Τα ξημερώματα της 17ης Δεκεμβρίου του 2018 ισχυρή έκρηξη συντάραξε τη ζώνη του Φαληρικού Δέλτα. Η βόμβα μεγάλης ισχύος είχε τοποθετηθεί στην εξωτερική πλευρά της υπερυψωμένης περιβόλου των γραφείων του τηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΪ και της «Καθημερινής».

Λίγες μέρες αργότερα και συγκεκριμένα στις 8 Ιανουαρίου η «Ομάδα Λαϊκών Αγωνιστών» (ΟΛΑ) με προκήρυξη που ανάρτησε σε αντιεξουσιαστικό ιστότοπο ανέλαβε την ευθύνη της βομβιστικής επίθεσης που πολλούς θορύβησε. Η προκήρυξη ήταν ένα μανιφέστο κατά των συστημικών μέσων ενημέρωσης και ιδιαιτέρως κατά του συγκροτήματος του Φαλήρου για τη στάση τους στα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης και την υποστήριξή τους στα μέτρα και τις πολιτικές αντιμετώπισης του καταστροφικού κύκλου της υπερχρέωσης και της χρεοκοπίας. Αποτύπωνε κατά βάση, με ένταση και περίσσια οξύτητα, την επικρατούσα τότε – και διατηρούμενη σε μεγάλο βαθμό μέχρι σήμερα – αντίληψη και στους κύκλους της κυβερνώσας Αριστεράς ότι τα μέσα ενημέρωσης αποτελούν το μακρύ χέρι του αστικού συστήματος, είναι «βασικός πυλώνας αναπαραγωγής της αστικής εξουσίας, είναι κρατικός ιδεολογικός μηχανισμός, μηχανισμός προστασίας των καπιταλιστικών συμφερόντων και εσχάτως είναι το κεφάλαιο αυτοπροσώπως».

Η επανεμφάνιση

Παρά την οξύτητα και την ένταση της προκήρυξης, εκείνη η βομβιστική ενέργεια έμελλε να είναι το κύκνειο άσμα της ΟΛΑ. Εκτοτε και για πέντε ολόκληρα χρόνια οι βόμβες κρύφτηκαν, τα κουμπούρια μπήκαν ξανά στα θηκάρια και η τρομοκρατία σίγησε στην κυριολεξία. Ηταν και οι συνθήκες που άλλαξαν δραματικά. Η Αριστερά ηττήθηκε στις εκλογές του 2019, η Νέα Δημοκρατία επανήλθε μετά βαΐων και κλάδων στην εξουσία και τα μέσα ενημέρωσης αναγεννήθηκαν πραγματικά. Ακολούθησαν η πανδημία, το μεταπανδημικό άλμα και η νέα σαρωτική αυτή τη φορά διπλή νίκη της Νέας Δημοκρατίας, που συνοδεύθηκε από την εκλογική κατάρρευση του κεντροαριστερού ρεύματος. Ολο εκείνο το ιδεολόγημα που όπλιζε τα χέρια των αμετανόητων και πολλαπλώς ηττημένων της ένοπλης πάλης και βίας κατέρρευσε μπροστά στη μοναδική συντηρητική στροφή που συνετελέσθη όλα τα προηγούμενα χρόνια.

Ακολούθησε στη συνέχεια το ξεδίπλωμα της κυβερνητικής μεταρρυθμιστικής ατζέντας στα πανεπιστήμια, στη Δικαιοσύνη και αλλού, κατεγράφη με εκκωφαντικό τρόπο το κενό της αντιπολίτευσης και οι αμετανόητοι της ένοπλης βίας έκριναν πως ήλθε η ώρα να επανέλθουν δριμύτεροι. Στις 18 Δεκεμβρίου του 2023, ακριβώς πέντε χρόνια από τη βομβιστική επίθεση στον ΣΚΑΪ, τοποθέτησαν ισχυρή βόμβα στην οδό Κοκκινοπούλου, κοντά στην έδρα των ΜΑΤ στην Καισαριανή και ακριβώς απέναντι από την είσοδο της Πολυτεχνειούπολης.

