Η βασική έρευνα είναι ο υδροφόρος ορίζοντας της καινοτομίας· χρειάζεται χρόνια για να γεμίσει. Κι όμως, όπως ανέδειξε «Το Βήμα» τις προηγούμενες εβδομάδες, η πολιτεία τρυπάει για νερό χωρίς να φροντίζει την αναπλήρωση. Μέχρι που τα πηγάδια στερεύουν. Οι «καταιγίδες» μιας έκτακτης προκήρυξης ή μιας πολιτικής εξαγγελίας φέρνουν θόρυβο, όχι βάθος.
Την περασμένη εβδομάδα, σε μία πρωτοφανή κίνηση, 257 επιστήμονες από την Ελλάδα και τη Διασπορά απηύθυναν ανοιχτή επιστολή προς τον Πρωθυπουργό και την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης, διατυπώνοντας το χρόνιο και ομόφωνο αίτημα της ερευνητικής κοινότητας για ένα ενιαίο και ανεξάρτητο σύστημα χρηματοδότησης και αξιολόγησης της έρευνας στη χώρα.
Μεταξύ άλλων, προτείνουν τη μετεξέλιξη του ΕΛΙΔΕΚ σε Ανεξάρτητη Αρχή (ένα είδος «ΑΣΕΠ της έρευνας») ή τη δημιουργία ενός νέου εθνικού οργανισμού που θα χαράσσει στρατηγική, θα συντονίζει πόρους και θα εγγυάται αξιοκρατία.
Διακριτές πτυχές
Στον απόηχο των τελευταίων εξελίξεων, «Το Βήμα» συνομίλησε με τρεις διακεκριμένες επιστήμονες που συνυπέγραψαν την ανοιχτή επιστολή: την Εμμανουέλα Δούση, καθηγήτρια Διεθνών Θεσμών και κάτοχο της Εδρας UNESCO για την Κλιματική Διπλωματία στο ΕΚΠΑ, τη Ζωή Λυγερού, καθηγήτρια Βιολογίας στο Τμήμα Ιατρικής του Πανεπιστημίου Πατρών και πρόεδρο του Τομεακού Επιστημονικού Συμβουλίου Βιοεπιστημών και Ιατρικής του ΕΣΕΤΕΚ, και τη Γιώτα Ποϊράζη, διευθύντρια ερευνών στο Ινστιτούτο Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας του ΙΤΕ και γενική γραμματέα της FENS (Federation for European Neuroscience Societies).
Εκπροσωπώντας διαφορετικά γνωστικά πεδία, σκιαγραφούν διακριτές πτυχές της ίδιας παθογένειας, με σημαντικότερες την έλλειψη εθνικής στρατηγικής, την υπερβολική γραφειοκρατία, την ανεπαρκή αξιολόγηση προτάσεων και τα «σπασμωδικά» παράθυρα χρηματοδότησης.
Χωρίς σχεδιασμό
«Το πρόβλημα δεν είναι μόνο τα λίγα χρήματα» επισημαίνει η κυρία Δούση. «Πάνω απ’ όλα δεν υπάρχει στρατηγικός σχεδιασμός. Δεν γνωρίζουμε ποιες είναι οι βασικές προτεραιότητες και η έρευνα παραμένει κατακερματισμένη. Δεν υπάρχει καν καταγραφή των έργων που “τρέχουν”, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται αλληλοεπικαλύψεις και έλλειψη συνεργειών σε κρίσιμα πεδία όπως η κλιματική πολιτική». Και οι τρεις συνομιλήτριες ζητούν μακρόπνοη πολιτική για την έρευνα με ορίζοντα δεκαετίας.
Η κυρία Ποϊράζη το συνοψίζει ως εξής: «Δεν υπάρχει στρατηγικό πλάνο που να λέει επενδύουμε, για παράδειγμα, στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, στα mRΝΑ εμβόλια, στις νευροεπιστήμες. Χωρίς πλάνο, μοιράζονται λίγα χρήματα παντού και δεν πετυχαίνουμε πουθενά».
Η κυρία Λυγερού συμπληρώνει την εικόνα: «Υπάρχει πολυδιάσπαση. Πολλά υπουργεία προκηρύσσουν χρηματοδοτήσεις, συχνά με καλές προθέσεις, αλλά χωρίς κοινό σχεδιασμό, τεχνογνωσία αξιολόγησης και οριζόντιο συντονισμό. Ετσι προκύπτουν έργα με ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα, καθυστερήσεις ετών και “περιόδους ξηρασίας” όπου τίποτα δεν κινείται».
