Η ιστορία των μεταπολιτευτικών εκλογικών αναμετρήσεων εκκινεί με τη θριαμβευτική εκλογή του Κωνσταντίνου Καραμανλή στις 17 Νοεμβρίου του 1974, με εκείνο το ανεπανάληπτο 54,37% που κατέστησε τη νεοϊδρυθείσα τότε Νέα Δημοκρατία κυρίαρχη με 220 έδρες! Οι ψηφοφόροι υπερψήφισαν τον Καραμανλή ως εγγυητή της δημοκρατίας, του απέδωσαν σε μεγάλο βαθμό την αποκατάστασή της και ήθελαν μια στιβαρή προσωπικότητα στο τιμόνι της χώρας, ικανή να διαχειριστεί με ασφάλεια τις εθνικές ζημιές που άφησε πίσω της η χούντα των επίορκων συνταγματαρχών. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι εκείνες οι πρώτες μεταπολιτευτικές εκλογές διεξήχθησαν στη σκιά του τρομερού διλήμματος «Καραμανλής ή τανκς» που έθεσε ο Μίκης Θεοδωράκης.

Ωστόσο, εκείνος ο θρίαμβος δοκιμάστηκε στη συνέχεια από τις συνθήκες έντονης πολιτικοποίησης που επικράτησαν στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια. Η ανάκτηση των πολιτικών ελευθεριών και η δίψα πολιτικής έκφρασης επέδρασαν καταλυτικά. Η νεοδημοκρατική ηγεμονία αμφισβητήθηκε γρήγορα στους δρόμους, στα πανεπιστήμια, στους χώρους δουλειάς, στις ευρύτερες ζώνες του πνεύματος, της τέχνης και του πολιτισμού. Το αίτημα μιας ευρύτερης αλλαγής, πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής, έτεινε να καταστεί κυρίαρχο ακόμη από τα τρία πρώτα χρόνια της νεοδημοκρατικής διακυβέρνησης.

Η διεύρυνση Καραμανλή και η πορεία προς την Ευρώπη

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αναγκάστηκε εκ των συνθηκών να προσφύγει σε πρόωρες εκλογές στις 20 Νοεμβρίου του 1977, προκειμένου να αναβαπτίσει την ηγεμονική θέση του κόμματός του. Το κόμμα του πρώτευσε και πάλι με 41,84%, σε πολύ μεγάλη απόσταση όμως από το ιστορικό 54,37%. Στις ίδιες εκλογές βυθίστηκε το ιστορικό κόμμα της Ενωσης Κέντρου και αντιθέτως καταγράφηκε η επέλαση του επερχόμενου Ανδρέα Παπανδρέου. Το ΠαΣοΚ του Ανδρέα διπλασίασε τότε το ποσοστό του. Από το 13,58% του 1974 εκτινάχθηκε στο 25,34% το 1977. Σε εκείνες τις εκλογές επίσης κατεγράφησαν η επικράτηση του ΚΚΕ στον χώρο της Αριστεράς με 9,36%, η εκλογική επανεμφάνιση της αντικαραμανλικής Ακροδεξιάς με το κόμμα της Εθνικής Παράταξης του Στέφανου Στεφανόπουλου που κέρδισε 6,82% των ψήφων και η ιστορική, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, εκλογή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στα Χανιά με το κόμμα των Φιλελευθέρων και ποσοστό 1,08%.

Επί της ουσίας τότε ετέθησαν οι βάσεις αναδιαμόρφωσης του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος. Κατέστη φανερό ότι επόμενος κυβερνήτης της χώρας θα ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου και πως η συντηρητική παράταξη θα έπρεπε να επανατοποθετηθεί αν ήθελε να μείνει σταθερός διεκδικητής της εξουσίας στη χώρα. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής διέγνωσε εγκαίρως τις διαφαινόμενες τάσεις, αφιερώθηκε στον εθνικό στόχο ένταξης της χώρας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και έστρωσε τον δρόμο για την ασφαλή μεταπήδησή του στην Προεδρία της Δημοκρατίας.