Εκείνη η βόμβα εξουδετερώθηκε έγκαιρα κατόπιν ηχογραφημένων προειδοποιητικών μηνυμάτων που έστειλαν οι βομβιστές. Την ευθύνη ανέλαβε στις 24 Δεκεμβρίου οργάνωση που φέρει την ονομασία «Ενοπλη Προλεταριακή Δικαιοσύνη», η οποία αφού δήλωνε ότι λαμβάνει όλα τα μέτρα για να μην υπάρξουν αθώα θύματα, προειδοποιούσε ότι θα πλήξει ασυνομικούς στόχους. Ακολούθησε στις 1.29 μετά τα μεσάνυχτα της 3ης Φεβρουαρίου νέα βομβιστική επίθεση στην οδό Σταδίου απέναντι από το υπουργείο Εργασίας και δίπλα στο ανακαινιζόμενο κτίριο της ALPHA BANK. Και πάλι οι Αρχές προειδοποιήθηκαν εγκαίρως, η κυκλοφορία διακόπηκε, αλλά αυτή τη φορά η βόμβα εξερράγη καταστρέφοντας τις προσόψεις των γύρω κτιρίων και όλα τα τζάμια μέχρι τον έκτο όροφο του υπουργείου Εργασίας. Την ευθύνη ανέλαβε η οργάνωση «Επαναστατική Ταξική Αυτοάμυνα», η οποία επί του παρόντος δεν έχει αναρτήσει σχετική προκήρυξη, γεγονός που προβληματίζει τις Αρχές μήπως υποκρύπτει και επόμενο χτύπημα.

«Από τον ίδιο κύκλο»

Οπως και να έχει, οι αστυνομικές αρχές έχουν τεθεί σε κατάσταση επιφυλακής και άπαντες πια στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη είναι βέβαιοι ότι είμαστε και πάλι μπροστά στην αναβίωση του τρομοκρατικού φαινομένου. Ο αρμόδιος υπουργός Μιχάλης Χρυσοχοΐδης δεν αντιμετωπίζει ως κάτι νέο όλο αυτό το κύμα ένοπλης βίας, παρά εκτιμά ότι «είναι παλιό και εν πολλοίς ίδιο με εκείνο που στην προηγούμενη φάση θέλησε ανεπιτυχώς να παρέμβει». «Προέρχονται από την ίδια ζώνη, από τον ίδιο κύκλο και διατηρούν τις αυτές απόψεις και ιδέες» λέει χαρακτηριστικά, αν και διερωτάται «πώς έπειτα από τόσες ήττες και τόσες ζημιές που προκάλεσαν στη χώρα επιμένουν στο ίδιο μοτίβο, γνωρίζοντας ότι θα καταλήξουν στην εξάρθρωση και στη φυλακή, όπως συνέβη με όλους τους προηγούμενους».

Ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, έμπειρος και πρωταγωνιστής στην αποκάλυψη της εξάρθρωση του δικτύου πολιτικής τρομοκρατίας στη χώρα μας, αναγνωρίζει τα χαρακτηριστικά των εμφανιζόμενων οργανώσεων, ξέρει από πρώτο χέρι την κουλτούρα που διέπει τη δράση τους και δεν κρύβει ότι με τις πράξεις τους έρχονται να δηλώσουν στην κυβέρνηση και στις Αρχές ότι «δεν είστε μόνοι σας, έχουμε τις δυνάμεις και τις δυνατότητες να αντιδράσουμε στις πολιτικές σας, μπορούμε να σας τρομάξουμε και να σας φοβίσουμε».