Χωρίς τεχνογνωσία
Η γραφειοκρατία αφαιμάσσει χρόνο, ανθρώπους και κίνητρο. «Η χρηματοδότηση της έρευνας αντιμετωπίζεται σαν δημόσιο έργο και πνίγεται σε εξαιρετικά πολύπλοκες διαδικασίες, ενώ λειτουργεί με εντελώς διαφορετικό τρόπο» σημειώνει η κυρία Ποϊράζη.
Σύμφωνα με την κυρία Λυγερού, «οι εθνικές προκηρύξεις δεν έχουν σωστά κριτήρια. Χωρίς δομές και τεχνογνωσία, τα υπουργεία παράγουν γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και κηρύττουν έργα που δεν είναι υλοποιήσιμα στον διαθέσιμο χρόνο».
«Το Δημόσιο Λογιστικό είναι ασύμβατο με το πώς λειτουργεί η έρευνα. Αναγκάζουμε μεταδιδάκτορες και φοιτητές να επιτελούν περισσότερο διοικητικό έργο παρά έρευνα» σημειώνει η κυρία Δούση, ενώ προσθέτει και τη διάσταση της «διεθνοποίησης» της έρευνας, αναφέροντας προβλήματα με τις βίζες για ερευνητές εκτός ΕΕ, έναν ΔΟΑΤΑΠ που καθυστερεί μήνες στην αναγνώριση τίτλων σπουδών φοιτητών του εξωτερικού, με αποτέλεσμα να «αποθαρρύνονται από το να έρθουν να σπουδάσουν και να εργαστούν στα πανεπιστήμιά μας».
Χωρίς διαφάνεια
Η αξιολόγηση των ερευνητικών προτάσεων είναι ο καθρέφτης της αξιοκρατίας. «Στο Trust Your Stars υπήρξαν προτάσεις μεταδιδακτορικών ερευνητών του Τμήματός μου που κρίθηκαν από μη σχετικούς με τις κοινωνικές επιστήμες και μάλιστα δίχως αιτιολογήσεις για τις απορρίψεις» αναφέρει η κυρία Δούση.
«Αξιόλογοι επιστήμονες, οι οποίοι διεκδικούν και κερδίζουν πολύ ανταγωνιστικές ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις, αποτυγχάνουν στην Ελλάδα. Αυτή είναι η τραγική απόδειξη ότι κάτι δεν πάει καλά με την αξιολόγηση» σημειώνει η κυρία Ποϊράζη, ενώ η κυρία Λυγερού προσθέτει πως όταν παρακάμπτεται ένας ώριμος φορέας, όπως το ΕΛΙΔΕΚ, υποφέρει η ποιότητα της αξιολόγησης και μαζί της εξανεμίζεται το κεφάλαιο εμπιστοσύνης στους θεσμούς.
Χωρίς συνέχεια
Ο ρυθμός της εθνικής χρηματοδότησης προσομοιάζει με το κουμπί «start-stop» στα αυτοκίνητα. Mεγάλα κενά εναλλάσσονται με βεβιασμένα και ασφυκτικά «παράθυρα» υποβολής προτάσεων, με έργα που «στριμώχνονται» σε ανεφάρμοστα χρονοδιαγράμματα.
Η κυρία Λυγερού μιλάει για «νεκρές ζώνες», ακολουθούμενες από προκηρύξεις-αστραπή χωρίς δυνατότητες ρεαλιστικής υλοποίησης. Η κυρία Ποϊράζη υπενθυμίζει ότι ακόμη και άριστα αξιολογημένες προτάσεις «μένουν εκτός γιατί δεν υπάρχουν αρκετά χρήματα» και προτείνει ένα καθεστώς σταθερής ροής πόρων από το στάδιο της ανακάλυψης ως την εφαρμογή των καινοτόμων ιδεών, «όχι ηρωικές διασώσεις της τελευταίας στιγμής».
Η κυρία Δούση συμπληρώνει ότι «χωρίς έναν φορέα που να παρακολουθεί τη διαδικασία σε όλα τα στάδια και ειδικότερα στο στάδιο της αξιοποίησης των αποτελεσμάτων, οι καλές έρευνες “κόβονται” στην πρώτη στροφή».
Αν υπήρχαν τρεις λέξεις που να χαρακτήριζαν τις θέσεις και των τριών επιστημόνων σχετικά με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η έρευνα στη χώρα, αυτές θα ήταν: στρατηγική, διαφάνεια και αξιοκρατία. Το ζητούμενο δεν είναι η επιλογή μεταξύ βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας.
