Όλα δείχνουν πως η τριήμερη συζήτηση για την πρόταση δυσπιστίας που κατέθεσε η αξιωματική αντιπολίτευση θα αποτελέσει το κύκνειο άσμα της απερχόμενης Βουλής.

Με την ανανέωση της εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση μπαίνουμε λογικά και στην ευθεία των εκλογών.

Ήταν ένα κύκνειο άσμα χωρίς εκπλήξεις. Αλλά ούτε αυτό αποτελεί έκπληξη.

Καμία ψήφος δυσπιστίας τις τελευταίες δεκαετίες δεν έχει ανατρέψει κυβέρνηση, ούτε έχει γενικότερα καταφέρει να δημιουργήσει μείζον πολιτικό ζήτημα στην κυβέρνηση εναντίον της οποίας στρεφόταν.

Αυτό συνέβη και τώρα. Η κυβέρνηση θα εξαντλήσει τον βίο που η ίδια θα επιτρέψει στον εαυτό της.

Από την άλλη πλευρά, ούτε γίναμε και σοφότεροι από τη συζήτηση. Η υπόθεση των υποκλοπών μάλλον εξάντλησε τα κοινοβουλευτικά της όρια και πάντως χωρίς να αποδώσει όσα ήλπιζε η αντιπολίτευση.

Το δίλημμα «δημοκρατία ή εκτροπή» που λανσάρισε δεν φαίνεται τουλάχιστον στην προεκλογική εκδοχή του να συγκινεί πολλούς.

Ήταν τρόπον τινά μια σύγκρουση τέλους περιόδου και λίγο πριν από τις εκλογές. Σε σημείο που αναρωτιέσαι «γιατί τελικά έγινε η πρόταση μομφής, αν όχι για το ηθικό του στρατεύματος;».

Μόνο που ούτε εκεί φάνηκε να έχει ορατό αποτέλεσμα.

Η κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός βρίσκονταν σε δύσκολη θέση αλλά αντεπεξήλθαν στην πίεση μάλλον άνετα και με μηδαμινές απώλειες.

Κυρίως επειδή διατηρούν την ευχέρεια να προβάλουν μια εικόνα κυριαρχίας.

Ενώ η αντιπολίτευση και ο αρχηγός της επιστράτευσαν χωρίς ιδιαίτερη πειθώ ένα ύφος αυτοπεποίθησης αλλά από μια θέση προφανούς αδυναμίας. Είναι η μοίρα του δεύτερου.

Τα έχουμε ξαναδεί και τα δύο. Η Βουλή κλείνει περίπου με την ίδια εικόνα που παρουσίασε ολόκληρη την τρέχουσα τετραετία.

Το σκηνικό φυσικά ήταν ένα σκηνικό πόλωσης ενίοτε τοξικής – τουλάχιστον σε φραστικό επίπεδο… Ακούστηκαν εκφράσεις και χαρακτηρισμοί που δεν εμπίπτουν ακριβώς σε αυτό που ονομάζεται «πολιτικός πολιτισμός», ούτε καν στα όρια της αστικής αγωγής.

Αλλά ακόμη κι ένας Ραν Ταν Πλαν μπορεί να προεξοφλήσει ότι ανάλογο θα είναι το σκηνικό των επερχόμενων εκλογών. Πόσω μάλλον όταν συνειδητοποιούμε ότι κυβέρνηση και αντιπολίτευση απευθύνονται όλο και περισσότερο σε διαφορετικά ακροατήρια.

Είναι ένα πρώτο βήμα για τον διχασμό, θα έλεγε κανείς. Ενδεχομένως. Αλλά κι ένα φαινόμενο που λίγο ή πολύ αντιμετωπίζουν πλέον όλες οι δημοκρατίες.