Αυτό είναι κατά τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη το δόγμα του αυτού κύκλου των αμετανόητων που επιμένει και φαντασιώνεται ότι μπορεί να παρέμβει διά των όπλων στην πολιτική ζωή της χώρας. «Πρόκειται για ελληνική ιδιοτυπία, για ελληνικό αναχρονισμό, κατάλοιπο μιας άλλης εποχής, απολύτως απονομιμοποιημένο στην κοινωνία μας» λέει χαρακτηριστικά και επιμένει ότι «δεν θα έχει καμία τύχη, όπως δεν είχε και στο παρελθόν».

Ωστόσο δεν κρύβει την ανησυχία του ότι στο μεσοδιάστημα μπορεί να επιτεθούν κατά ξένων στόχων και να γκριζάρουν την εικόνα της χώρας σε μια περίοδο που η Ελλάδα ξαναβρίσκει τη θέση της στον κόσμο και αντιμετωπίζεται ως ζώνη ασφάλειας και σταθερότητας στην ευρύτερη ζώνη της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. «Γι’ αυτό και επείγει η αποκάλυψη και η εξάρθρωση της ομάδας ή των ομάδων που ομνύουν στην ένοπλη βία» τονίζει με ένταση, προαναγγέλλοντας ανασύνταξη, αναδιάρθρωση και ενίσχυση με νέα τεχνικά μέσα και δυνατότητες της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας.

Οι ανησυχίες

Εν τω μεταξύ στους κύκλους της Αντιτρομοκρατικής, η οποία ειρήσθω εν παρόδω αδράνησε και επαναπαύτηκε ιδιαιτέρως μετά το 2021, εδραία είναι η πεποίθηση ότι οι θιασώτες αναβίωσης του φαινομένου και δράστες των τελευταίων πράξεων ένοπλης βίας είναι κατά βάση 40-45 ετών, προερχόμενοι κυρίως από τον κύκλο των σκληρών υποστηρικτών του Δημήτρη Κουφοντίνα, οι οποίοι φιλοδοξούν να είναι οι επίγονοί του.

Υπό αυτή την έννοια και βάσει της πρώτης προκήρυξης, οι υπεύθυνοι των ερευνών εκτιμούν ότι το πιθανότερο είναι οι εμφανισθείσες οργανώσεις ένοπλης βίας να μην περιοριστούν σε βομβιστικές ενέργειες, παρά ίσως και να σηκώσουν τα όπλα εναντίον αστυνομικών και οικονομικών στόχων. Κάτι που ήδη απασχολεί επιφανείς οικονομικούς παράγοντες. Οι υπεύθυνοι της Αντιτρομοκρατικής εκτιμούν επίσης ότι λόγοι ασφαλείας επιβάλλουν στους δράστες να χρησιμοποιούν παραδοσιακά μέσα και εργαλεία στις ενέργειές τους. Τα νέα τεχνολογικά προϊόντα που ορισμένοι εικάζουν ότι μπορούν να χρησιμοποιήσουν αφήνουν άπειρα ψηφιακά ίχνη και καθιστούν τον εντοπισμό των δραστών ευχερή.

Οπως και να έχει, έπειτα από πέντε χρόνια ακινητοποίησης οι θιασώτες της ένοπλης βίας αισθάνονται ότι έχουν την ευκαιρία επανάκαμψης και επαναδραστηριοποίησης. Θεωρούν προφανώς ότι το αντιπολιτευτικό κενό σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των κοινωνικών μετώπων στα πανεπιστήμια και αλλού ευνοεί τη δική τους επιλογή. Με τη διαφορά ότι δεν αντιλαμβάνονται πως η απονομιμοποίησή τους είναι πλήρης. Δεν υπάρχουν σύμμαχοι της ένοπλης βίας εκεί έξω όπως μπορεί να συνέβαινε στη δεκαετία του ’80. Τώρα εμφανώς είναι απομονωμένοι και περιχαρακωμένοι σε έναν στενό ιδεοληπτικό και ολιγομελή κύκλο, που η κοινωνία αποστρέφεται και δεν θέλει ούτε να ακούει.