Ούτως ή άλλως, αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία. «Χωρίς έρευνα ανακάλυψης δεν υπάρχει εφαρμογή. Χρειάζεται ένα υγιές μείγμα και των δύο σε βάθος τουλάχιστον μιας πενταετίας» τονίζει η κυρία Λυγερού. «Δεν πιστεύω ότι υπάρχει κακή πρόθεση από την πολιτεία. Αυτό που λείπει είναι η αξιοκρατία. Χρειαζόμαστε διαφάνεια στην αξιολόγηση από την αρχή μέχρι το τέλος. Αλλιώς, πώς θα ξανακερδίσουμε την εμπιστοσύνη των νέων και πώς θα αναστρέψουμε το brain drain;» διερωτάται η κυρία Δούση.
Από διαφορετικά επιστημονικά πεδία, οι τρεις συνομιλήτριες συγκλίνουν στο ότι η πολιτεία έχει μια «ιστορική ευκαιρία» θεσμικής αναβάθμισης της έρευνας μέσω της δημιουργίας ενός εθνικού μηχανισμού ανθεκτικότητας που θα χαράσσει στρατηγική, θα συντονίζει πόρους από διαφορετικά υπουργεία, θα διασφαλίζει αξιοκρατική αξιολόγηση, θα επιβλέπει την υλοποίηση και θα υποστηρίζει την περαιτέρω αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων.
Και αυτό, όπως αντανακλάται και στη σχετική επιστολή των 257 πανεπιστημιακών, πρόκειται καθαρά για πολιτική επιλογή που μπορεί να πραγματοποιηθεί με ελάχιστο δημοσιονομικό αποτύπωμα, αποδίδοντας όμως πολλαπλάσια οφέλη στην οικονομία και την κοινωνία για τα επόμενα χρόνια.
Γραφειοκρατία, χρηματοδότηση και καινοτομία
Στο πλαίσιο του ρεπορτάζ, «Το Βήμα» απευθύνθηκε στον Γενικό Γραμματέα της ΓΓΕΚ, Τάσο Γαϊτάνη, ο οποίος απαντά σε τέσσερις στοχευμένες ερωτήσεις για τον στρατηγικό σχεδιασμό της επόμενης πενταετίας, τα εμπόδια της γραφειοκρατίας, το ενδεχόμενο νέου θεσμικού φορέα και τον ρόλο της επιστημονικής κοινότητας, εντός και εκτός Ελλάδας.
1. Ποια είναι η εθνική στρατηγική για την έρευνα για την επόμενη πενταετία; Ποιες είναι οι προτεραιότητες της χώρας για την έρευνα (βασική και εφαρμοσμένη);
Η εθνική στρατηγική για την έρευνα βρίσκεται στην τελική φάση επεξεργασίας. Ο στόχος της είναι να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για περισσότερη καινοτομία από όλους! Από τα Πανεπιστήμια και τα Ερευνητικά Κέντρα, μέχρι και τις επιχειρήσεις. Βασίζεται στα πολλά θετικά που έχουμε, ως ερευνητική κοινότητα αλλά θα επιδιώξει να βελτιωθούμε σε τομείς, όπως η εφαρμοσμένη έρευνα. Δεν πρέπει όμως ποτέ να ξεχνούμε ότι η βάση της καινοτομίας είναι η παραγωγή νέας γνώσης που προκύπτει από τη βασική έρευνα.
Μετά, σαφώς πρέπει να υπάρχουν οι κατάλληλες διαδικασίες και συνέργειες ώστε η νέα γνώση να μετατρέπεται σε καινοτόμα προϊόντα ή υπηρεσίες. Αυτός είναι και ο στόχος προγραμμάτων όπως το «Ερευνώ-Καινοτομώ» στο οποίο η πολιτεία επενδύει 300 εκατομμύρια ευρώ.
Στο σημείο αυτό θέλω να σημειώσω ότι τα τελευταία έξι χρόνια έχει γίνει σημαντική πρόοδος. Οι δαπάνες για Ε&Α έχουν αυξηθεί κατά 18,3%, νομοθετήσαμε τη δυνατότητα ίδρυσης εταιριών τεχνοβλαστών σε Πανεπιστήμια και Ερευνητικά Κέντρα με αποτέλεσμα να δημιουργούνται εταιρίες με νέες θέσεις ερευνητών και υψηλούς τζίρους. Δημιουργήσαμε την Elevate Greece και στηρίξαμε τις startups, ειδικά τα χρόνια της πανδημίας. Από το ΤΑΑ δίνουμε περίπου 500 εκατομμύρια ευρώ στα ερευνητικά κέντρα για νέες σύγχρονες κτηριακές υποδομές, νέο εξοπλισμό αλλά και την υλοποίηση εμβληματικών ερευνητικών έργων.