Εν τω μεταξύ, το 1978 ενέσκηψε η δεύτερη πετρελαϊκή κρίση, ο πληθωρισμός εκτοξεύθηκε στα ύψη, η ανταγωνιστικότητα και η θέση των υπερδανεισμένων ελληνικών επιχειρήσεων κλονίστηκαν, οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες επιδεινώθηκαν, οι διεκδικήσεις κυριάρχησαν και μαζί τους το αίτημα της αλλαγής επικράτησε πλήρως. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, λοιπόν, δεν είχε καιρό για χάσιμο. Προχώρησε στη λεγόμενη αμφίπλευρη διεύρυνση του κόμματός του, απορροφώντας στη Νέα Δημοκρατία στελέχη τόσο της ακροδεξιάς Εθνικής Παράταξης όσο και του Φιλελεύθερου Κέντρου, όπως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ώστε να ασφαλίσει τη μετοίκησή του στο Προεδρικό Μέγαρο. Το 1979 είχε επιτύχει και την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ και την εκλογή του στο ύπατο αξίωμα της νεότευκτης δημοκρατίας.

Η ηγεμονία του Ανδρέα Παπανδρέου

Κατά τα λοιπά, οι πολιτικές εξελίξεις είχαν προ πολλού κριθεί. Ο Γεώργιος Ράλλης που διαδέχθηκε τον Καραμανλή στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας και της κυβέρνησης έμοιαζε ακινητοποιημένος. Ο,τι και να έκανε έπεφτε στο κενό. Ηταν και οι εσωτερικές έριδες που δεν επέτρεπαν μεγάλες κινήσεις. Κάπως έτσι, με πάνδημο το αίτημα της αλλαγής και τον Ανδρέα Παπανδρέου κυρίαρχο, φτάσαμε στις εκλογές της 18ης Οκτωβρίου του 1981. Το ΠαΣοΚ κέρδισε το 48,07% των ψήφων, η Νέα Δημοκρατία έμεινε στο 35,88% και από τα άλλα κόμματα μόνο το ΚΚΕ του Χαρίλαου Φλωράκη με 10,94% κέρδισε θέση στα έδρανα της Βουλής.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου ηγεμόνευε πια στην πολιτική ζωή της χώρας, είχε τον λαό μαζί του και εξαρχής επιχείρησε να αλλάξει τη ζωή του τόπου. Απέφυγε τη σύγκρουση με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, παρότι είχε διακριθεί για τα αντιαμερικανικά και αντιευρωπαϊκά συνθήματά του. Αύξησε τους μισθούς και τις συντάξεις, αποκατέστησε συνδικαλιστικά δικαιώματα και ελευθερίες, άνοιξε τις πόρτες του κράτους προσφέροντας ευκαιρίες και δυνατότητες σε πλήθος αποκλεισμένων και μη προνομιούχων, έχτισε το Εθνικό Σύστημα Υγείας, κατήργησε πλήθος αναχρονισμών του οικογενειακού δικαίου και παρενέβη κατά τρόπο ανορθόδοξο στην οικονομία, ερχόμενος αντιμέτωπος με την επελαύνουσα τότε παγκοσμίως νεοφιλελεύθερη πολιτική που εκπορευόταν από τη Μάργκαρετ Θάτσερ και τον Ρόναλντ Ρίγκαν.

Το κρατικιστικό παπανδρεϊκό μοντέλο οικονομικής πολιτικής άρχισε να κλονίζεται από το φιλελεύθερο κύμα δημοσιονομικής σύσφιγξης, αποκρατικοποιήσεων, απελευθέρωσης των αγορών και ενίσχυσης του φορολογικού και επιχειρηματικού ανταγωνισμού, που επικράτησε κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας ’80 διεθνώς και επέβαλε διαρθρωτικές αλλαγές παντού, φέρνοντας την ελληνική οικονομία στα πρόθυρα δημοσιονομικής και συναλλαγματικής κατάρρευσης.

