Ενας νέος κύκλος αντιφάσεων στην υπόθεση των αλλοιωμένων ηχητικών με τις εσωτερικές συνομιλίες του ΟΣΕ άνοιξε την προηγούμενη εβδομάδα και με κρίσιμα ερωτήματα να παραμένουν αναπάντητα.

Σε συνέχεια του πρόσφατου δημοσιεύματος του «Βήματος της Κυριακής», της πρότασης μομφής κατά της κυβέρνησης και της συζήτησης στη Βουλή, η τελευταία εξέλιξη στη διερεύνηση της υπόθεσης εγείρει μια σειρά νέων ζητημάτων.

Κατάσχεση έναν χρόνο μετά

Η κρίσιμη και πιθανώς καθοριστική για τη συνέχεια εξέλιξη των τελευταίων ημερών ήταν η κατάσχεση από την Αστυνομία, παρουσία εισαγγελικού λειτουργού, των σκληρών δίσκων με τα πρωτότυπα ηχητικά των συνομιλιών του προφυλακισμένου σταθμάρχη και των μηχανοδηγών κατά το βράδυ του τραγικού δυστυχήματος της 28ης Φεβρουαρίου 2023.

Το μείζον ζήτημα που εγείρεται είναι για ποιον λόγο υπήρξε η εξέλιξη αυτή, προφανώς σε συνέχεια του σχετικού δημοσιεύματος και, πάντως, έναν ολόκληρο χρόνο έπειτα από το δυστύχημα. Σημειώνεται ότι είχε αναφερθεί από τις πρώτες ημέρες μετά το δυστύχημα ότι τα ηλεκτρονικά αρχεία με τους επίμαχους διαλόγους είχαν παραδοθεί από τον ΟΣΕ στις αστυνομικές και εισαγγελικές αρχές ήδη από τα πρώτα εικοσιτετράωρα μετά το τραγικό συμβάν.

Μια εξήγηση που επιχειρείται να δοθεί είναι πως η κατάσχεση των αρχείων έγινε τώρα ώστε να υπάρχει βεβαιότητα ότι στη δικογραφία έχουν περιληφθεί τα πρωτότυπα ηχητικά και όχι τα παραποιημένα.

Παρά ταύτα, δεν εξηγείται το γιατί οι ενέργειες αυτές δεν είχαν γίνει νωρίτερα, ενώ αναδεικνύονται με νέο τρόπο τα ζητήματα σχετικά με την παραποίηση των διαλόγων. Μεταξύ των άλλων τίθεται σε νέα βάση το ερώτημα τι ακριβώς είχε παραδοθεί στην ΕΛ.ΑΣ. και στην Εισαγγελία στις 3 Μαρτίου του 2023, όπως επανέλαβε τις προηγούμενες ημέρες ο μεταβατικός διευθύνων σύμβουλος του ΟΣΕ Παναγιώτης Τερεζάκης.

Με βάση τις τελευταίες εξελίξεις, δεν έχει αποσαφηνιστεί αν τα ηχητικά που παραδόθηκαν πριν από έναν χρόνο περιείχαν τις αλλοιωμένες συνομιλίες ή τις πρωτότυπες και, πάντως, τίθεται σε διαφορετική βάση το γιατί οι κατασχέσεις έγιναν έναν ολόκληρο χρόνο μετά το δυστύχημα.

Τα εκκρεμή ερωτήματα

Στον απόηχο αυτών των τελευταίων εξελίξεων, διαμορφώνεται και μια νέα εκκρεμότητα ως προς το τι θα διαπιστωθεί από την ανάλυση των κατασχεθέντων στοιχείων και ποιος νέος κύκλος αποκαλύψεων και συνεπειών θα μπορούσε να ανοίξει.  Σε συνδυασμό με αυτά, όμως, πιθανολογείται ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν και νέες εξελίξεις, όσο θα εντείνεται η πίεση ώστε να δοθούν πειστικές απαντήσεις στα τέσσερα κύρια εκκρεμή ερωτήματα:

  • Ποιος ή ποιοι πήραν τα πρωτότυπα ηχητικά τις πρώτες ώρες μετά το δυστύχημα;
  • Ποιος ή ποιοι έκαναν την τεχνική επεξεργασία και συρραφή αποσπασμάτων από διαφορετικές συνομιλίες;
  • Ποιος ή ποιοι στη συνέχεια διοχέτευσαν τα επεξεργασμένα αρχεία στη δημοσιότητα;
  • Και – το ενδεχομένως κρισιμότερο – αν για όλα τα παραπάνω δόθηκαν εντολές από ποιον και πότε.

Οι παράλληλες έρευνες

Παράλληλα και στον απόηχο της πρότασης μομφής κατά της κυβέρνησης, σε εξέλιξη βρίσκεται ένας νέος κύκλος ερευνών, με επίσης αξιοσημείωτη χρονική καθυστέρηση.

Κατόπιν παραγγελίας του εφέτη ανακριτή Σωτήρη Μπακαΐμη, ο οποίος διενεργεί την έρευνα για τα αίτια του δυστυχήματος των Τεμπών, κλιμάκιο της Χημικής Υπηρεσίας, από κοινού με πραγματογνώμονες και παρουσία εισαγγελικού λειτουργού, θα πραγματοποιούσε την Παρασκευή δειγματοληπτικό έλεγχο στον ιδιωτικό χώρο όπου είχαν μεταφερθεί τα υπολείμματα των χωματουργικών εργασιών από το σημείο του δυστυχήματος.

