατάσταση φόβου για όλους τους υπόλοιπους. Αυτό βάζει σε δεινή θέση όχι μόνο τους ξένους ερευνητές αλλά ακόμα και τους Αμερικανούς» μας είπε ο διακεκριμένος έλληνας επιστήμονας, προσθέτοντας πως «δεν χωρεί αμφιβολία ότι πολλοί επιστήμονες σκέφτονται να εγκαταλείψουν τις ΗΠΑ και πολλές χώρες θα προσπαθήσουν να κερδίσουν από αυτό».
Αναφορικά με τον επαναπατρισμό ελλήνων επιστημόνων ο κ. Αρταβάνης-Τσάκωνας διερωτάται: «Με τι προϋποθέσεις; Με τα διεθνή στάνταρ ή με τα απογοητευτικά ελληνικά δεδομένα; Πληροφορήθηκα πρόσφατα την απαράδεκτη από κάθε άποψη σύμβαση που υπέγραψε ο υπουργός Υγείας για την αλληλούχιση του DNA των νεογνών από ιδιωτική εταιρεία, πράγμα που δείχνει ότι αφενός στην Ελλάδα κάνει ο καθένας ό,τι θέλει και αφετέρου ότι υπάρχει πλήρης άγνοια για τα επιστημονικά θέματα. Εχω την ελπίδα ότι η κυβέρνηση θα αναθεωρήσει τη σύμβαση γιατί μας εκθέτει».
Πάντως, για να πετύχει το brain gain, ο κ. Αρταβάνης-Τσάκωνας εκτιμά ότι «θα πρέπει να υπάρξει ένα σχέδιο. Πού θα πάνε αυτοί οι άνθρωποι; Υπάρχουν θέσεις και σε ποια πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα; Και εφόσον έλθουν, ποιες θα είναι οι προοπτικές τους για επαγγελματική ανέλιξη; Και φυσικά θα πρέπει να δοθούν χρήματα για την έρευνα, και μάλιστα με τον ορθό τρόπο. Και εδώ τα ερωτήματα που θα πρέπει να απαντηθούν είναι πολλά. Ποιος θα είναι ο μισθός τους; Θα μπορούν να φέρουν και να συντηρήσουν τις οικογένειές τους; Ποιος φορέας θα δίνει τα χρήματα για τους ίδιους και τις ερευνητικές ομάδες τους; Αν δεν απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα, θα μου ήταν πολύ δύσκολο να συμβουλεύσω στους νέους συναδέλφους να επαναπατριστούν. Γιατί είναι άλλο πράγμα ο πατριωτισμός και η νοσταλγία και άλλο η σκληρή πραγματικότητα».
Ο κ. Αρταβάνης-Τσάκωνας θεωρεί κομβικής σημασίας το να αποφασιστούν οι τομείς στους οποίους θα πρέπει να εστιάσει η χώρα και εκτιμά ότι ένα από τα πεδία θα πρέπει να είναι και αυτό της Βιολογίας, επειδή «αφενός υπάρχει εξαιρετικό ανθρώπινο δυναμικό και αφετέρου είναι ένας τομέας αιχμής. Είναι πολύ σημαντικό λοιπόν να γνωρίζουν όσοι επιστρέψουν για να κάνουν βασική έρευνα στη Βιολογία, μια επιστήμη αιχμής του 21ου αιώνα που υπόσχεται ριζοσπαστικές θεραπείες στις αρρώστιες που μαστίζουν την ανθρωπότητα και την ανθρώπινη ύπαρξη, ότι θα υπάρχει προοπτική για τη δουλειά τους και μακροχρόνια επένδυση. Αυτό βεβαίως προϋποθέτει να αντιληφθεί η κυβέρνηση ότι η καινοτομία στον τομέα αυτόν, που τελικά είναι παραγκωνισμένος στον τόπο μας, δεν φυτρώνει στα δέντρα!».



