Η διερεύνηση των διαθέσεων του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και η προσπάθεια έγκαιρης πρόβλεψης των επόμενων κινήσεών του είναι η μείζων προτεραιότητα του Μεγάρου Μαξίμου για το προσεχές διάστημα. Το λεκτικό «θερμό επεισόδιο» της Πράγας μεταξύ του τούρκου προέδρου και του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, κατά τη διάρκεια του δείπνου των ηγετών στο τέλος της συνόδου της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας το βράδυ της Πέμπτης, αιφνιδίασε κάποιους από τους παρευρισκομένους, όχι όμως την ελληνική πλευρά.

Είχε προηγηθεί ένα διάστημα πολλών ωρών, κατά τη διάρκεια του οποίου οι δύο ηγέτες δεν είχαν απολύτως καμία επαφή και επικοινωνία, παρά το γεγονός ότι βρίσκονταν στον ίδιο χώρο.

Διαβάστε επίσης – Ελληνοτουρκικά: Γιατί ο Ερντογάν θα επέλεγε πόλεμο με την Ελλάδα

Η συνάντηση Μακρόν – Ερντογάν

Παίρνοντας τον λόγο κατά τη διάρκεια του δείπνου, ο τούρκος πρόεδρος στράφηκε ενώπιον όλων κατά της Ελλάδας και την κατηγόρησε για το Μεταναστευτικό και τη στρατιωτικοποίηση των νησιών. Η απάντηση του έλληνα πρωθυπουργού ήταν άμεση και σε αυτήν τονίστηκε ότι πρέπει να σταματήσει η τουρκική αμφισβήτηση της εθνικής κυριαρχίας. Η συνέχεια δόθηκε με την αποχώρηση του προέδρου της Τουρκίας και την εμφάνισή του σε μία ατομική συνέντευξη Τύπου, ενώ το δείπνο των ηγετών συνεχιζόταν. Το περιστατικό αυτό, σε συνδυασμό με τη διμερή συνάντηση του γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν και του τούρκου ομολόγου του, όπου σύμφωνα με πληροφορίες τονίστηκε ότι η Αγκυρα θα πρέπει να σεβαστεί το διεθνές δίκαιο και να εγκαταλείψει τις προκλήσεις, εκτιμάται ότι προσέθεσαν κρίσιμες, νέες παραμέτρους στην ελληνοτουρκική ένταση.

Παρά ταύτα, από έμπειρους πολιτικούς παράγοντες και αναλυτές σημειώνεται και μία άλλη διάσταση του ζητήματος: Οτι, δεδομένης της γεωπολιτικής ρευστότητας και των σοβαρών γενικευμένων απειλών, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, υπάρχει ο κίνδυνος της «κόπωσης» ακόμη και μεταξύ συμμάχων και εταίρων, εξαιτίας της διαρκούς ελληνοτουρκικής έντασης και ανεξαρτήτως υπαιτιότητας.

Με διάλογο απαντά η Αθήνα

Για την Αθήνα πάντως το επεισόδιο της Πράγας ήταν μία εξέλιξη αναμενόμενη και σε πρώτη ανάγνωση χρήσιμη. Οπως επισήμανε σχετικά ο Πρωθυπουργός όταν ρωτήθηκε για το επεισόδιο κατά την προσέλευσή του στην άτυπη σύνοδο της ΕΕ το πρωί της Παρασκευής: «Η Ελλάδα ουδέποτε προκαλεί. Απαντά, όμως, πάντα με αυτοπεποίθηση κάθε φορά που θα προκαλείται. Είχα την ευκαιρία ενώπιον των 43 ηγετών που βρέθηκαν σε αυτή την πρώτη σύναξη της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας να επαναλάβω αυτά τα οποία είπα και στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών».

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσέθεσε ότι «δεν νοείται σήμερα να κατηγορείται η Ελλάδα ότι αυξάνει την ένταση στο Αιγαίο, όταν η Τουρκία είναι αυτή η οποία θέτει ευθέως ζητήματα που αφορούν μέχρι και την κυριαρχία των ελληνικών νησιών. Κι ότι είναι αδύνατον να προχωρήσουμε σε μία εκτόνωση των σχέσεων μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, όσο συνεχίζεται αυτή η ρητορική».

Στη συνέχεια συμπλήρωσε: «Πιστεύω (…) ότι ήταν μία πρώτης τάξης ευκαιρία μέσα από αυτόν τον διάλογο, ο οποίος έγινε μπροστά σε όλους τους ηγέτες, να αντιληφθούν και ενδεχομένως συνάδελφοί μου οι οποίοι δεν έχουν βαθιά γνώση των ζητημάτων αυτών, ποιος είναι αυτός ο οποίος προκαλεί, ποιος είναι αυτός ο οποίος υψώνει τους τόνους και ποια είναι εκείνη η χώρα η οποία με αυτοπεποίθηση υπερασπίζεται την κυριαρχία και τα κυριαρχικά της δικαιώματα, χωρίς ποτέ όμως να κλείνει την πόρτα του διαλόγου. Επαναλαμβάνουμε: κλείνουμε όλα τα παράθυρα σε κάθε πρόκληση. Αφήνουμε ανοιχτή την πόρτα του διαλόγου».

