Σε γρίφο για δυνατούς λύτες και δίχως προδιαγεγραμμένη θετική έκβαση εξελίσσονται οι ελληνοτουρκικές και οι ελληνοαλβανικές σχέσεις, στην εξομάλυνση των οποίων είχε φανεί ότι ποντάρει πολλά η ελληνική κυβέρνηση.

Και στα δύο πεδία οι εξελίξεις αμέσως μετά το πρόσκαιρα θετικό κλίμα που διαμορφώθηκε έπειτα από τις εκλογές του Μαΐου στην Τουρκία και του Ιουνίου στην Ελλάδα ήταν μάλλον αρνητικές και οι προσδοκίες για την καλλιέργεια μιας ευμενέστερης διπλωματικής ατμόσφαιρας ψαλιδίζονται.

Υπό αυτές τις συνθήκες, το φθινόπωρο προδιαγράφεται ως μια μάλλον καθοριστική περίοδος και στα δύο πεδία, με δεδομένα κάποια προγραμματισμένα «ραντεβού»:

α) Την προαναγγελθείσα συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ τον Σεπτέμβριο στη Νέα Υόρκη.

β) Την – εκτός απροόπτου – επίσκεψη του τούρκου προέδρου στη Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο, στο πλαίσιο του προγραμματισμένου Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας.

γ) Τη Σύνοδο της Διαδικασίας του Βερολίνου, η οποία θα διεξαχθεί στα Τίρανα τον Οκτώβριο. Εν όψει αυτής της συνάντησης, ο αλβανός πρωθυπουργός Εντι Ράμα ανακοίνωσε σε πρόσφατη ανάρτησή του ότι θα προσκληθεί και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος δεν προσκλήθηκε στην πρόσφατη συνάντηση των ηγετών των Δυτικών Βαλκανίων στην Αθήνα.

Από το Βίλνιους στη Λευκωσία

Σε ό,τι αφορά την επικοινωνία μεταξύ Αθήνας και Αγκυρας, η περίοδος από τον προηγούμενο Φεβρουάριο και τους καταστροφικούς σεισμούς στην Τουρκία έως και τις αρχές Ιουλίου δημιούργησε την αίσθηση μιας διάθεσης αποκλιμάκωσης.

Οι εξελίξεις, ωστόσο, έπειτα από τη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στο Βίλνιους στις αρχές Ιουλίου και τις προαναγγελίες διαλόγου και διάθεσης για υποχωρήσεις από ελληνικής πλευράς έδειξαν ότι οι επιδιώξεις της Τουρκίας δεν έχουν μεταβληθεί και ότι οι όροι της διμερούς επικοινωνίας καθορίζονται από αυτές.

Χαρακτηριστική ως προς αυτά ήταν η αλληλουχία των πρόσφατων γεγονότων. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επισκέφτηκε τη Λευκωσία στις αρχές του Αυγούστου. Εκεί μεταξύ των άλλων ανέφερε, στο πλαίσιο της συνάντησής του με τον Πρόεδρο Νίκο Χριστοδουλίδη, ότι «μια βελτίωση, διαφαινόμενη βελτίωση των ευρωτουρκικών σχέσεων δεν μπορεί να μη συμπεριλαμβάνει και το Κυπριακό. Δεν μπορεί να είναι ένα περιχαρακωμένο πρόβλημα το οποίο το αφήνουμε στην άκρη, διότι πολύ απλά είναι τόσο σημαντικό για τους δυο μας – αλλά πιστεύω και για την Ευρωπαϊκή Ενωση – ώστε να πρέπει να είναι πάντα στο τραπέζι των συζητήσεων».

Η επίθεση στις δυνάμεις του ΟΗΕ

Μόλις λίγες ημέρες αργότερα, οι τουρκοκυπριακές δυνάμεις επιτέθηκαν στην Ειρηνευτική Δύναμη Κύπρου, κατά την προσπάθειά της να παρεμποδίσει μη αδειοδοτημένες εργασίες στην ουδέτερη ζώνη, στην περιοχή της Πύλας. Το επεισόδιο θεωρήθηκε ενδεικτικό της διάθεσης της Τουρκίας να υπενθυμίσει ότι δεν αποδέχεται καμία λύση του Κυπριακού, συμβατή με τα ψηφίσματα του ΟΗΕ και με τις ελληνοκυπριακές θέσεις.