Αντίστοιχος έλεγχος είχε γίνει στον τόπο της τραγωδίας και στο Κουλούρι, ενώ βάσει της νέας εισαγγελικής παραγγελίας έχει διαταχθεί και η διενέργεια επιπλέον ελέγχου για τον τυχόν εντοπισμό γενετικού υλικού.

Υπό το πρίσμα αυτών των εξελίξεων και εν αναμονή των αποτελεσμάτων των ελέγχων, τίθενται πάντως με διαφορετικό τρόπο τα ερωτήματα ως προς τον χρόνο του νέου κύκλου ερευνών και τις ενδεχόμενες παραλείψεις όλου του προηγούμενου διαστήματος.

Και επιπροσθέτως, όσο εξελίσσεται η διερεύνηση της υπόθεσης από τη Δικαιοσύνη, μένει να φανεί αν και πώς θα προκύψει κάποια ένδειξη πολιτικών ευθυνών και πώς κάτι τέτοιο θα μπορούσε να ανοίξει έναν νέο κύκλο, με ενδεχόμενη κατάληξη την αναζωπύρωση της συζήτησης για σύσταση προανακριτικής επιτροπής.

Ανοιχτή πληγή στις δημοσκοπήσεις

Ολα τα παραπάνω συμβαίνουν και εξελίσσονται όσο ένα νέο κύμα δημοσκοπήσεων φανερώνει ότι η υπόθεση των Τεμπών παραμένει μια ανοιχτή πληγή και θέτει σημαντικά ζητήματα ως προς τους χειρισμούς της κυβέρνησης.

Παρά το γεγονός ότι η ΝΔ εξακολουθεί να προηγείται με χαοτικές διαφορές στην πρόθεση ψήφου, έστω και με αξιοσημείωτες δημοσκοπικές απώλειες της τάξης των πέντε μονάδων, εμπεδώνεται η αίσθηση ότι η πολιτική διαχείριση του δυστυχήματος ήταν στην καλύτερη περίπτωση ατυχής.

Ενδεικτικά για τις διαθέσεις και αντιλήψεις των πολιτών ήταν τα ευρήματα των δύο ερευνών της προηγούμενης εβδομάδας, ειδικά σε ό,τι αφορά την υπόθεση των Τεμπών.

Στη δημοσκόπηση της Pulse για την τηλεόραση του Σκάι ένα συνολικό ποσοστό 61% των ερωτηθέντων εμφανίζεται να αντιμετωπίζει θετικά την πρόταση της αντιπολίτευσης για τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής για το δυστύχημα.

Την ίδια στιγμή, ένα 54,5% των ερωτηθέντων στη δημοσκόπηση της MRB για το Open θεωρεί ότι ήταν δικαιολογημένη η πρόσφατη πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης.

Υπό αυτό το πρίσμα είναι φανερό ότι η κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με μια γενικευμένη αίσθηση, περισσότερο ή λιγότερο βάσιμη, ότι η διερεύνηση του δυστυχήματος δεν έχει προσφέρει συνολικές και πειστικές απαντήσεις. Πολλά εκτιμάται ότι θα κριθούν στη συνέχεια από την πορεία της διερεύνησης ενώπιον της Δικαιοσύνης και το κατά πόσον εκεί θα προκύψουν νέα στοιχεία, τόσο σε ό,τι αφορά τα πραγματικά περιστατικά όσο και ως προς το αν στοιχειοθετούνται πολιτικές ευθύνες για το δυστύχημα, όπως επιμένει η αντιπολίτευση.

Νέο κύμα πιέσεων δύσκολα διαχειρίσιμων

Η κρίσιμη εκκρεμότητα από πολιτικής άποψης παραμένει μία και από την άρση της ή μη θα εξαρτηθούν πολλά. Είναι το αν και κατά πόσο θα προκύψουν στην πορεία στοιχεία τα οποία θα τεκμηριώνουν πολιτικές ευθύνες ως προς το ίδιο το δυστύχημα ή την απόπειρα συγκάλυψης, στην οποία επιμένει η αντιπολίτευση και αν κάτι τέτοιο θα οδηγήσει σε έναν νέο κύκλο διαδικασιών (προανακριτική επιτροπή) και πολιτικής σύγκρουσης.

Σε περίπτωση κατά την οποία συμβεί κάτι τέτοιο, η κυβέρνηση θα βρεθεί με βεβαιότητα αντιμέτωπη με ένα νέο κύμα πιέσεων, ενδεχομένως δύσκολα διαχειρίσιμων.

Σε μια αντίθετη περίπτωση, είναι πιθανό οι πιέσεις αυτές να εξασθενήσουν.

Εκτιμάται όμως ότι η γενική αίσθηση που έχει επικρατήσει θα εξακολουθεί να είναι μια ανοιχτή πληγή για την αξιοπιστία της κυβέρνησης, η οποία θα επιδρά συνδυαστικά και σωρευτικά με τα υπόλοιπα ζητήματα τα οποία απασχολούν τους πολίτες και θα διαμορφώνει το ισοζύγιο των πολιτικών διαθέσεων, αναλόγως του βαθμού αποτελεσματικότητας ως προς την αντιμετώπισή τους.