Η μεγάλη σύγκρουση Παπανδρέου – Μητσοτάκη

Η αλήθεια είναι ότι το 1984-85 είχε αρχίσει να πιέζεται και εσωτερικά. Στη Νέα Δημοκρατία τα πράγματα είχαν αλλάξει κατά πολύ. Τον αποτυχόντα το 1981 Γεώργιο Ράλλη αντικατέστησε αρχικώς ο «σκληρός’» Ευάγγελος Αβέρωφ, ο οποίος ανασυγκρότησε κομματικά τη Νέα Δημοκρατία και όταν εκείνος ασθένησε αντικαταστάθηκε από τον φιλελεύθερο και διευρυνθέντα Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, ορκισμένο εχθρό του Ανδρέα Παπανδρέου από τα προδικτατορικά χρόνια. Ο Μητσοτάκης, πατέρας του σημερινού Πρωθυπουργού, απορρόφησε πλήρως τότε το μοντέλο της Θάτσερ και του Ρίγκαν πιέζοντας αφόρητα το ΠαΣοΚ, απαιτώντας άνοιγμα και ελευθέρωση της οικονομίας από το κράτος, μείωση των φόρων, περιορισμό δαπανών και ιδιαιτέρως ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας.

Παρά ταύτα, το παπανδρεϊκό αφήγημα της αλλαγής παρέμενε ισχυρό και ικανό να αντιπαρέρχεται τα φιλελεύθερα προτάγματα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Στις εκλογές της 2ας Ιουνίου του 1985 ο Μητσοτάκης κατήλθε με την υπόσχεση φθηνότερων, απαλλαγμένων από το πλήθος των φόρων, ΙΧ αυτοκινήτων και οι προπαγανδιστές του Ανδρέα απάντησαν με το ευρηματικό σύνθημα «καλύτερα παπάκι παρά τον Μητσοτάκη». Δεν είχε ακόμη ωριμάσει το αίτημα της «απαλλαγής» και οι εκλογείς, παρά τη δυναμική εκλογική νεοδημοκρατική παρουσία, πρόσφεραν και πάλι ισχυρή εντολή στον Ανδρέα Παπανδρέου, παρότι γνώριζαν οι περισσότεροι ότι δεν θα τηρούσε την υπόσχεσή του για «καλύτερες μέρες». Κέρδισε τότε με 45,82%, αλλά με τη Νέα Δημοκρατία να ανακτά δυνάμεις και να φτάνει στο 40,85%.

Από το σκάνδαλο Κοσκωτά στο «βρώμικο ‘89»

Το φθινόπωρο του 1985, υπό την πίεση της τριπλής κρίσης των δημόσιων οικονομικών, του ισοζυγίου πληρωμών και της ελαχιστοποίησης των συναλλαγματικών διαθεσίμων, αναγκάστηκε να προσφύγει για δανεισμό στην Ευρωπαϊκή Ενωση και έναντι αυτού υποχρεώθηκε να εφαρμόσει τριετές σταθεροποιητικό πρόγραμμα αποδεχόμενος υποτίμηση της δραχμής, με ταυτόχρονο έλεγχο μισθών, συντάξεων και προσλήψεων, μείωση δαπανών, ελλειμμάτων και χρέους, μαζί με μεταρρύθμιση και ελευθέρωση τιμών και κρίσιμων αγορών, όπως εκείνες των τραπεζών και του Χρηματιστηρίου.

Για πρώτη φορά τότε δοκιμάστηκαν οι σχέσεις του Παπανδρέου με τον ελληνικό λαό. Ακολούθησαν τρία χρόνια συγκρούσεων και σκανδάλων, με κρισιμότερο εκείνο του ψευτοτραπεζίτη Κοσκωτά, για να διαμορφωθούν οι συνθήκες «απαλλαγής» που διεκδικούσε ο Μητσοτάκης. Πιεζόμενος πανταχόθεν ο ασθενής Παπανδρέου, δεν εγκατέλειψε τη μάχη εξουσίας. Αλλαξε τον εκλογικό νόμο, μίλησε για «βρώμικο ‘89» και κατήλθε στις εκλογές της 18ης Ιουνίου εκείνης της χρονιάς με τις κομματικές δυνάμεις ακόμη ακμαίες. Ο Μητσοτάκης κέρδισε το 44,28% των ψήφων και 145 έδρες, ο Παπανδρέου το 39,13% και 125 έδρες και ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου το 13,13% με 28 έδρες. Τότε, με τη σύμπραξη της Αριστεράς, συγκροτήθηκε κυβέρνηση συνεργασίας υπό τον Τζαννή Τζαννετάκη, μια κυβέρνηση ειδικού σκοπού ή, καλύτερα, με μόνο σκοπό την παραπομπή Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο για την εμπλοκή του στο σκάνδαλο Κοσκωτά.