Υπό αυτό το πρίσμα και όσο εξακολουθεί να παρατηρείται μια ύφεση στη στρατιωτική δραστηριότητα της Τουρκίας στο Αιγαίο, το φθινόπωρο θεωρείται μια καθοριστική περίοδος ως προς τις προοπτικές ενός διαλόγου, αλλά και ως προς τις ρεαλιστικές προσδοκίες για το περιεχόμενό του.

Και πάντως, κατά την άποψη έμπειρων διπλωματών, εφησυχασμός ή χαλαρότητα για την ελληνική κυβέρνηση δεν δικαιολογείται σε καμία περίπτωση. Οπως, δε, επισημαίνεται, η προσοχή θα πρέπει και πάλι να στραφεί στο Μεταναστευτικό, το οποίο αποτελεί πάντα έναν μοχλό πίεσης στα χέρια του Ερντογάν.

Οργανωμένη επιχείρηση

Εξίσου προβληματικά και με την επιπρόσθετη παράμετρο της πίεσης των Τιράνων προς την ελληνική μειονότητα εξελίσσονται και οι σχέσεις με την Αλβανία.

Οι προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί έπειτα από την προφορική συμφωνία προσφυγής στη Χάγη για τον καθορισμό των θαλασσίων ζωνών το 2021 και τις άτυπες επισκέψεις του πρωθυπουργού Εντι Ράμα στην Αθήνα και του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Αλβανία κατά τη διάρκεια του 2021 και του 2022 πάγωσαν με τη φυλάκιση του εκλεγμένου δημάρχου της Χειμάρρας Φρέντη Μπελέρη τον προηγούμενο Μάιο.

Εν αναμονή της συνέχειας και του αν ο Μπελέρης θα καταδικαστεί για τις αβάσιμες κατηγορίες, ώστε να μην του επιτραπεί να συμμετάσχει στις δρομολογούμενες επαναληπτικές εκλογές για τη δημαρχία της Χειμάρρας, η Αθήνα παρακολουθεί πλέον μια οργανωμένη επιχείρηση της αλβανικής κυβέρνησης να εξουδετερώσει την εθνική μειονότητα.

Η συνέχεια μόνο περιπλοκές μοιάζει να κρύβει προς το παρόν. Στην ελληνική μειονότητα εναπόκειται η απόφαση είτε να μη συμμετάσχει στις επαναληπτικές εκλογές (η ημερομηνία τους δεν έχει οριστεί) είτε να εκλέξει αναγκαστικά ένα πρόσωπο της αρεσκείας του Ράμα.

Και κατά τα όσα εκτιμούν πηγές με γνώση των συσχετισμών στην περιοχή και των σχεδίων του αλβανού πρωθυπουργού για την εκμετάλλευση των περιουσιών στη λεγόμενη «αλβανική Ριβιέρα», το μέλλον για την ελληνική μειονότητα δεν προδιαγράφεται ρόδινο.

Παίζει το χαρτί του παράγοντα

Ο Εντι Ράμα, όπως φάνηκε και στις πρόσφατες, εμφανώς ειρωνικές αναρτήσεις του για την «όμορφη γειτονική χώρα» που «υποφέρει διαρκώς από τις πυρκαγιές» και για τον «αγαπημένο φίλο» του και «αξιοσέβαστο ομόλογό του στην Αθήνα», ο οποίος θα είναι προσκεκλημένος στη Σύνοδο της Διαδικασίας του Βερολίνου στα Τίρανα, δεν επιδεικνύει καμία διάθεση υποχώρησης.

Οι απειλές για πάγωμα των ευρωπαϊκών κονδυλίων και για έγερση ενός ελληνικού βέτο στην ενταξιακή πορεία της χώρας του δεν φαίνεται να τον απασχολούν. Αντιθέτως, μάλλον παίζει το χαρτί του παράγοντα στην περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων και εκείνου που διαθέτει επιρροή και είναι σε θέση να διαχειριστεί τις εντάσεις, με πρώτη αυτή του Κοσόβου και των αποσχιστικών σχεδίων των αλβανόφωνων της περιοχής.

Υπό αυτές τις συνθήκες, το φθινόπωρο προμηνύει μάλλον αναταράξεις, παρά δικαιολογεί προσδοκίες στην Αθήνα για αποκλιμάκωση και ομαλοποίηση των σχέσεων με τους γείτονες στα ανατολικά και στα βορειοδυτικά σύνορα της χώρας.