Οι άλλες πτυχές της κρίσης

Παρά ταύτα, η συνέχεια των προκλήσεων, ο τρόπος της εκδήλωσής τους και οι επιπτώσεις τους είναι το μείζον ζητούμενο για την ελληνική κυβέρνηση. Ο προβληματισμός στην Αθήνα φανερώνεται πλέον πολλαπλώς και χαρακτηριστικές είναι τοποθετήσεις και βουλευτών της συμπολίτευσης. Ενδεικτικά, ο Μπάμπης Παπαδημητρίου τόνισε προσφάτως μεταξύ άλλων ότι «όταν βρίσκεσαι στις σιδηροδρομικές ράγες και βλέπεις κάτι που μοιάζει με τρένο να κατευθύνεται πάνω σου, πρέπει να καταλάβεις ότι είναι τρένο», ενώ ο Δημήτρης Καιρίδης αναδεικνύει μία άλλη διάσταση και σημειώνει ότι «πρέπει να φανεί ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν είναι εμμονική όπως η τουρκική και δεν πρέπει να διολισθήσει στον «επαρχιωτισμό», με ευθύνη συνολικά του πολιτικού συστήματος, μέρους του Τύπου και άλλων παραγόντων».

Ο πόλεμος και οι πιέσεις στην Αγκυρα

Κατά μία εκδοχή, η τουρκική στάση στο προσεχές διάστημα είναι συνυφασμένη και με την εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δέχεται έντονες πιέσεις, κατά κύριο λόγο από την αμερικανική πλευρά, προκειμένου να σταματήσει το διπλό του παιχνίδι και να συνταχθεί με τη Δύση στο θέμα των κυρώσεων προς τη Ρωσία, της ένταξης της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, κ.ά.

Το χαρτί των κυρώσεων παίζει η Αθήνα

Oπως ανέφερε σχετικά ο Πρωθυπουργός μετά το τέλος της συνόδου την Παρασκευή, «με βάση το 8ο πακέτο των κυρώσεων, που έχουν εγκριθεί πια από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, υπάρχει για πρώτη φορά η δυνατότητα επιβολής κυρώσεων σε τουρκικές οντότητες και φυσικά πρόσωπα, που κρίνεται ότι παραβιάζουν τις κυρώσεις προς τη Ρωσία, εξάγοντας ευρωπαϊκά προϊόντα στην Ευρώπη μέσω Τουρκίας».

Υπό αυτή την έννοια, ένα ζήτημα σχετίζεται με τη διάρκεια του πολέμου, ένα άλλο με την έκβασή του και ένα τρίτο με τα ανταλλάγματα τα οποία ζητεί η Τουρκία και πώς θα τα εξασφαλίσει. Ως προς αυτά, ορισμένες πηγές παραπέμπουν στην πρόσφατη συνάντηση του συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ Τζέικ Σάλιβαν με τον στενό συνεργάτη του Ερντογάν Ιμπραήμ Καλίν στην Κωνσταντινούπολη.

Τα σενάρια για τις εξελίξεις στο πεδίο

Κάποια σενάρια για την εξέλιξη των τουρκικών σχεδίων, τα οποία είναι σε γνώση της ελληνικής κυβέρνησης, περιγράφονται μεταξύ άλλων από τον Μάικλ Ρούμπιν, ανώτερο συνεργάτη στο American Enterprise Institute. Εκτιμά ότι δεν αποκλείεται ο Ερντογάν να επιδιώξει μία επίσπευση της κρίσης, θεωρεί πιθανή μία κίνηση στο Αιγαίο και σημειώνει: «Τουρκικά αεροσκάφη παρενόχλησαν στο παρελθόν κατοίκους του Καστελλόριζου, που βρίσκεται πολύ κοντά στις ακτές της Τουρκίας. Ωστόσο, η επιδίωξη να καταλάβει ένα νησί με σχεδόν 500 έλληνες κατοίκους θα οδηγούσε σε γενικευμένο πόλεμο, τον οποίο ο Ερντογάν ελπίζει να αποφύγει». Την ίδια στιγμή, ο διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων Κωνσταντίνος Φίλης εφιστά την προσοχή, μέσω συνεντεύξεών του, στις αναβαθμισμένες τουρκικές προκλήσεις στο Αγαθονήσι, το Φαρμακονήσι, την Κανδελιούσα και την Κίναρο.