Οι τριπλές εκλογές και η κυβέρνηση Μητσοτάκη

Θα υπηρετήσει τον ειδικό σκοπό της, ο Παπανδρέου θα παραπεμφθεί στο Ειδικό Δικαστήριο και στις 12 Οκτωβρίου η κυβέρνηση Τζαννετάκη θα παραδώσει την εξουσία στην υπηρεσιακή κυβέρνηση του Γιάννη Γρίβα, η οποία είχε την υποχρέωση να οδηγήσει τη χώρα σε νέες εκλογές στις 5 Νοεμβρίου. Εν τω μεταξύ, στις 26 Σεπτεμβρίου η τρομοκρατική οργάνωση «17 Νοέμβρη» θα δολοφονήσει στο Κολωνάκι τον Παύλο Μπακογιάννη, γαμπρό του Μητσοτάκη, σύζυγο της κόρης του Ντόρας Μπακογιάννη και πρωταγωνιστή της σύμπραξης με την Αριστερά. Εκείνη η περίοδος ήταν πυκνή γεγονότων διεθνώς, οι χώρες του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» κατέρρεαν η μια πίσω από την άλλη, ο προηγούμενος ψυχροπολεμικός κόσμος έσβηνε εν ριπή οφθαλμού σε ζωντανή μετάδοση, η Ευρώπη είχε αρχίσει να κινείται προς την ενοποίησή της και η Ελλάδα δεν μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση.

Στις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου ο Μητσοτάκης θα επαυξήσει τα ποσοστά του στο 46,19%, το ΠαΣοΚ επίσης θα ανέλθει στο 40,67% και ο Συνασπισμός θα υποχωρήσει στο 10,97%. Και πάλι θα λείπουν βουλευτές από τον Μητσοτάκη, με αποτέλεσμα να συγκροτηθεί οικουμενική κυβέρνηση υπό τον Ξενοφώντα Ζολώτα αυτή τη φορά. Εκείνη η κυβέρνηση θα έλθει αντιμέτωπη με μείζονα δημοσιονομική κρίση, ο Ζολώτας θα χρειαστεί να προσφέρει επιτόκιο 27% για να εξασφαλίσει την πληρωμή των μισθών και των συντάξεων τον Ιανουάριο του 1990.

Θα προσπαθήσει στη συνέχεια να δεσμεύσει τα κόμματα σε ένα κοινό πρόγραμμα μέτρων, αλλά η κυβέρνησή του θα πέσει λόγω αδυναμίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας τον Μάρτιο. Οι νέες εκλογές διεξήχθησαν στις 8 Απριλίου, με την έκθεση του αείμνηστου ακαδημαϊκού Αγγελου Αγγελόπουλου για τα διασωστικά οικονομικά μέτρα να κρέμεται στα περίπτερα. Σε εκείνο το κλίμα της μεγάλης αβεβαιότητας και της απόλυτης σύγχυσης ο Μητσοτάκης θα ανέβει ελάχιστα λαμβάνοντας το 46,89% των ψήφων και 150 έδρες, ο Παπανδρέου θα υποχωρήσει στο 38,61% και ο Συνασπισμός στο 10,28%. Ο Μητσοτάκης, για να αποκτήσει την πλειοψηφία των 151 εδρών, χρειάστηκε να «κλέψει» τον βουλευτή Ανατολικής Αττικής Θεόδωρο Κατσίκη από τη ΔΗΑΝΑ του μετέπειτα Προέδρου της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλου.

