Το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα, η σύγχρονη εθνική, για τους περισσότερους, τραγωδία των Τεμπών, της 28ης Φεβρουαρίου του 2023, που κόστισε τη ζωή σε 57 συμπολίτες μας, συγκλόνισε την ελληνική κοινωνία, προκαλώντας κύματα οργής, θυμού και αγανάκτησης. Τα όσα ακολούθησαν δε, ιδιαιτέρως η ατμόσφαιρα συγκάλυψης και το κλίμα αποποίησης των ευθυνών, έφεραν την κυβερνώσα Νέα Δημοκρατία σε εξαιρετικά δυσχερή θέση. Οι τότε έρευνες των διαθέσεων της κοινής γνώμης κατέγραφαν σημαντική υποχώρηση των ποσοστών της ακόμη και κάτω του 30% σε ορισμένες περιπτώσεις.
Σχεδόν τρεις μήνες αργότερα και συγκεκριμένα στις 21 Μαΐου του 2023, τα αποτελέσματα των εθνικών εκλογών δεν επιβεβαίωσαν τις δημοσκοπικές προγνώσεις. Τα ποσοστά της ΝΔ όχι μόνο δεν έπεσαν κάτω από το 30% παρά εκτοξεύθηκαν σε επίπεδα υψηλότερα του 40%. Ποσοστό που επιβεβαιώθηκε, έναν μήνα αργότερα, στις δεύτερες εκλογές που ακολούθησαν στις 25 Ιουνίου.
Πολιτικοί αναλυτές και επιστήμονες απεφάνθησαν τότε ότι τα εκδηλωθέντα τους προηγούμενους λίγους μήνες κύματα οργής και θυμού, καλύφθηκαν από αισθήματα φόβου και ανησυχίας για το μέλλον, τα οποία και τελικά επικράτησαν δίδοντας διπλή νίκη στον πανικοβλημένο εκείνη την εποχή Κυριάκο Μητσοτάκη. Ηταν οι κακές εμπειρίες από τον τρόπο διαχείρισης της μεγάλης οικονομικής κρίσης που εν τέλει επικράτησαν και προσέφεραν τη διπλή νίκη στη φιλελεύθερη Νέα Δημοκρατία.
Η κατάρρευση της εμπιστοσύνης
Δυόμισι χρόνια αργότερα και αφού εν τω μεταξύ προηγήθηκαν, τον Ιούνιο του 2024, οι απογοητευτικές για τη Νέα Δημοκρατία ευρωεκλογές, όπου τα ποσοστά της υποχώρησαν από το 40,56% των δεύτερων εθνικών εκλογών του 2023 σε μόλις 28,31%, τείνει να επικρατήσει ανάλογο κλίμα δυσπιστίας, αμφισβήτησης και μεγάλου θυμού για τις ευκαιρίες που ξοδεύθηκαν και τις ελπίδες που εξαϋλώθηκαν. Φαινομενικά οι προσδοκίες έχουν καμφθεί, η εμπιστοσύνη έχει καταρρεύσει και η δυσαρέσκεια χτυπάει κόκκινο. Εκτοτε οι δημοσκοπικές επιδόσεις του κυβερνώντος κόμματος και του Πρωθυπουργού παραμένουν σταθερά κακές. Η μόνη αναλαμπή ανάκαμψης διαπιστώθηκε μετά τις συμφωνίες με τις ΗΠΑ για την προώθηση του αμερικανικού σχιστολιθικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη, αλλά από τις έρευνες και πάλι φαίνεται να μην αντέχει στον χρόνο.
Σειρά γεγονότων και συνθηκών, όπως τα διάσπαρτα στη χώρα αγροτικά μπλόκα, το διευρυνόμενο κύμα διεκδικήσεων από πλήθος επαγγελματικών ομάδων, αλλά και των πολιτών η εκτίμηση για τη λεγόμενη υποκειμενική φτώχεια που αντιπροσωπεύει τους περισσότερους, δημιουργούν την εντύπωση ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη οριακά διασώζεται επειδή η αντιπολίτευση είναι κατακερματισμένη, χωρίς πειστικό σχέδιο για το μέλλον.
Είναι όμως όντως έτσι ή απλώς ζούμε για μία ακόμη φορά σε δημοσκοπική πλάνη; Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι οι πραγματικές οικονομικές συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές από τις περιγραφόμενες. Επιμένουν ότι για σημαντική μερίδα του πληθυσμού τα εισοδήματα έχουν ενισχυθεί ταχύτερα του πληθωρισμού, οι ευκαιρίες απασχόλησης έχουν διευρυνθεί και η διαπραγματευτική τους ισχύ βαίνει αυξανόμενη στις τρέχουσες συνθήκες δυσμενούς δημογραφίας που επικρατούν και στη χώρα μας.
Τις προηγούμενες μέρες ο Τάσος Γιαννίτσης, υπουργός των κυβερνήσεων του Κώστα Σημίτη, επιχείρησε να συγκρίνει την αύξηση των εισοδημάτων μεταξύ 2017 και 2022 υπό το βάρος των εντεινόμενων πληθωριστικών πιέσεων και να τοποθετηθεί μεταξύ κυβερνητικής αυταρέσκειας και αντιπολιτευτικού μηδενισμού, όπως έγραψε σε άρθρο του, καταλήγοντας ότι η πραγματικότητα δεν είναι ίδια για όλους.