Επίσης δίνουμε γενναία φορολογικά κίνητρα σε εταιρίες για επενδύσεις σε Ε&Α και ειδικά όταν συνεργάζονται με Πανεπιστήμια και Ερευνητικά Κέντρα. Πρέπει να κάνουμε ακόμα περισσότερα, αλλά η πολιτικής μας έχει ήδη αποτελέσματα. Είναι σπουδαία ευκαιρία για τη χώρα μας, υπό το πρίσμα των νέων γεωπολιτικών εξελίξεων αλλά και της στροφής της ΕΕ στα ζητήματα της καινοτομίας, να επενδύσουμε κι εμείς περισσότερο. Είναι μια μεγάλη ευκαιρία να αλλάξουμε το παραγωγικό μας μοντέλο και να δώσουμε περισσότερες ευκαιρίες στους νέους. Η Έρευνα και η Καινοτομία μπορούν να δώσουν μέλλον στην πατρίδα μας!
2. Πώς η Πολιτεία προτίθεται να αντιμετωπίσει την (για πολλούς ερευνητές και μέλη ΔΕΠ εξουθενωτική) γραφειοκρατία που εντοπίζεται στην ακαδημαϊκή έρευνα στη χώρα;
Βρίσκομαι στο χώρο της έρευνας δύο δεκαετίες και πράγματι ένα από τα μεγάλα προβλήματα που υπάρχουν είναι η πάσης φύσεως γραφειοκρατία. Με τον νέο πρόεδρο και τα μέλη του ΕΣΕΤΕΚ έχουμε στην ατζέντα μας το θέμα αυτό, με στόχο να το αντιμετωπίσουμε.
Προσωπική μου άποψη είναι πως πρέπει, καταρχάς, να εστιάσουμε στην ταχύτητα αξιολογήσεων των ερευνητικών προτάσεων, αλλά αυτό προϋποθέτει να μεριμνούμε από την αρχή, όταν βγαίνει η πρόσκληση των ερευνητικών προγραμμάτων.
Για αυτό το θέμα κάνουμε διάλογο και με άλλες Γραμματείες και υπηρεσίες υπουργείων, όπως του ΕΣΠΑ. Σίγουρα όμως το θέμα της γραφειοκρατίας είναι μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις που έχουμε να αντιμετωπίσουμε.
3. Ποια είναι η θέση σας αναφορικά με τη δημιουργία ενός Εθνικού Οργανισμού Έρευνας ή κάποιου άλλου θεσμικού σχηματισμού που κρίνεται αποτελεσματικός για την καλύτερο συντονισμό και διαχείριση του λεγόμενου Ενιαίου Χώρου Έρευνας της χώρας; Διαπιστώνετε κάτι τέτοιο ως ανάγκη;
Κάθε πρόταση που υπάρχει θα πρέπει να εξετάζεται. Ευκαιρία για αυτό θα είναι η διαβούλευση που θα γίνει γύρω από την κατάρτιση της εθνικής στρατηγικής για την έρευνα. Ως ΓΓΕΚ έχουμε πάντα ανοιχτό διάλογο με την ερευνητική κοινότητα και συζητούμε όλες τις εξελίξεις.
4. Τι θα μπορούσε να πράξει η επιστημονική κοινότητα (εγχώρια καθώς και αυτή της διασποράς) ώστε να συμβάλλει στην ανάπτυξη της Έρευνας και Καινοτομίας της χώρας;
Η ελληνική επιστημονική κοινότητα, όπου και να βρίσκονται τα μέλη της παρακολουθεί τα δρώμενα και συμμετέχει ενεργά σε ότι η Πολιτεία ζητήσει. Στον ένα χρόνο που βρίσκομαι σε αυτή τη θέση, συνομιλώ μαζί τους και η πόρτα του γραφείου μου είναι πάντα ανοιχτή. Οι ιδέες και οι προτάσεις τους αποτελούν ερέθισμα για γόνιμο προβληματισμό.
Προσωπικά έχω βοηθηθεί από το διάλογο και την ανταλλαγή απόψεων. Θα ήθελα να συνεχίσουμε αυτή την επικοινωνία.
Σημείωση: Στο αρχικό κείμενο της έντυπης έκδοσης του άρθρου η αναφορά στον ΔΟΑΤΑΠ αφορούσε εμπειρία της κυρίας Δούση προ του 2022. Διευκρινίζεται ότι με τον Ν. 4957/2022, για περιπτώσεις όπως η εισαγωγή σε μεταπτυχιακά/διδακτορικά και οι ακαδημαϊκές-ερευνητικές προσλήψεις δεν απαιτείται ατομική πράξη αναγνώρισης τίτλου από τον ΔΟΑΤΑΠ.