Ακολούθησε μια τριετία σκληρής διακυβέρνησης με ισχνή και επισφαλή πλειοψηφία, η οποία δοκιμαζόταν κάθε τόσο, άλλοτε από τον διεκδικητή της ηγεσίας Μιλτιάδη Εβερτ και άλλοτε από τον φιλόδοξο Αντώνη Σαμαρά. Ο τελευταίος αποπέμφθηκε τον Απρίλιο του 1992 από την κυβέρνηση επειδή αντιδρούσε στις πρωτοβουλίες Μητσοτάκη για επίλυση του Μακεδονικού. Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς θα παραιτηθεί από βουλευτής, την άνοιξη του 1993 θα ιδρύσει την Πολιτική Ανοιξη και τον Σεπτέμβριο του 1993 θα καλέσει τους προσκείμενους σε αυτόν βουλευτές της ΝΔ να ρίξουν τον Μητσοτάκη. Η κυβέρνησή του έπεσε στις 9 Σεπτεμβρίου, όταν ο άσημος βουλευτής Κιλκίς Γιώργος Συμπιλίδης ανεξαρτητοποιήθηκε. Ωστόσο στη συνείδηση των πολιτών η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε πέσει από το 1992 εξαιτίας της σκληρότητας των επιλογών της. Στις εκλογές της 10ης Οκτωβρίου ο ημιθανής Παπανδρέου τον κέρδισε κατά κράτος λαμβάνοντας 46,88%! Και ο Μητσοτάκης υποχώρησε στο 39,30%.

Ο Κ. Σημίτης και η αναγέννηση του ΠαΣοΚ

Το ΠαΣοΚ αναγεννήθηκε σε εκείνη τη φάση αναδεικνύοντας το κύμα του εκσυγχρονισμού υπό τον Κώστα Σημίτη και υιοθετώντας πλήρως, χωρίς ενδοιασμούς και επιφυλάξεις, την ένταξη της χώρας στην ευρωζώνη. Η δυναμική που απέκτησε στην τριετία Μητσοτάκη θα επιτρέψει ακόμη και στον «δύσκολο» και «στρυφνό» στην επαφή με τον λαό Κώστα Σημίτη να κερδίσει με 41,49% έναντι 38,12% τον «λαϊκιστή» και λαοφιλή Μιλτιάδη Εβερτ στις 22 Σεπτεμβρίου του 1996. Το ίδιο θα επαναληφθεί τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 9 Απριλίου του 2000. Ο Σημίτης, παρότι πληγωμένος από το χρηματιστηριακό κραχ του 1999, θα κερδίσει σχεδόν στο νήμα τον νεοεκλεγέντα το 1997 Κώστα Καραμανλή με 43,79% έναντι 42,74%.

Και τότε η μάχη είχε κριθεί εκ των προτέρων, καθώς δεν είχε διαμορφωθεί κλίμα αλλαγής. Οι πολίτες εμπιστεύθηκαν ξανά τον Σημίτη αξιολογώντας τη συμβολή του στην ένταξη της χώρας στην ευρωζώνη. Του πρόσφεραν μια ακόμη ευκαιρία να διαχειριστεί την αντικατάσταση της δραχμής από το ευρώ. Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι η κυβέρνησή του ήταν ασθενής, καταδιωκόμενη από εκείνη τη μικρή διαφορά των 60.000 ψήφων. Η κυβέρνηση Σημίτη, χάνοντας τη μάχη του Ασφαλιστικού το 2001, έχασε και τη μάχη των επόμενων εκλογών. Στις εκλογές της 7ης Μαρτίου του 2004 ο Κώστας Καραμανλής κέρδισε με 45,36% έναντι 40,55% τον Γιώργο Παπανδρέου. Και εκείνη η μάχη είχε κριθεί προ πολλού.