Από την έρευνα του κ. Γιαννίτση, η οποία στηρίζεται στο άθροισμα των δηλωθέντων εισοδημάτων μεταξύ των ετών 2017, χρονιά που κατ’ αυτόν αρχίζει η περίοδος ανάκαμψης μέχρι και 2022, προκύπτει ότι η αύξηση κατά 11,9% στα ετήσια εισοδήματα μέχρι 20.000 ευρώ καλύπτει μόνο την αθροιστική αύξηση του πληθωρισμού κατά περίπου 11,5%, χωρίς ωστόσο να απορροφά την κατά 10% αύξηση του ΑΕΠ σε πραγματικούς όρους. Η επόμενη ομάδα από 20.000 ευρώ μέχρι 200.000 ευρώ κάλυψε τόσο τον πληθωρισμό και την αύξηση του ΑΕΠ και επιπλέον ωφελήθηκε εισοδηματικά κατά 25%, δηλαδή κατά διπλάσιο ποσοστό του πληθωρισμού και της μεγέθυνσης. Η τρίτη ομάδα των πλουσίων με εισοδήματα υψηλότερα των 200.000 εκτοξεύθηκε σε υπερτροχιές, όπως χαρακτηριστικά υπογραμμίζει ο άλλοτε υπουργός Εργασίας. Ο κ. Γιαννίτσης περιγράφει το φαινόμενο ως «εισοδηματική ασυμμετρία» και σχολιάζει πως όταν σε μια κοινωνία που πέρασε κοσμογονική κρίση, τα εισοδήματα, οι ανταμοιβές και οι προσδοκίες της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών κινούνται με τόσο ασύμμετρους ρυθμούς υπάρχει πρόβλημα. Το οποίο προφανώς χειροτερεύει αν τμήμα αυτών των εισοδημάτων είναι αποτέλεσμα διαφθοράς, μαύρης οικονομίας ή αν υπάρχει αίσθηση ισχυρής αδικίας.
Περιττό να σημειώσουμε ότι το 2024, σύμφωνα με την ΑΑΔΕ του κ. Γ. Πιτσιλή, τα συνολικά δηλωθέντα εισοδήματα αυξήθηκαν κατά 15% σε σχέση με εκείνα του 2022, ξεπερνώντας τα 106 δισ. ευρώ και φθάνοντας σε ύψος-ρεκόρ στα ελληνικά φορολογικά χρονικά. Ολα τα στοιχεία βεβαιώνουν επίσης ότι το ρεκόρ αυτό θα καταρριφθεί εκ νέου από τα εισοδήματα του 2025. Παρά ταύτα όμως το 65,6% των φορολογουμένων δήλωσε ετήσιο εισόδημα κάτω των 10.000 ευρώ και το 87,22% έως 20.000 ευρώ. Μόλις το 11,3% δήλωσε εισοδήματα μεταξύ 20.000 και 50.000 ευρώ και πάνω από 50.000 ευρώ το 1,53% των φορολογουμένων.
Τα εισοδηματικά στοιχεία των φορολογικών δηλώσεων, στον βαθμό που είναι πραγματικά, επιβεβαιώνουν τις «εισοδηματικές ασυμμετρίες» του κ. Γιαννίτση και μαζί εξηγούν τον «βάλτο απαισιοδοξίας» στον οποίο κινείται η ελληνική κοινωνία.
Διαβάζοντας την ελληνική κοινωνία
Ωστόσο δεν είναι λίγοι εκείνοι που επιμένουν ότι υπερεκτιμάται ο κύκλος της φτώχειας στην Ελλάδα και πως η ευρύτερη περιουσιακή κατάσταση και η επιμένουσα κατανάλωση άλλα δηλώνει. Λένε χαρακτηριστικά ότι δεν διαβιοί σε κατάσταση φτώχειας το 80% του πληθυσμού και μόλις το 20% ευημερεί. Σημειώνουν δε ότι γι’ αυτό και τα πολλά κόμματα της αντιπολίτευσης παραμένουν στάσιμα στη ζώνη του 10%. Επειδή ανταγωνίζονται μεταξύ τους προκειμένου να κερδίσουν την υποτιθέμενη μεγάλη πλειοψηφία του εκλογικού σώματος που κινείται στην ευρύτατη ζώνη της φτώχειας και αφήνουν όλους τους άλλους στον Μητσοτάκη. Πρόκειται για στρατηγικό λάθος, επιμένουν, εξηγώντας ότι καμία πολιτική δύναμη στην Ελλάδα δεν κέρδισε την εξουσία χωρίς προηγουμένως να διαβάσει καλά την ελληνική κοινωνία και να πείσει τα ενδιάμεσα εισοδηματικά στρώματα ότι μπορεί να εγγυηθεί την πρόοδο της χώρας και την ευημερία των πολιτών.
Δεν κρύβουν επίσης ότι οι μνήμες της προηγούμενης οικονομικής συντριβής παραμένουν νωπές και είναι αυτές που, πέραν των άλλων, δεν δίνουν δυναμική ούτε στην επικοινωνιακά ισχυρή προσπάθεια επανάκαμψης του κ. Τσίπρα και διατηρούν την ελληνική κοινωνία δέσμια του νεο-συντηρητισμού και των φόβων της, μην και χάσει και αυτά τα λίγα που έχει.
Κάπως έτσι οδεύουμε προς το αμιγώς πολιτικό 2026, στη διάρκεια του οποίου θα αναδειχθούν τα διλήμματα, θα κριθούν τα παλαιά και τα νέα πρόσωπα, όπως και θα φανερωθούν οι συσχετισμοί και η πραγματική επιρροή των κομμάτων στην ελληνική κοινωνία, που εν τέλει θα ορίσει και τα αποτελέσματα των εθνικών εκλογών, οι οποίες κατά τα φαινόμενα δεν θα βραδύνουν, ίσως διεξαχθούν και νωρίτερα από την άνοιξη του 2027.