Το χαμένο στοίχημα του Κ. Καραμανλή

Το δυστύχημα είναι ότι ο Κώστας Καραμανλής δεν αξιοποίησε εκείνη την άνετη νίκη. Είχε προπαρασκευάσει την πολιτική του, διέθετε άπειρο πολιτικό κεφάλαιο, είχε υποσχεθεί δημοσιονομική πειθαρχία και μεταρρυθμιστικά άλματα και ξέμεινε με μια χαλαρή και αμέριμνη διακυβέρνηση που βούλιαξε στην απραξία και στους όποιους ανέμους της συγκυρίας. Κάποιος από τους συνεργάτες του στις επίμονες ερωτήσεις μας γιατί σπατάλησε τη δυνατότητα που είχε μας απάντησε σχεδόν αφοπλιστικά ότι «ο Καραμανλής δεν ήθελε να συγκρουστεί με τον λαό». Και έτσι προτίμησε μια τυπική διακυβέρνηση, τα προβλήματα της οποίας φάνηκαν στις πυρκαγιές του 2007.

Παρά ταύτα, οι εκλογείς τού έδωσαν και δεύτερη ευκαιρία. Στις εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου κέρδισε ξανά τον Γιώργο Παπανδρέου με 41,87% έναντι 38,10%. Επιβεβαιώθηκε και τότε ότι δεν υπήρχε ατμόσφαιρα αλλαγής. Θα χάσει ωστόσο το φθινόπωρο του 2009, όταν μετά τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση το φθινόπωρο του 2008 θα ακινητοποιηθεί πλήρως και στην κυριολεξία θα εγκαταλείψει τη μάχη το καλοκαίρι του 2009. Βλέποντας τη χρεοκοπία να έρχεται και μην έχοντας λάβει τις απαραίτητες πρόνοιες, προτίμησε να διαφύγει διά των εκλογών. Στις 4 Οκτωβρίου 2009 έχασε με δέκα μονάδες διαφορά από τον απαράσκευο Γιώργο Παπανδρέου. Το ΠαΣοΚ έφτασε στο 43,92% και η ΝΔ βυθίστηκε στο 33,47%. Σε εκείνη την εκλογή ο νεοεκλεγείς Αλέξης Τσίπρας είχε λάβει μόλις 5,04%.

Ο Παπανδρέου και ο τυφώνας της οικονομικής κρίσης

Ακολούθησε ο τυφώνας της μεγάλης οικονομικής κρίσης και της χρεοκοπίας που βύθισε τους πάντες και τα πάντα. Η δαφνοστεφανωμένη από τον λαό κυβέρνηση Παπανδρέου κατέρρευσε υπό το βάρος των συνθηκών που δεν μπόρεσε να κατανοήσει. Αντί διασωστικών μέτρων με την ανάληψη των καθηκόντων της άφησε τις αγορές να σκυλεύουν το πτώμα της χώρας και να τη βυθίσουν στο χάος των μνημονίων.

Τον Νοέμβριο του 2011 παρέδωσε την εξουσία στον Λουκά Παπαδήμο, ο οποίος έκανε ό,τι μπορούσε για τη διάσωση διαθέτοντας ελάχιστο χρόνο. Ο Αντώνης Σαμαράς αδημονούσε για την εξουσία, ο κόσμος είχε βγει στους δρόμους, ο αντισυστημικός παροξυσμός του πλήθους δεν άφηνε πολλά περιθώρια και κάπως έτσι το παλαιό πολιτικό σύστημα κατέρρευσε. Μέσα σε δυο χρόνια δεν είχε μείνει τίποτε όρθιο. Κυριάρχησε τότε η πολιτική των δρόμων, απαράσκευες δυνάμεις, γεμάτες πάθη, μίση, χωρίς εμπειρίες και περιορισμένες δυνατότητες, ήλθαν στο προσκήνιο.

Το σοκ επήλθε την 6η Μαΐου, στις πρώτες εκλογές του 2012. Η Νέα Δημοκρατία του αδημονούντος Αντώνη Σαμαρά έλαβε 18,85%, ο ΣΥΡΙΖΑ εκτινάχθηκε στο 16,78% και το ΠαΣοΚ στο 13,18%. Οι νεοϊδρυθέντες στην αρχή του ίδιου χρόνου ΑΝΕΛ έφτασαν στο μυθικό 10,29% και οι νεοναζιστές του Νίκου Μιχαλολιάκου στο 6,97%. Στις δεύτερες εκλογές του 2012, στις 17 Ιουνίου, η Νέα Δημοκρατία υπό την απειλή της επέλασης των «κόκκινων» ανέκαμψε στο 29,66% και ο ΣΥΡΙΖΑ εκτοξεύθηκε στο 26,89%. Τότε έγινε φανερό σε όλους ότι η επόμενη κυβέρνηση θα ήταν του Αλέξη Τσίπρα.

Η περίοδος των ψευδαισθήσεων και η «πιρουέτα» Τσίπρα

Πράγμα που επιβεβαιώθηκε δυόμισι χρόνια αργότερα. Στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου του 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα κέρδισε με 36,34% και 149 έδρες. Η Νέα Δημοκρατία ξέμεινε στο 27,81%, η Χρυσή Αυγή στο 6,28%, το ΔΗΣΥ της Φώφης Γεννηματά στο 6,28%, το ΚΚΕ στο 5,47%, το Ποτάμι του Σταύρου Θεοδωράκη στο 6,05% και οι ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου στο 4,75%. Το τι ακολούθησε στη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου όλοι το γνωρίζουμε. Η χώρα πήγε και ήλθε κινούμενη σε μέγα κύκλο αυταπατών και ψευδαισθήσεων. Διασώθηκε την τελευταία στιγμή υπό την απειλή της εξόδου από το ευρώ, αναλαμβάνοντας επιπρόσθετες υποχρεώσεις από εκείνες που προέβλεπε το περιβόητο email Χαρδούβελη. Ο Αλέξης Τσίπρας έκανε μεγαλειώδη στροφή τότε, διέλυσε το κόμμα του και πήγε σε εκλογές.

Παρά ταύτα, στις 20 Σεπτεμβρίου του 2015 μέτρησε ελάχιστες απώλειες. Ελαβε 35,46% και η ΝΔ 28,09%. Το εκλογικό σώμα, παρότι πληγωμένο, υπερασπίστηκε την πρώτη επιλογή του. Χρειάστηκαν άλλα τέσσερα χρόνια για να αποτιμήσει εκείνη την περίοδο. Στις εκλογές του 2019 ο ΣΥΡΙΖΑ έπεσε σαν ώριμο φρούτο, παρότι η διακυβέρνησή του υπήρξε δημοσιονομικά επαρκής. Ουδείς, ούτε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, κατηγόρησε τον κ. Τσίπρα ότι παρέδωσε καμένη γη. Αντιθέτως, η νικήτρια ΝΔ παρέλαβε το 2019 τη χώρα δημοσιονομικά τακτοποιημένη, με αξιοπρόσεκτο απόθεμα πόρων και το δημόσιο χρέος ρυθμισμένο.

Η περίοδος Μητσοτάκη και η δεύτερη ευκαιρία

Ο κ. Μητσοτάκης μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι πήρε τη χώρα υποτυπωδώς στρωμένη και έτοιμη να υποδεχθεί τις αναγεννητικές πολιτικές του. Η αλήθεια είναι ότι του έτυχαν κρίσεις μεγάλες και εξωγενείς. Η πανδημία κατ’ αρχάς, ο πόλεμος ακολούθως, η ενεργειακή κρίση και η παρεπόμενη ακρίβεια. Κακά τα ψέματα, στο εκλογικό σώμα δεν επικρατεί ατμόσφαιρα αλλαγής. Ακόμη και οι εκλογολόγοι του ΣΥΡΙΖΑ θεωρούν ότι επί του παρόντος τουλάχιστον διατηρεί την πρωτιά.

Κατά τα φαινόμενα, θα του προσφερθεί δεύτερη ευκαιρία, όπως δόθηκε σε τόσους άλλους στη μεταπολιτευτική ιστορία. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν θα λάβει την αυτοδυναμία που διεκδικεί και πόσο ισχυρή μπορεί να είναι αυτή. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι η επανεκλογή του, τηρουμένων των αναλογιών, θα μοιάζει με εκείνη του Κώστα Σημίτη το 2000. Ιδωμεν, λίγες μέρες απομένουν…